Γρηγόρης Καρταπάνης: «Αυτά μας έλεγε ο πατέρας μου» (Μέρος Β’)

γρηγόρης-καρταπάνης-αυτά-μας-έλεγε-ο-21950

Η καταγραφή από το λαϊκό ζωγράφο Νίκο Χριστόπουλο στα τετράδια με τις αναμνήσεις του βίου του και ορισμένων ιστοριών που άκουσε από τον πατέρα του, φανερώνει την εντύπωση που του προκάλεσαν ώστε να παραμείνουν αλησμόνητες ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του, οπότε και συνέταξε τα απομνημονεύματά του.

Ενδιαφέρουσες άλλωστε οι πατρικές μαρτυρίες αποτελούν βιωματικές καταθέσεις, τις οποίες φρόντισε ο ζωγράφος να τις αποτυπώσει στο χαρτί, αφού τις θυμόνταν με όλες σχεδόν τις λεπτομέρειές τους. Παρακολουθήσαμε την περασμένη Κυριακή την γνωριμία του πατέρα Αθανάσιου Χριστόπουλου με τον περιπλανώμενο καλόγερο Παπουλάκο, μια αμφιλεγόμενη παρουσία, που όμως ο αφηγητής, όπως και χιλιάδες πιστών, εκείνα τα χρόνια, τον αποδέχονταν ως προφήτη και άγιο. Συνεχίζοντας σήμερα θα μνημονεύσουμε και τις υπόλοιπες καταγραφές του ζωγράφου με αναμνήσεις του πατέρα του.

Θαύμα στην Τήνο

Η βαθιά πίστη του Αθ. Χριστόπουλου βεβαιώνεται σε ακόμη μια διήγησή του, που βέβαια εντυπωσίασε και το γιο του, ο οποίος και την κατέγραψε. Ο αφηγητής υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας στη γιατρειά μιας κοπέλας κατά τον εορτασμό της Παναγίας στην Τήνο.

«Τώρα θα γράψω ιστορίες που μας έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου.

Μια φορά στην Πανήγυρη της Τήνου είχαν παι πόλη ασθενής από διάφορα μέρη μεταξύ αυτόν ήταν και μια Κρητικιά κοπέλα σαν το κρύο το νερό ομορφοκοπέλα και φώναζαν η καημένη και παρακαλούσαν την Μεγαλόχαρη να τους γιατρέψει. Σηκώθηκε πάνω η Κρητικιά και έμπηξε της φωνές και έλεγε τι φωνάζετε μωρέ και σκούζετε η Παναγιά είναι στη Ρωσία και μόλις έλθει εμένα θα γιατρέψει. Κε ώ του θαύματος, μόλις άρχισε ο Εσπερινός και χτύπησαν η καμπάνες πρώτη που γιατρεύτηκε ήταν η Κρητικιά που τόση τρέλα που είχε σηκώθηκε πάνω έκανε το Σταυρό της και ασπάστηκε την εικόνα της Παναγίας και έκανε μετάνοιες είχε γίνει εντελώς, καλά θαύμα φανερό».

Ναυπήγηση ξύλινου σκαριού

Ο Αθ. Χριστόπουλος για ν’ αποτολμήσει την δημιουργία ναυπηγείου (ανελκυστηρίου – επισκευαστηρίου ), έστω και μικρών σκαφών, στο Βόλο του 1880, φαίνεται ότι γνώριζε την τέχνη από προηγούμενη ενασχόλησή του στο Νεώριο ή άλλους μικρούς ταρσανάδες της Σύρου, που, όπως είναι γνωστό, έχει να παρουσιάσει σπουδαία ναυπηγική παράδοση και περιλαμβάνεται στα κορυφαία ναυπηγικά κέντρα του 19ου αιώνα. Οι κατασκευές ξύλινων σκαφών μεγάλου εκτοπίσματος ήταν συνηθισμένες στη Σύρο, αλλά το σκαρί που ναυπηγήθηκε το 1870 ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Εστω κι αν ο αριθμός θεωρείται υπερβολικός σίγουρα θα έφτανε αρκετές εκατοντάδες τόνους ! Στην αφήγηση που ακολουθεί μνημονεύονται αρκετά στοιχεία για τους αυτοδίδακτους πρωτομάστορες που ήταν εξαιρετικοί κατασκευαστές, όπως και για την πανηγυρική τελετή της καθέλκυσης. Το όνομα του ευμεγέθους συριανού καραβιού παραπέμπει όμως στην ναυτική παράδοση της περιοχής του Βόλου.

«ΑΡΓΩ» (ήταν το όνομα του καραβιού)

Στα 1870 έφτιαξαν στη Σύρα ένα καράβι 1000 τόνων το πρώτο ξύλινο καράβι που έγινε στην Ελλάδα. Το είχε κάνει ο γερό Βατής ο δε πρωτομάστορας που τύχε σκαρωμένο ήταν αυτοδίδαχτος μπεκρής. Αμα περνούσε κανένας και το κοίταζε με περιέργεια τον ρωτούσε ο πρωτομάστορας. Ε πώς σου φαίνετε; έλεγε εκείνος: Να εδώ σαματη κανη λακα. Τον αγκάλιαζε και του λέγε άιντε τώρα πα να πιούμε όπου γινόνταν φέσι στο μεθύσι. Όταν ήρθε η ημέρα να το ρίξουν στη θάλασσα είχε μαζευτεί όλη η Σύρα και μόλις τα μολάρανε άρχισε ο Καπετάνιος και πετούσε χούφτες τα τάλαρα η δε Καπετάνισσα μοίραζε με τα ταψιά τους μπακλαβάδες. Και φώναζαν τα παιδιά ρίξε Καπετάνιε καλορίζικο και καλοτάξιδο και πετούσε ο καπετάνιος τα τάλαρα. Ευτυχισμένα χρόνια. Τον πρωτομάστορα τον επήραν στα χέρια ο κόσμος και τον γύριζαν όλη την Σύρα γιατί ήταν πράμα ξύλινο καράβι 1000τονη και επειδή ήταν το πρώτο καράβι που έγινε 1.000 τόνοι το ονόμασαν ΑΡΓΩ».

Στριπτίζ σε σπηλιά!

Σκοτεινή ιστορία μυστηρίου με απροσδιόριστες τελετουργίες μαγείας και εμφανιζόμενες οπτασίες η επόμενη αφήγηση του Αθ. Χριστόπουλου που καταγράφει ο γιός του. Στο δυσερμήνευτο περιστατικό συμμετείχε και ο ίδιος ο αφηγητής ως οδηγός των αλλοδαπών περιηγητών(;) στη νήσο Δήλο και την επίσκεψη τους σε κάποια μάλλον στοιχειωμένη σπηλιά. Πέρα από την περιγραφή του συμβάντος δε δίνονται επαρκείς διευκρινήσεις για της απόκρυφες πτυχές του, που όπως φαίνεται γνώριζαν καλά οι ξένοι επισκέπτες. Επειτα από τις σχετικές, όπως φαίνεται, «καταχθόνιες» επικλήσεις εμφανίζονταν ξωθιές που επιδίδονταν σε ένα αισθησιακό, όπως θα λέγαμε σήμερα στριπτίζ, σύμφωνα με την καταγραμμένη αφήγηση. Η παράξενη τούτη ιστορία – διαμετρικά αντίθετη με τις προηγούμενες που παραπέμπουν σε γνήσια χριστιανική πίστη- παραμένει ανεξήγητη στην ουσία της. Να επρόκειτο άραγε για κατάλοιπα αρχαίων μυστηριακών τελετών στο ιερό νησί της αρχαιότητας; Ίσως ορισμένοι ερευνητές που καταπιάνονται με τέτοιου είδους ζητήματα να γνωρίζουν κάτι σχετικό με την σπηλιά της Δήλου.

«Τώρα θα γράψω μια ιστορία όχι ιστορία αλλά γεγονός μας την έλεγε ο πατέρας μου στα 1848.

Ήρθαν στη Σύρα 4ες Εγγλέζη περιηγητές κε ήθελαν έναν Συριανό να γνωρίζει που είναι ένα ξερονήσι που το λεν Δήλος. Μόλις το άκουσε ο πατέρας μου ανέλαβε ο ίδιος. Επήρε μια βάρκα και πήγαν γιατί είναι κοντά στη Σύρα. Τότε λέγει ο Δραγομάνος να βρούνε έναν άνθρωπο να ξέρει που είναι μια σπηλιά μεγάλη. Τους λέγει ο πατέρας μου να φωνάξουμε τον τσομπάνη. Πράγματι τον φώναξαν είχε καμιά 60αριά γίδια και ήταν ο μόνος που έμενε πάνω στο νησί και την ήξερε κάλλιστα. Τους πήγε αλλά ήθελε και να μπει και αυτός μέσα. Τότε του λέγη ο δραγουμάνος. Έλα αλλά ότι θα δεις δεν θα μιλήσεις τότε άρχισαν οι Εγγλέζοι και διάβαζαν από ένα βιβλίο. Εκεί ακούν έναν βρόντο και πετάγετε μια κοπέλα σαν το κρίο το νερό και πέταξε την πόλκα της. Οι Εγγλέζοι δεν έδωσαν προσοχή και διάβαζαν. Εκεί πετάει και το φουστάνι της, οι Εγγλέζοι διάβαζαν που πέταξε και το πουκάμισο, οι Εγγλέζοι διάβαζαν και ετοιμάζονταν η κοπέλα να βγάλει και το βρακί της. Κε τότε πετάχτηκε ο τσομπάνης και φώναξε : Μωρέ αυτή θα μας δείξει και το …φραπ και έγινε άφαντη η κοπέλα που αν δεν μιλούσε ποιος ξέρη τη ήχε να γίνει, όπου οι Εγγλέζοι πήγαν να τον πνίξουν τον τσομπάνη».

Και ντόπιες ιστορίες

Όλες οι προηγούμενες διηγήσεις του πατέρα του που κατέγραψε ο ζωγράφος Χριστόπουλος εκτυλίσσονται στη Σύρο, σε γειτονικά κυκλαδονήσια (Τήνος, Δήλος) και την Κρήτη. Καταχωρείται όμως από τον απομνημονευματογράφο και μια ιστορία που προέρχεται από την περιοχή του Νοτίου Πηλίου την οποία προφανώς είχε ακούσει ως παλιά, μάλλον ευτράπελη, παράδοση ο γέρο Χριστόπουλος και την μετέφερε στα παιδιά του.

«Μια φορά επί τουρκοκρατίας έπεσε στο Λαύκο μια βάρκα έξω και την έκανε κομμάτια. Είχαν μείνει μονάχα τα στραβόξυλα όπου περνούσε ένας χωριάτης και την είδε και τρόμαξε και τρέχει στο χωριό και φώναζε. Έφερε η θάλασσα ένα μεγάλο θεριό. Όσο να ακούσουν οι χωριάτες έτρεξαν όλο το χωριό και κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει τι θεριό ήταν. Τότε έκαναν ένα συμβούλιο τι πρέπει να κάνουν. Λέει ένας: Μωρέ δεν φωνάζουμε τον τρανό το γέρο Νίκο να μας πη τι θεριό είναι γιατί αυτός είναι κοσμογυρισμένος και θα ξέρει. Δηλαδή είχε πάει ίσα με το Προμύρι. Εν τω μεταξύ τρέχουν και τον φωνάζουν.

Μόλις ήρθε ο τρανός ο γερό Νίκος τραβήχτηκαν όλοι στην μπάντα για να γίνει η εξέτασης. Λοιπόν κοιτάζει από εδώ κοιτάζει από εκεί χωρίς να καταλάβει κι αυτός τι θεριό είναι γυρίζει προς τους χωριάτες με μια σοβαρότητα και λέει: Τι να σας πω βρε παιδιά κάτι ήταν, κάτι το έφαγε και έμειναν τα κόκαλά του.

Αυτός ήταν ο τρανός ο γερό Νίκος ο κοσμογυρισμένος. Μας τα έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου και γελούσαμε».

Νυχτοπερπατήματα

Τέλος υπάρχει και μια σύντομη αναφορά (αν και προηγείται όλων των προηγούμενων στα χειρόγραφα του Ν. Χριστόπουλου) νυχτερινής διασκέδασης του Αθ. Χριστόπουλου στον τουρκοκρατούμενο Βόλο στα 1876. Ήταν άλλωστε ο ίδιος άνθρωπος του κρασιού και της παρέας και συχνά συμμετείχε σε κρασοκατανύξεις με άσματα και ολονύκτιες διασκεδάσεις, όπως σημειώνει ο γιός του σε άλλα σημεία των απομνημονευμάτων του. Στη συγκεκριμένη ολιγόγραμμη ιστοριούλα μάλλον καταδείχνονται και τα πονηρά νυχτοπερπατήματα του συριανού που είχε κατασταλάξει στο Βόλο και φαίνεται ότι στα γεράματά του αφηγούνταν τίποτε τέτοιες παλιές ιστορίες στα παιδιά του, δίχως βέβαια να προχωρά σε λεπτομέρειες. Ακόμη αποκαλύπτεται και η ικανότητά του γέρου- Χριστόπουλου να σκαρώνει στιχουργήματα, ταλέντο που διέθετε άλλωστε και ο ζωγράφος.

«Στα 1876»

«Μια φορά ήταν στο Βόλο μια μισότριβη την έλεγα Μαριώ ήταν και ένας που τα πεζε μαζί της τον έλεγαν Μαστέλο. Όπου έλειπε από την παρέα και είπε ο πατέρας μου ένα τραγουδάκι. Ένα τραγούδι θα σας πω πάνω στο καπέλο πάμε να βρούμε την Μαριώ μαζί με τον Μαστέλο. Οπου έκαναν ένα γλέντι όλη τη νύκτα και το πρωί άναψαν τα φαναράκια και πήγαν σπίτια τους γιατί ήταν Τούρκικο».

Διαπιστώνει, νομίζω ο αναγνώστης, το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι ιστορίες του Αθ. Χριστόπουλου, πατέρα του λαϊκού ζωγράφου Νίκου. Αυτό άλλωστε ώθησε τον τελευταίο να τις συμπεριλάβει, μαζί με τις δικές του βιωματικές καταθέσεις στα απομνημονεύματά του.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου