Γρηγόρης Καρταπάνης: ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Ν.ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

γρηγόρης-καρταπάνης-απο-τα-χειρογραφ-42734

Ο λαϊκός ζωγράφος του Βόλου Νίκος Χριστόπουλος στα χειρόγραφά των αναμνήσεων της ζωής του δεν καταθέτει μόνο βιωματικές εμπειρίες . Μνημονεύει επίσης ακούσματα από αφηγήσεις άλλων που κέντριζαν το ενδιαφέρον του και μέναν αξεθώριαστα στη μνήμη του .

Η συντριπτική πλειοψηφία αυτού του είδους των γραφών περιλαμβάνει διηγήσεις των γονιών του, που περιγράφουν γεγονότα και καταστάσεις αξιομνημόνευτες, μέσα από τα δικά τους βιώματα . Οι ιστορίες του πατέρα Αθανάσιου Χριστόπουλου , διαδραματίζονται κυρίως στη Σύρο , τον τόπο καταγωγής του, όπου έζησε ως τα πενήντα και κάτι χρόνια του προτού βρεθεί στο Βόλο .

Αντίθετα ότι προέρχεται από το στόμα της μητέρας Ελένης Κων/νου Ρέτσου ,εμπεριέχουν το στοιχείο της εντοπιότητας ,αφού εκείνη κατάγονταν από την Μακρυράρχη Πηλίου . Από μικρή και για πολλά χρόνια εργάζονταν ως οικιακή βοηθός –«ψυχοκόρη»– στο αρχοντικό της οικογένειας Τοπάλη στη Μακρυνίτσα , βρίσκοντας εκεί καταφύγιο , όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πατρικό της σπίτι , επειδή την κακομεταχειρίζονταν ο πατριός της , σύμφωνα με της μαρτυρίες του ιδίου του ζωγράφου .

Μια ενότητα καταγραφών από διηγήσεις της μητέρας αναφέρονται στις μάχες της Μακρυνίτσας , τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1878 , που προηγήθηκαν της καταστολής του απελευθερωτικού κινήματος στη Θεσσαλία , τις οποίες ο ζωγράφος αναθυμάται με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ογδόντα χρόνων από την απελευθέρωση του Βόλου από τον οθωμανικό ζυγό (1881) .

(Με ανάλογη επετειακή αφορμή τις υπενθυμίσαμε από τούτη εδώ την σελίδα σε παλαιότερο δημοσίευμα μας ).

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ
Τα μητρικά ακούσματα όμως που καταγράφονται , δεν περιορίζονται σε αφηγήσεις ιστοριών και γεγονότων μόνον , αλλά περιλαμβάνουν και αναφορές σε ήθη , έθιμα , συνήθειες και παραδόσεις των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του Πηλίου , αποτυπώνοντας ένα κόσμο που εξέλιπε -από χρόνια- κατά την συγγραφή των απομνημονευμάτων του Χριστόπουλου , στις αρχές της δεκαετίας του 60 .

Ο γραφέας , με αυτή του την κίνηση αποδεικνύει το ενδιαφέρον του για την παράδοση του τόπου του , αλλά και την προσοχή που έδινε σαν παιδί στις ενδιαφέρουσες , προφορικές μαρτυρίες των γονιών του . Σε ετούτες τις μνήμες παλιών συνηθειών και παραδόσεων, άλλοτε επισημαίνεται η προέλευσή τους , ως διήγηση της πηλιορείτισας μητέρας , κι άλλοτε όχι , όμως θεωρείται δεδομένη η ίδια πηγή , εκτός από την περίπτωση που – όπως θα δούμε πιο κάτω- σημειώνεται ο διαφορετικός ‘’πληροφοριοδότης ‘’.

Άλλωστε αρκετές από τις περιγραφόμενες καταστάσεις γνώρισε και ο ίδιος ο απομνημονευματογράφος κατά τα παιδικά του χρόνια , όσο συναντιόνταν ακόμη . Αυτού του είδους οι καταγραφές περιλαμβάνονται στα τρία τελευταία τετράδια των απομνημονευμάτων του ζωγράφου ( όπως και όλες οι αφηγήσεις των γονιών του ) , γεγονός που ερμηνεύεται μάλλον από την εξάντληση των προσωπικών του βιωματικών εμπειριών , ήδη καταγραμμένων νωρίτερα . Πρώτη τέτοια αναφορά συναντούμε στο 5ο τετράδιο σελίδα 12 , β’ παράγραφος .

Ο ζωγράφος με λιτό τρόπο μνημονεύει στοιχεία της ντοπιολαλιάς στην περιοχή του Βόλου και του Πηλίου :

« Εκίνα τα χρόνια ι Πιλιορίτες άμα θα λα πούν ο Γιάνης , έλεγαν η γιάνς , η Αντόνς , η Κώστας . Αντή για όμικρον βάζαν η θιλικό . Επίσης και η γινέκες δεν άκουγες το ατομικό τους όνομα αλά του ανδρός της κυρά Γιάνενα, κυρά Νικόλενα , κυρά Γιώργενα και λιπά. Τα ηκόσιτα ζώα , μουλάρια , γαϊδούρια γίδες , προβατίνες τα λέγαν : τα πράματα . Τα μπαούλα τα λέγαν σεπέτια , όπως οι τρικεριότες το καζάνι , το έλεγαν κακάβλη . Απλός κόσμος αθόος , έλεγες χαρά στον κόσμο».
Η νοσταλγία για την απλότητα και την αθωότητα των περασμένων εποχών συναντιέται συχνά στις αφηγήσεις του Ν. Χριστόπουλου .

Λίγο πιο κάτω (5ο τετράδιο , σελ 17 ) ο ζωγράφος συνεχίζει με κάποιες περίεργες συνήθεις επί τουρκοκρατίας που διατηρούνταν ως τα τέλη περίπου του 19ου αιώνα :

«Εκίνα τα χρόνια όταν ήταν τούρκικο και ήστερα από την απελευθεύρωση μερικά χρόνια ή περισσότερα χοριάτες δεν τρόγαν κόκκινες ντομάτες ούτε μαύρα ψάρια ροφούς ,στύρες ζμέρνες κε όσα ήταν μαύρα . Επίσης δεν τρόγαν πισινό κρέας το λέγαν κλασμένο . Επίσης πολη γέρη δεν πλέναν τα φέσια για ναινε γουρλίδικα».
Πράγματι περίεργες συμπεριφορές !

Επανακάμπτει ο Χριστόπουλος στο ζήτημα της τοπικής διαλέκτου με τους χαρακτηριστικούς ,ιδιωματισμούς , επαναλαμβάνοντας ορισμένα στοιχεία από την πρώτη περικοπή που αναφέρουμε σήμερα .

Επεκτείνεται όμως και στο χώρο των ενδυματολογικών συνηθειών των κατοίκων του Πηλίου επισημαίνοντας ότι η πληροφόρηση οφείλεται σε μνήμες της μητέρας του αλλά και σε κάποιες δικές του εμπειρίες :

‘’ Εκίνα τα χρόνια επί τουρκοκρατίας και μετά απελευθέρωση σχεδόν όλη οι πιλιορίτες ήχαν δική τους γλόσα και ομοιόμορφη φορεσιά , την ιστορική βράκα και το φεσάκι που ήταν λεβεντιά . Τους άνδρες τους ήχαν θυλικό όνομα , η γιάνς , η γιώργος , η Αντώνς η Δημήτρς και λιπά . Όταν ήθελαν να ανέβουν σε κανένα ανήφορο λέγαν : Αντε αποδό κι σαπαν θελμε γουμαρ . Επίσης και η γινέκες , τις παντρεμένες τις λέγαν με το όνομα του σιζιγου της, δηλαδή η γιάνενα , η Αντόνενα , η θανάσενα και λιπά. Τα κορίτσια πάλη ήταν ουδέτερα και λέγαν του Κιρατσό , του Κατερινιό το Λενιό και λιπά . Από φορεσιά όμως ήταν θαύμα όταν άλαζαν με την όμορφη πιλιορίτικη φορεσιά και το ιστορικό Καλιμκερή λιγάκι σταβά ήταν θαύμα λεβεντιάς και ομορφιάς . Αν πης από οικονόμες ήταν οι πρότες . Με ένα ζευγάρη παπούτσια που παντρέβονταν τάχαν μέχρη τα γεράματα θα λα τα φορέσουν όταν πίγεναν στην εκλησία και ήστερα θα λα τα γιαλίσουν και τα βάζαν στα σεπέτια , όπως λέγαν τα μπαούλα . Αυτά τάφτασα εγώ αλά μας τάλεγε η μακαρίτισα η μάνα μου γιατή ήταν και εκείνη πιλιορίτισα . Ετση ζούσε ο παλιός ο κόσμος γιαυτό δεν ξέραν τη θα πη φτόχια’’ (6ο τετράδιο , σελίδα 25)

Τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του δείχνουν να ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τον Ν. Χριστόπουλο , όπως φαίνεται από τις δικές του σχετικές γραφές .

Με κεντρικό ‘’πληροφοριοδότη ‘’ πάλι την πηλιορείτισα μητέρα του καταθέτει ορισμένες παραδοσιακές συνήθειες , υπερθεματίζοντας την προσοχή που δίνονταν σε ζητήματα ηθικής :

«Στα παλιά τα χρόνια όταν θα λα χορέψουν η πιλιορίτισες δεν επιτρεπονταν να πιάσουν ανδρικό χέρη . Βγάζαν το μαντίλι τους και του δίναν την άκρια. Τη μία άκρια η γινέκα και την άλη άκρια ο άνδρας . Και πάλη με τη συγκατάθεση του σιζίγου της . Και όταν τελίονε ο χορός θα λα καθίσουν χόρια η άνδρες , χόρια η γινέκες κε δεν επιτρέπονταν να μιλίσουν άνδρας με ξένη γινέκα , ούτε γινέκα με ξένο άνδρα . Ησυχία και τιμιότητα μεγάλη»( 7ο τετράδιο σελ 7 )

Και συνεχίζει στην ίδια σελίδα ο Χριστόπουλος με μία λεπτομερή περιγραφή της τιμωρίας της διαπόμπευσης , με αισθήματα μάλλον συμπάθειας προς την προπηλακιζόμενη γυναίκα:

«Να φίλαγε ο θεός να μην πιάναν κανένα παράνομο ζευγάρι . Έπευτε πάνω στην παραστρατημένη γυναίκα όλο το χοριό , προπαντός η άλες γυνέκες . Την πιάναν την κακομίρα και την βάζαν ανάποδα απάνο σ’ έναν γάιδαρο , διλαδή το κεφάλι της προς το πισινό του γαιδάρου και θα λα της κρεμάσουν σε όλο της το σόμα σκορδοουρές , κρεμιδοουρές κουδούνια και ότη βάζης με το νού σου και τη γιρίζανε όλο το χωριό . Αλη τη βρίζαν , άλη τη φτούσαν , προπαντός οι γινέκες που γίνονταν χάλια η κακομίρα . Αυτά γινόνταν εκίνα τα χρόνια και ήταν μεγάλη τιμιότητα . Και λέγαν η ξένη χαρά στον τόπο μας».

ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΕΘΙΜΩΝ

Το πραγματικό ενδιαφέρον του Χριστόπουλου για τις παραδόσεις του τόπου μας αποδεικνύεται και από το επόμενο κείμενο στο οποίο καταθέτει ήθη και έθιμα του Νοτίου Πηλίου , όπως του τα αφηγούνταν τεχνίτες ναυπηγοί από το Λαύκο και το Τρίκερι που εργάζονταν μαζί του στο ναυπηγείο στα Πευκάκια του Βόλου .

Υπερθεματίζει και εδώ τα χρηστά ήθη παλιότερων εποχών που διαμόρφωναν μια κοινωνία διαφορετική χωρίς ηθικές παρεκτροπές :

«Τόρα θα γράψο μερικά έθιμα του Λαύκου και των Τρικκέρων γιατί μου τάλεγαν παλαιοί μαστόροι που δούλευαν στον ταρσανά μας . Όταν θα ξενιτευτεί ο άνδρας , η γινέκα θα λα φορέση πουκάμισο και μαντίλη στο κεφάλη . Σημίο ότι λίπη ο άδρας της και ούτε θα λα μαγιρέψει , ούτε θα λα πάη σε χορό ή σε πανιγίρη .
Επίσης τα κορίτσια όταν αραβονιάζαν εδέχονταν η γονείς της τον αραβονιαστικό στο σπίτη και επίτρεπαν να κιμάτε στο ίδιο κρεβάτι με την αραβονιαστικιά του αλά στη μέση βάζαν ένα μεγάλο μααξιλάρη ως ήδος πρόχομα. Αλά βάρδα μπένε να μην παραβιάση ο γαμπρός το πρόχομα , διλαδή το μαξιλάρη και πιράξη το κορίτσι και το παρατούσε . Επευτε απάνο του όλο το χοριό και άνδρες και γινέκες και έπρεπε ή να παντρευτή ή να φίγη από το χοριό γιατή ούτε τον μιλούσε κανένας ούτε τον χερετούσε και γίριζε μες το χοριό σαν φάνταζμα και όταν τον αντίκριζαν η γριούλες αρχινούσαν το μιρολόγη που ήταν αδίνατο να σταθή μες το χοριό . Αυτά ήταν τα Άγια παλαιά έθιμα του τόπου μας». ( 7ο τετράδιο , σελίδα 8 ).

Ο Νίκος Χριστόπουλος αναγνωρισμένος , αυτοδίδακτος καλλιτέχνης υπήρξε άτομο με ξεχωριστά πνευματικά ενδιαφέροντα , παρά τα λίγα γράμματα που γνώριζε . Και τούτο βεβαιώνεται και στο σημερινό μας σημείωμα με το ενδιαφέρον που έδειχνε και για την λαϊκή παράδοση του τόπου μας .

Ο ζωγράφος Ν. Χριστόπουλος επι το έργον στα τελευταία χρόνια της ζωής του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ:

Γρηγόρης Καρταπάνης:Κυνηγητικές ιστορίες ~ ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Ν. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Γρηγόρης Καρταπάνης:ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ~ ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Ν.ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Γρηγόρης Καρταπάνης: Ποιήματα από τους Βαλκανικούς πολέμους του λαϊκού ζωγράφου Νίκου Χριστόποπουλου

Γρηγόρης Καρταπάνης: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Ν. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου