Της Εύας Λόλιου
Ολάκερη τη νύχτα τραγουδούσε τούτο τον απλό σκοπό
περπατώντας στο πλωτό φεγγάρι
πα ραμ, πα ραμ, πα ραμ..
Κι ο σκύλος τον ακολουθούσε με τ’ αυτιά του τεντωμένα
τ’ αργυρά μουστάκια, την γλώσσα του μαλαματένια
που ’γλειφε χρυσά τα βήματα
και τραγουδούσε
πα ραμ, πα ραμ ,πα ραμ..
Κι όλα τα φώτα τ’ ουρανού
θαρρείς κι ήταν μεθυσμένα
έγειραν προς το νοτιά
να γυμνωθούν απ’ τα στιλπνά παλτά
τραγουδώντας περήφανα ξωπίσω του
που ’χαν κορμιά ολόδικα τους ασημένια,
πα ραμ ,πα ραμ, πα ραμ..
Κι ήλθαν παρέα μάγισσες πηδώντας απ’ τις στέγες
απ’ των δέντρων τα ψηλά κλαριά τριζόνια
και τους βατράχους στους κόρφους τους
να τραγουδούν
πα ραμ, πα ραμ, πα ραμ..
Κι έτσι απ’ την τόση αγάπη
που ’λθε ποιητής ελαφροΐσκιωτος
μ’ ένα στίχο να γυαλίσει πιότερο την νύχτα
σκόρπισε στις κάμαρες ο ουρανός την γλύκα του
απλώνοντας γαλάζια παραθύρια στα σκοτεινά τους σπίτια.
Πριν τραγουδήσει τους δρόμους εκεί ψηλά,
της ψυχής ολόγιομο φεγγάρι να νιώσουν στην καρδιά
πόσο χλωμά μοιάζαν τ’ αστέρια..