ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Ο άγγελος που έπεσε απ’ τον ουρανό!»

ο-άγγελος-που-έπεσε-απ-τον-ουρανό-858115

Της Εύας Λόλιου

Φύσηξε ο αγέρας τόσο δυνατά που έφερε όλα τα δέντρα του βουνού έξω απ’ το παραθύρι.

Χτυπούσαν τα τζάμια τρομαγμένα να τους ανοίξω για να μπουν και να φωλιάσουν πάνω απ’ το κεφάλι μου με τα κλαριά τους.

Τυλίχτηκα με την κουβέρτα κι έκρυψα το πρόσωπό μου για λίγο, μα ύστερα ντράπηκα που ήμουν τόσο δειλή και βγήκα έξω στον δρόμο να δω τι γίνονταν στο κόσμο.

Στον ουρανό έτρεχαν σαν άλογά τα σύννεφα, μαύρα και κακιασμένα κι έβγαζαν απ’ τις οπλές τους αστραπές γυαλίζοντας μ’ ένα σκληρό φως τα χόρτα με τα αγριολούλουδα που έκλειναν τρομαγμένα τα πέταλά τους.

Κι έμοιαζε λες κι ήταν πάνω σε κάρο όλη η πλαγιά φορτωμένη με σκοτάδια, κυλούσαν οι ρόδες τόσο γρήγορα που τα λουλούδια έπεφταν λιπόθυμα στο δρόμο.

Κάποια χώνονταν ανάμεσα στα δάχτυλά των ποδιών μου κι άλλα ανέβαιναν προς τα πάνω στους κόρφους μου, να βρουν ένα απάγκιο για να ζήσουν.

Τα παραμέριζα με τα χέρια μου, λύπη και λόγο δεν είχα για το θέλημα του Θεού να φύγουν τόσο νωρίς με τα κάρα που ήλθε ο Χειμώνας…

Μεγάλες σταγόνες, παχουλές σαν φουντούκια βγάζαν μικρές κραυγές πάνω στο χώμα και μύριζε η βροχή που έσταζε στα σκουπίδια του αναποδογυρισμένου κάδου απ’ την μεγάλη ταραχή στα σκορπισμένα χαλίκια.

Πλησίασα να δω από ποιο αντικείμενο έβγαινε αυτή η άσχημη μυρωδιά και δε πίστευα στα μάτια μου σαν αντίκρισα μια μικρή παλάμη ανάμεσα στις μαύρες σακούλες.

«Έλα Χριστέ και Παναγιά μου! » αναφώνησα και κοίταξα τριγύρω μου τα σπίτια που ’χαν καλά μανταλωμένα τα παντζούρια.

Μου ήλθε μια αηδία τόση που γύρισαν τα σπλάχνα μου κι άρχισα να ξερνοβολώ τα σωθικά μου.

« Μα ποιος κακούργος , ποια μάνα, ποιος πατέρας! » φώναζα, καθώς ξεχώριζα το νεκρό κορμάκι απ’ τα σκουπίδια.

Τ’ άφησα στη βροχή που δυνάμωνε να ξεκαθαρίσει την εικόνα απ’ τα ματωμένα αυλάκια τ’ ουρανού μαζί με τις μαύρες καρότσες που ’φταναν στο τέλος του χωριού ..

Δεν ήταν ακριβώς άνθρωπος κι έσκυψα να δω καλύτερα..

Μικρά φτερά έβγαιναν απ΄ τα πλευρά του κι είχαν κολλημένα πάνω τους θαμπές κλωστές, σαν από κουρελιασμένο ύφασμα που αφέθηκε χρόνια πολλά να το στροβιλίζουν οι άνεμοι και τα χιόνια.

Στο πρόσωπο δεν είχε μύτη και στόμα, μα στο κέντρο ακριβώς δυο μεγάλα μάτια κολλημένα το ’να με τ’ άλλο.

Τα δάχτυλά των ποδιών του ήταν μόνο τρία κι είχαν γαμψά νύχια σαν άγριου πουλιού…

Γονάτισα κι άρχισα να κλαίω.

Ήταν αλήθεια ένας μικρός άγγελος αυτός που κείτονταν μπρος μου!

Τον πήρα αγκαλιά και μπήκα βιαστικά στο σπίτι να καθαρίσω την βρωμιά απ’ το στέρνο και τα μαλλιά του.

Γέμισα νερό τη σκάφη αφήνοντας τον εύθραυστο σαν πεταλούδα να επιπλέει.

Ύστερα τον τύλιξα στη κουβέρτα προσεχτικά, χαϊδεύοντας τα χεράκια του και φιλώντας με τα δάκρυά μου τ’ ωχρό του πρόσωπο.

Πρέπει να είχα αποκοιμηθεί με τον άγγελο για να νιώθω τους χτύπους της καρδιάς του μέχρι που ξύπνησα με το πρόσωπό μου ακουμπισμένο στο τζάμι.

Τα βλέφαρά μου πρησμένα απ’ το κλάμα ήταν κολλημένα μεταξύ τους και βόγγηξα καθώς προσπάθησα να τα ξεχωρίσω.

Τότε ήταν που με είδα ’κει έξω στον δρόμο μαζί του.

Με χαιρετούσε ψηλώνοντας προς το φως που χύνονταν από μια μεγάλη τρύπα στα σύννεφα.

Άστραψε σαν χρυσό γράμμα ολάκερο το χωριό!

Μου φάνηκε πως ήταν μήνυμα απ’ τον Θεό που χάρηκε κι ένιωσα μέσα μου την ευσπλαχνία του παραδείσου ν’ αγγίζει την ψυχή μου.

Ο ουρανός άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του με μια ανάσα που πάγωσε την βρεγμένη μου πλάτη.

Πήρε τον άγγελο μαζί του φεγγίζοντας το θαμπό φεγγάρι κι όλα τ’ αστέρια..

Απ’ έξω έλειπαν τα κλαριά..

Γύρισαν τα βουνά στην θέση τους με τους υπόλοιπους αγγέλους να τιτιβίζουν χαρούμενοι στα μεγάλα ξέφωτα και νόμισα πως ξημέρωσε στον κόσμο παντοτινά η άνοιξη…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου