ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μια Παιδική Πασχαλιά

μια-παιδική-πασχαλιά-904927

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Ηταν μια παιδική Πασχαλιά στο Συκούριο, γεμάτη φως τής Ανάστασης, που μπήκε ανεμπόδιστα στο αθάνατο σπιτάκι τής ψυχής μας.

Ο θείος Τάκης άναψε τη φωτιά. Τα ξύλα τριζοβολούσαν, καθώς καίγονταν. Εμείς μέναμε σιωπηλοί, σχεδόν συνεπαρμένοι, κοιτάζοντας τις φλόγες, που έπαιζαν το αινιγματικό παιχνίδι τους. Η γιαγιά Ζωή, που τη βάραιναν πια τα χρόνια, έφερε αναψυκτικά και παγόνερο, περπατώντας με κινήσεις χωρίς ρυθμό.

Όλοι, στη θράκα γύρω, λαχταρούσαμε να ροδίσει το ερίφιο, γιατί θέριζε τα σπλάχνα μας η πείνα. Η γιαγιά Ζωή είχε ξεφουρνίσει τα πασχαλινά κουλουράκια, όταν η μέρα είχε ακόμα τα βλέφαρα κλειστά. Το τραπέζι γέμισε μ’ όλα τα καλά τού Θεού…

Ωστόσο, για παρηγοριά, τσιμπούσαμε, σαν πουλάρια στο σταύλο, ό,τι βρίσκαμε! Αισθανόμασταν πως η Ανάσταση του Χριστού μάς το χρωστούσε και, ξαφνικά, ανθοβολούσαν μέσα μας νέες δυνάμεις. Σιγά σιγά μάλιστα γινόταν μες στη ζωή μας μια κίνηση (και μια συγκίνηση), από κείνες τις απροσδιόριστες κινήσεις τού βυθού, που δεν ειδοποιούν την επιφάνεια…

Γελούσαν οι συγκρασίτες κι αρπαχτά αρχίσανε να διαμοιράζουνε το ερίφιο. Μουσική, φωνές, χαρές, χορός, όλα γίνανε μεμιάς ένα! Κράτησε πολλή ώρα το ξεφάντωμα.

Το δειλινό δεν έλεγε να σβήσει. Γλύκα πολλή και αμεριμνησία είχαν κουκουλώσει το σπίτι. Οι καρδιές μας σαν νυχτοπούλια σηκωθήκαν. Κι όσο τραγουδούσαμε και χορεύαμε, τόσο γίνονταν η ζωή στο νου σαν παραμύθι. Θέλαμε να συνεχιστεί το ολάνθιστο γέλιο μας, που έπλεε με το αεράκι τής νύχτας, που ήρθε, κάτω από την κορυφή τού Κισάβου. Ώρες γλυκές, φωνές χαρούμενες, πρόσωπα φωτεινά. Οι πασχαλιές, μέσα στον κήπο τής γιαγιάς Ζωής, μοσχοβολούσαν. Τ’ αστέρια παιχνίδιζαν στον ουρανό και κρυφοχαμηλώναν, να δουν στη γη τις έξι σπίθες, έτοιμες ν’ απλώσουνε στον άνεμο φτερούγες.

Τίποτα, τελικά, δεν έλειπε που να μην κάνει εκείνη την Πασχαλιά μία από τις ωραιότερες της ζωής μας. Χαιρόμασταν που ήμασταν παιδιά, με αίμα ζεστό, με μάτια φεγγερά, με άπληστη καρδιά… Τα παιδικά εκείνα χρόνια δίναν το παρόν στο πρώτο μύρο, στο πρώτο σκίρτημα της καρδιάς, στο πρώτο κελάηδισμα πουλιού. Γύρω μας, φρένιαζε ένας καιρός για όμορφες αταξίες, για όνειρα, – ένας καιρός που υπόσχονταν την αγάπη!

Έξι ζωηρά τριαντάφυλλα στο Συκούριο, στολίδια τής παιδικής εκείνης άνοιξης, λουσμένα στο φως τής Πασχαλιάς. Τώρα, αρχίσανε πια να χάνουνε το χρώμα τους και το άρωμά τους. Έφτασε το φθινόπωρο, ήρθε η φθίση, η φθορά. Και δεν θυμούνται ούτε μια στιγμή που να ‘χουν ξεχάσει εκείνη την Πασχαλιά, αλλά κι όλες τις άλλες, που οι ίδιοι μεταμόρφωσαν το φως τους σε άσπλαχνο μαστίγιο, με το οποίο μπόρεσαν και μέρωσαν πολλά θεριά στη ζωή τους…

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου