ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Συνέβη και αυτό μετά την Ανάσταση του Θεανθρώπου…

συνέβη-και-αυτό-μετά-την-ανάσταση-του-θ-904933

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή, [email protected]

Αγιο Πάσχα σήμερα αγαπητοί αναγνώστες και «νυνί Χριστός ηγέρθη». Με αφορμή τη χαρμόσυνη αναγγελία, θα τολμήσω να σας παρουσιάσω αποσπάσματα από τη μυθοπλασία-ιστορία «Το κατά Πιλάτον Ευαγγέλιον», του Γερμανού συγγραφέα Eric-Emmanouel Schmitt, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2001 από τις Εκδόσεις «Περίπλους». Ουσιαστικά, θα αναφερθώ σε ένα φανταστικό συμβάν ανήκουστο, που, δήθεν, έλαβε χώρα μετά την Ανάσταση του Χριστού, έτσι όπως το περιγράφει σε μια από τις πολλές επιστολές του ο Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, προς τον αδελφό του Τίτο, στη Ρώμη.

Ο μυθοπλάστης Schmitt, περιγράφει τον Πιλάτο με σπάνιο χιούμορ, αλλά και αναστατωμένον, επειδή πριν από λίγο έχει πληροφορηθεί την εξαφάνιση, από τον τάφο, του σώματος «του… μάγου Ιησού». Κόντεψε να τρελαθεί εκείνο το πρωινό, μόλις έμαθε το νέο, ότι «Το σώμα εξαφανίστηκε». Κάλεσε τη φρουρά και άρχισε την… αναζήτηση της σορού του Ιησού, διότι πίστευε ότι εκλάπη από τους οπαδούς του! Από τους πρώτους που ανακρίθηκαν ήταν οι μαθητές και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας.

«Οι ώρες είναι εξοντωτικές», τονίζει στην επιστολή προς τον αδελφό του, «μια πραγματικότητα, που αντιστέκεται στη λογική». Ωστόσο, και παρά τον… παραλογισμό των ημερών, δεν παραλείπει σε επόμενο γράμμα του να αναφερθεί στην Κλαυδία, τη σύζυγό του, την οποία εκθειάζει, γιατί «έχει φέρει στα πιο μακρινά βάθη της Παλαιστίνης τις εκλεπτυσμένες συνήθειες της Ρώμης». Οργανώνει «βραδιές που θυμίζουν τις λαμπερές, μεθυστικές νύχτες ανάμεσα στον Τίβερη και τ’ αστέρια, οι οποίες σου δίνουν την εντύπωση πως βρίσκεσαι στο κέντρο του κόσμου και σε κάνουν ν’ αγαπάς αφάνταστα τη Ρώμη».

«Χτες βράδυ…, η Κλαυδία οργάνωσε ή μάλλον αυτοσχεδίασε μιαν από κείνες τις συγκεντρώσεις, που το μυστικό της επιτυχίας τους το γνωρίζει τόσο καλά. Ο κάθε καλεσμένος νιώθει σαν να ’ναι το τιμώμενο πρόσωπο. Το κάθε έδεσμα διαφορετικό. Κάθε συζήτηση μοιάζει πνευματώδης… Η οικοδέσποινα ξέρει να κολακεύει τον καθένα ξεχωριστά»… Η Κλαυδία «έβγαλε τη ζωή μου απ’ τις βαλτωμένες τάφρους της αναγκαιότητας και μου έδωσε να γευτώ άπειρες εξεζητημένες ηδονές κοσμικής αβρότητας».

Στην ίδια επιστολή, ο Πιλάτος, ενημερώνοντας τον Τίτο, αναφέρεται σε λεπτομέρειες, που σχετίζονται έμμεσα, όμως, με το γεγονός που άλλαξε τον κόσμο: «…Χτες βράδυ είχαμε καλεσμένους τους πιο πνευματώδεις και διασκεδαστικούς ανθρώπους της Ιερουσαλήμ: Εναν φαλακρό ποιητή, τον Μάρκελλο, έναν Ελληνα ιστορικό, τον Φιλόκαιρο, έναν έμπορο από την Κρήτη, έναν Μαλτέζο τραπεζίτη, έναν οπλοποιό απ’ τη Μασσαλία και, τέλος, τον ξάδερφο της Κλαυδίας, τον Φαβιανό».

Ο τελευταίος «είναι πάμπλουτος και διεφθαρμένος… γυναικάς… Είναι τόσο όμορφος, που δυσκολεύεται κανείς να μείνει στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Οι γυναίκες νιώθουν άβολα… επειδή είναι πανέμορφος. Οι άντρες νιώθουν και αυτοί άβολα… επειδή είναι πανέμορφος. Οι πρώτες, δίχως να το θέλουν, βλέπουν στο πρόσωπό του τον ιδανικό εραστή. Οι δεύτεροι, πάλι δίχως να το θέλουν, τον πιο επικίνδυνο αντίζηλο»…

«Μιλούσαμε για τον εορτασμό του Πάσχα: «Και οι Εβραίοι τι ζώα σκοτώνουν για το Πάσχα;», ρώτησε ο Φαβιανός. «Αρνιά», του αποκρίθηκα εγώ. «Οχι, τ’ αρνιά δεν τους αρκούν. Φέτος έπρεπε να θυσιάσουν κι έναν άνθρωπο»! Την απάντηση την έδωσε ο Μαλτέζος και όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν μ’ έκπληξη. Ενώ μασούσε… εξήγησε… ότι οι Εβραίοι είχαν φέτος ανάγκη να θυσιάσουν κι έναν δικό τους, έναν αιρετικό Ραβί».

Η Κλαυδία χλόμιασε ανεπαίσθητα, μόλις άκουσε για τον «αιρετικό» Ραβί και για να αλλάξει η συζήτηση απευθύνθηκε στον εξάδελφό της: «Φαβιανέ, ποιος καλός άνεμος σε φέρνει στην Ιερουσαλήμ»; «Δεν πρόκειται να με πιστέψετε. Ταξίδεψα ως εδώ, με σκοπό…». «Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει την κουβέντα του… Τρεις δούλοι μου όρμησαν στην αίθουσα… Πίσω τους, αφρίζοντας απ’ το κακό του, εμφανίστηκε ένας άντρας ψηλός…, ξεμαλλιασμένος, τριχωτός και ρακένδυτος και κράδαινε απειλητικά ένα ραβδί. «Πιλάτε! Πες στους δούλους να δείχνουν λίγο περισσότερο σεβασμό στη φιλοσοφία»!

«Στο πρόσωπο του αγριανθρώπου, αδερφέ μου, αναγνώρισα τον… αγαπημένο μας Κρατέριο, εκείνον, που είχαμε παιδαγωγό, στη Ρώμη. «Πρέπει να μορφώσεις το προσωπικό σου Πιλάτε. Μάθε στ’ ακαδημαϊκά αυτά σκουλήκια ότι η αξία ενός ανθρώπου αναγνωρίζεται απ’ το γεγονός και μόνο ότι είναι άνθρωπος, κι όχι απ’ το ύψος της πίστωσης που του κάνει ο ράφτης του!…». Σύστησα χαρούμενος τον Κρατέριο στους καλεσμένους και εξήγησα πως ήταν κυνικός φιλόσοφος, μαθητής του Διογένη. Η έκφραση στα πρόσωπα όλων χαλάρωσε κάπως».

«Μήπως πεινάς;». «Λες να ερχόμουν αν δεν πεινούσα;» «Η Κλαυδία διασκέδαζε με την απλάνιστη αγριάδα» του κυνικού, ο οποίος, «Φέρτε φαγητό», διέταξε. «Και όχι ψημένο, παρακαλώ. Ωμό κρέας και ωμά λαχανικά». «Ο Φιλόκαιρος, ο Αθηναίος ιστορικός… δεν άντεχε τις προκλητικές αυτές παρεκτροπές…, σταμάτησε τους δούλους μ’ ένα νεύμα του χεριού του κι έτεινε στον Κρατέριο μια γαβάθα με τα αποφάγια του».

«Αφού οι κυνικοί φιλόσοφοι», είπε, «έχουν ιδανικό τους τη σκυλίσια ζωή, τους αρκούν μερικά κόκαλα για ροκάνισμα», «και με μια αλαζονική χειρονομία, του πέταξε στα πόδια τη γαβάθα… Με απόλυτη ψυχραιμία, ο Κρατέριος πλησίασε τον ιστορικό και: «Δίκιο έχεις», μουρμούρησε. Γονάτισε, οσμίστηκε τα κόκαλα και κούνησε τον πισινό του σε ένδειξη ικανοποίησης! Υστερα, σηκώθηκε όρθιος μπροστά στον ιστορικό, ψαχούλεψε μες στα κουρέλια του, έβγαλε έξω τ’ όργανό του και με τη μεγαλύτερη άνεση και φυσικότητα… βάλθηκε να κατουράει πάνω στον Φιλόκαιρο»!

«Ολοι μας πετρωμένοι, αδελφέ μου, ακούγαμε το ατέλειωτο σιντριβάνι που λέρωνε το χιτώνα, την κοιλιά και τα πόδια του αποσβολωμένου ομοτράπεζου. Ο Κρατέριος ουρούσε με δύναμη, δίχως να σταματάει, ενώ το πρόσωπό του ημέρευε καθώς η κύστη του ξαλάφρωνε. Οταν τελείωσε, τίναξε τ’ όργανό του, το ξανάβαλε στη θέση του και στράφηκε στον ιστορικό: «Αφού με θεωρείς σκυλί, σαν σκυλί κι εγώ πρέπει να συμπεριφέρομαι». Επειτα ξάπλωσε στο ανάκλιντρο κι άρχισε να τρώει με τα χέρια το φαγητό που του έφεραν οι δούλοι…».

Αγαπητοί φίλοι, η περιφρονητική έπαρση, η οίηση, έχει και το κόστος της. Χριστός Ανέστη, Χρόνια Πολλά.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου