ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η παρουσίαση του Σίμωνα Βεκρή του στρατιωτικού βίου του Γεωργίου Διαμαντάκου, πατέρα του Νίκου και Γιάννη Διαμαντάκου

η-παρουσίαση-του-σίμωνα-βεκρή-του-στρα-905917

Του Χρήστου Μαυρομμάτη

Αν δεν με εξέπληττε η πνευματώδης ιδιοφυΐα του και το καθημερινό ημερολόγιο ενός εγγράμματου Ζαγοριανού στρατιώτη την περίοδο, μάλιστα των επαναστατικών κινημάτων στον Ελληνικό στρατό1912-1920, δεν θα ασχολούμασταν με τα σπουδαία δύο τετράδια, που ανακάλυψε η κόρη του Νίκου Διαμαντάκου, Κατερίνα, Πανεπιστημιακός και το οποίο έδωσε στον Σίμωνα Βεκρή και ανέδειξε την ιστορική τους αξία και πνευματική διαύγεια, του στρατιώτη, επί 4 χρόνια 1916-1920, που έβγαλε το παλιό Σχολαρχείο της χώρας μας και την πρώτη τάξη του Γυμνασίου του Βόλου.

Θα εκπλαγείτε και σεις με την λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων του στρατού εκείνης της εποχής, που ο στρατιώτης Γεώργιος Διαμαντάκος υπηρέτησε, ως λογιστής, σισιτιάρχης, τραυματιοφορέας και αναρωτιόμαστε, που εύρισκε το χρόνο να περιγράφει τόσο λεπτομερώς τα συμβάντα σε Κεφάλαια καθημερινά και σε ώρες μάλιστα και φαίνεται ότι γνώριζε τα πάντα. Απόσπασμα τμήματος μιας ημέρας του ημερολογίου του είναι το παρακάτω:

«Εντός της χαραδρούλας της καλουμένης χαράδρα Ντουνέ, εμείναμε μέχρι της 3ηςώρας μ.μ. Πολλοί εξ ημών κατάκοποι εκ της πορείας, αποκοιμήθησαν. Άλλοι ήρχισαν να τρώγουν την κονσερβίτσα των και την γαλέτα. Αναμέναμε την δράσιν του Αγγλικού πυροβολικού, αλλά δυστυχώς μόνο τα κανονάκια της ΚΙ Μοίρας αραιά-αραιά βάλλουν. Τουναντίον το Βουλγαρικό πυροβολικόν ενισχύεται… 21. Εις την χαράδραν, την πρωτοβουλία του ιατρού κ. Γκιωνάκη, διετάχθη παρά του ταγματάρχου να γίνει σταθμός επιδέσεως. Είχον παραμείνει εγώ, ο ιατρός και τρεις τραυματιοφορείς, Ζούνος, Λεγάκης και Ξυδάκης. Οι λοιποί τραυματιοφορείς είχον αποσταλεί εις τους λόχους. Τα πολυβόλα τεθέντα εις θέσιν βολής έτοιμα προς δράσιν. Αναμένομεν το σύνθημα της γενικής επιθέσεως. 22. Η εξόρμηση εκ της χαράδρας Ντουνέ έγινετην 3ην ώραν μ.μ. Δια της γραφίδος είναι αδύνατον να περιγραφεί, τι επακολούθησε. Οι μαραθωνομάχοι του 29ου, με εφ’ όπλου λόγχην, φωνάζοντες αέρα, ώρμησαν ως λέοντες κατά των εχθρικών χαρακωμάτων. Τα κύματα της εφόδου, διεσπάρησαν ανά τον απέραντον εκείνον κάμπον. Τα πολυβόλα εκατέρωθεν βάλλουν βολήν θεριστικήν. Φοβερά. Γίνεται μονομαχία πυροβολικού. Οι φαντάροι μας αψηφούσαν πάσαν θυσίαν, προχωρούν εν τω μέσω των διασταυρουμένων πλευρικών πυρών του εχθρού. Και αρχίζει πλέον η φοβερά αιματοχυσία, αρχίζει πλέον το μακελειό. Άφθονον ρέει το αίμα εις τον απέραντον κάμπον. Τραυματίζεται ελαφρώς ο Διοικητής του Συντάγματος. Τραυματίζεται εις την κοιλίαν ο ταγματάρχης Ολύμπιος σοβαρώς και αποσύρεται. Πίπτει νεκρός ο λοχαγός του 1ου λόχου Σταθόπουλος. Πίπτει ο ανθυπολαχαγός του 3ου λόχου Αποστολόπουλος. Τραυματίζεται και πάλιν ο λοχαγός Χατχηζαφειρίου. Ο κάμπος πληρούται νεκρών και τραυματιών. Και ο αγών εξακολουθεί ερρωμένως εις το πεδίον της τιμής».

Καταπληκτικές περιγραφές σ’ όλα τα κεφάλαια των δύο τετραδίων. Αλλά εκείνο που μας άφησε άφωνους, είναι οι φανταστική του δημιουργία για την πάλη των πνευματικών αξιών μεταξύ τους, του γέρο Σκρά, προφανώς του υψώματος που έγινε ο τάφος και οι ανακαταλήψεις του υψώματος ΣΚΡΑ, Ελλήνων και Βουλγάρων και η θυσία πολλών στρατιωτών. Η πνευματώδης περιγραφή της διαμάχης, του Θανάτου και του Άδη, αλλά και τα βουνά, η ψυχή, το κανόνι, η οβίδα, σε έμμετρο στίχο σε 50 σελίδες, για να αποκαλυφθεί η συγκροτημένη αντίληψη του στρατιώτη, όπου φαίνεται πως διατυπώθηκαν τα γεγονότα, που μας άφησαν άναυδους. Παραθέτουμε ελάχιστα από τις 20 αυτές σελίδες:

ΨΥΧΗ: Γιατί μωρέ κανόνι μου με τις ψυχές τα βάζεις;… τι σούφταιξαν οι δύστυχες, γιατί ωχιά δεν σωπάζεις; Ο άπιστος αφέντης Σου θα σ’ έχει ωρμηνεύσει. Και την ορμή σου επάνω μας όλη την έχεις στρέψει;… Για μίλα μας κανόνι μου, το τι καταλαβαίνεις… Όταν κτυπάς αλύπητα και ταις οβίδες σπέρνεις… Τι κέρδος έχεις άραγε, όταν σ’ τον Άδη στέλνεις, εκατομμύρια νεκρούς; Γιατί δεν συντυχαίνεις;

ΚΑΝΟΝΙ: Για στάσου λίγο όμορφη, κοπέλα λυγερή μου.. Και μην προσβάλεις την τιμή και την υπόληψή μου, .. φονιάς ουδέποτε να πης πως είμαι θέλω… Ουτ΄αιμοβόρος τύραννος, τ’ όνομα μόνον φέρω…

ΟΒΙΔΑ: Μ’ αφήτε με κ’ με να πω, τη γνώμη τη δική μου, τα λόγια αυτά προσβάλουνε την άσπιλη τιμή μου. Ημείς ψυχή αν κάνουμε, όπως εσύ μας λέγεις. Κάλλιο να πεθάνουμε και πρέπει να προσέχεις…

ΝΕΚΡΟΣ: Φθάνει ψυχή μου κλείσε πχια τ’ αγγελικό σου στόμα… να σου διηγηθώ και γω το νεκρικό σου πτώμα, τους μόχθους και τα βάσανα, πούπαθε το κορμί μου, όταν με εγκατέλειπες σ’ το σκοτεινό αμπρί μου. ~ Τα πόδια μου περέλυσαν, τα χέρια κοκαλώσαν, η δύναμίς μου έφυγε, τα μάτια μου θαμπώσαν…

ΣΚΡΑΣ: Τι κρίμα μέγα έκανα τώρα στα γηρατεία. Τι σφάλμα ο ταλαίπωρος και τι παρανομία; Πούνε τ’άνδοξα νιάτα μου, πουν’ η παληκαριά μου; Γιατί μαράζι σκοτεινό φώλιασε στην καρδιά μου; Πχιον άραγε ν’ αδίκεψα, η έβλαψα σ’ τον κόσμο; Γιατί με βρέχει ίδρωτο και θάμβωμα σ’ το φως μου;…

ΘΑΝΑΤΟΣ: Αν γέρο, εζουρλάθηκες η τρέλα σου εμπήκε, αν το μυαλό σου σάλεψε κι απ’ το κρανίο βγήκε, πες μου το να συγχωρώ, έλα στα λογικά σου, γιατί σ’ αρπάζω απ’ τα μαλλιά κι αέρα στα πανιά σου. Συμμάζεψε τη γλώσσα σου, γιατί εγώ στην κόβω, και παραδώσου γρήγορα, δεν λέγω άλλο λόγο…

ΑΔΗΣ: Κακά μαντάτ’ αφέντη μου και λυπηρά συμβάντα, για να σου φέρω έρχομαι. Τι έπαθες; Σταμάτα… Αν τον αφέντη κυνηγούν, το δούλο τι θα κάνουν; Θα τον παλαίσουν, βέβαια και θα τον καταβάλουν. Το παραδέχεσαι αυτό, αυθέντη μου η όχι; Μπορεί ποτέ σ’ τα σπλάχνα του κανείς να κρύψει όφι;

ΕΙΣ ΝΕΚΡΟΣ: Θάνατε κραταιότατε, μη μας υβρίζεις πλέον. Φθάνουν αι τόσαι απειλαί, σ’ το σκοτεινό μας μέλλον. Το αίτιον που ήλθαμε, εδώ όπου μας βλέπεις, ειν’ τα πολλά τα βάσανα που πάντα μας παιδεύεις. Ο θάνατος είναι πικρός, πάντοτε και φρικώδης. Κι’ η κατοικία των νεκρών άβυσσος ερεβώδης. Οι νόμοι σου αυστηροί, η σιδηρά σου βία, αυτή η ευσπλαχνία σου κι ‘ η απανθρωπία, μας ανάγκασαν, θάνατε, αντάρτες να γενούμε, κι απ’ του Άδου πάραυτα τα έγκατα να βγούμε…

ΝΕΚΡΟΙ: Ημείς ψυχούλες είμαστε οστά γεγυμνωμένα. Μα σεις είσατε πνεύματα, όντα εμψυχωμένα. Άφθαρτος μένει η ψυχή, αλλά φθαρτόν το σώμα. Για σας είναι ο ουρανός, για μας το κρύο χώμα. Ελάτε πλησιάσετε ν’ αποχαιρετηθώμεν. Πλησίασαν τοτ’ οι ψυχές, σ’ τους νεκρούς σιμώσαν, τον ύστατο χαιρετισμό σ’ τους προσφιλείς να δώσουν. Φιλιούνται αγγαλιάζονται, αλληλοχαιρετώνται, τον χωρισμόν τους τον σκληρό όλοι τον καταρώνται. Αίφνης ο Μαύρος θάνατος ξιφήρης εφορμάει ανάμεσα σ’ τους σκελετούς, σ’ ταις ψυχές πηδάει. Λυσσά ο αλιτήριος, ωρύεται αφρίζει με βλέμμα απειλητικό προς τους νεκρούς γυρίζει.

ΘΑΝΑΤΟΣ: Στον τόπο αλιτήριοι! Αχρείοι! Που θα πάτε. Τι θέλετε παράνομοι! Του νόμου παραβάται!

Αξίζει να μνημονευτεί αυτή η άγνωστη προσωπικότητα του Γεωργίου Διαμαντάκου, που μας συγκλόνισε. Ιδωμεν.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου