ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Στη Γαλλία δεν το ‘χουν οι δημοσκόποι

στη-γαλλία-δεν-το-χουν-οι-δημοσκόποι-15063

Του Κώστα Πώποτα*

…ούτε και εδώ άλλωστε! Δεν το είδαμε αυτό το ματσάκι, που μας υποσχέθηκαν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές μεταξύ του Μακρόν και της Λεπέν. Υποθέτω ότι οι δημοσκόποι θα είχαν όντως επενδεδυμένα συμφέροντα σε μια τέτοια «στήθος με στήθος» μονομαχία, καθώς θα εισοδηματοποιούσαν, υποθέτω, τους παράλληλους μηχανισμούς επηρεασμού των ψηφοφόρων, που διαθέτουν στον δεύτερο γύρο των εκλογών.

Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά, που λέμε τα ίδια. Στη Γαλλία πριν 20 χρόνια, στις προεδρικές του 2002, οι δημοσκόποι δεν διέγνωσαν την άνοδο του πατρός Λεπέν.

Οι δημοσκοπήσεις είναι φυσικά ένα δευτερεύον ζήτημα στις (γαλλικές προεδρικές) εκλογές, αλλά μόνο τη βραδιά των εκλογών, διότι αυτομάτως την επομένη οι δημοσκοπήσεις δίνουν και παίρνουν και είτε, δυστυχώς, οι ψηφοφόροι τις διαβάζουν και τις εμπιστεύονται, προκειμένου να επηρεαστούν και… να ταχθούν με την πλευρά του νικητή (τάση την οποία αποδίδει ο όρος «χρήσιμη ψήφος» κατά κακή απόδοση του γαλλικού «vote utile»), είτε, ευτυχώς, διασκεδάζουν και εξαπατούν τις εταιρείες δημοσκοπήσεων, διότι οι ψηφοφόροι γνωρίζουν κατά βάθος ότι οι δημοσκόποι δεν διεκδικούν παρά τον ρόλο των «κατασκευαστών συνείδησης ψηφοφόρων». Εντέλει, θα συνειδητοποιήσουν ότι το 2022 έχουμε μία από τα ίδια ουσιαστικά με τις εκλογές του 2017, που μάλιστα όλοι οι κύριοι παίκτες βελτίωσαν τις επιδόσεις τους. Μην ακούτε τις εκτιμήσεις των Ελλήνων «ειδικών», που προβλέπουν σφικτά αποτελέσματα στον δεύτερο γύρο, και τις αερολογίες περί ύπαρξης δεξαμενών ψήφων της ακροδεξιάς, η κάλπη έχει δώσει σημαντικά αποθέματα ψήφων για τον Μακρόν, μόνο το ποσοστό του Μελενσόν – ο οποίος σαφώς εκφράστηκε κατά της Λεπέν, αρκεί για να κλείσει το κεφάλαιο του δεύτερου γύρου – ο οποίος, είναι αλήθεια, θα μπορούσε να είχε εμφανιστεί στον δεύτερο γύρο αν το ποσοστό των άλλων κομμάτων της αριστεράς είχε προστεθεί στο δικό του, κάτι το οποίο δεν θα βόλευε βεβαίως τον Μακρόν, να σημειωθεί ότι το ποσοστό του βελτιώθηκε πολύ περισσότερο από αυτό των άλλων κυρίων υποψηφίων (θα συνιστούσα μάλιστα οι δημοσκόποι/σιογράφοι/σιολόγοι να διαβάζουν τα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών, τα οποία στο γαλλικό υπουργείο Εσωτερικών εμφανίζονται όχι μόνο ως ποσοστό των εκφρασμένων ψήφων, αλλά και ως % των εγγεγραμμένων).

Το κεντρικό ζήτημα παραμένει, βεβαίως, η αίσθηση, που οι γαλλικές εκλογές αφήνουν. Και πριν σαν αλέκτορες λαλήσωμεν, να συγκρατήσουμε ότι οι εκτιμήσεις και οι αναλογίες για άλλες δημοκρατίες θα έχουν μεγαλύτερη αξία, αν περιμένουμε τις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, που διενεργούνται συστηματικά λίγο μετά τις προεδρικές, όπως και το 2017, τον Ιούνιο, φέτος στις 12 και 19 Ιουνίου 2022. Αυτό γιατί δεν πρέπει να χάνουμε από την οπτική μας τις ιδιαιτερότητες του προεδρικού πολιτεύματος στη Γαλλία και των ενισχυμένων αρμοδιοτήτων του προέδρου, παρακολούθημα της άμεσης και καθολικής εκλογής του προέδρου, αντίθετα με τις άλλες προεδρευόμενες (ή και βασιλευόμενες) ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι στην περίπτωση των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία οι πολίτες με την ψήφο τους εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους σε άτομα και στην ικανότητά τους να διαχειρίζονται τα ζητήματα της χώρας και όχι στα κόμματα.

Αν, βεβαίως, κάποιος έχει παρακολουθήσει την προεκλογική εκστρατεία των επιμέρους υποψηφίων, θα έχει διαπιστώσει τη διαφορά μεταξύ πολιτικού προγράμματος και πολιτικής προπαγάνδας. Οι της Λεπέν επικεντρώνουν σε ένα επαναλαμβανόμενο μότο, αυτό των «(κακών) παγκοσμιοποιητικών απέναντι στους (καλούς) εθνικούς», που σε μια έξαρση μίγματος μανιχαισμού, βυζαντινισμού και κλασικού προπαγανδισμού, οι εθνικοί, όρα οι προς Λεπέν ταυτιζόμενοι, είναι οι μόνοι πατριώτες, οι μόνοι που έχουν λύσεις και κυρίως οι δυνατοί, που δεν δέχονται εντολές από την Ευρωπαϊκή Ενωση ή τους Αμερικανούς, δεν παίρνουν θέση βεβαίως για άλλους ισχυρούς του κόσμου, με τους οποίους βεβαίως συμπλέουν. Υποθέτω ότι αυτά τα επιχειρήματα έχουν φτάσει στο ταβάνι της δεξαμενής ψηφοφόρων, που οι Ελληνες ειδικοί διέγνωσαν.

Οι πολιτικοί σχολιαστές στα γαλλικά ΜΜΕ επικεντρώνουν βεβαίως στην κατακρήμνιση των παραδοσιακών κομμάτων. Οντως το ρεπουμπλικανικό κόμμα έχασε τρομακτικό ποσοστό (20,01 το 2017 ο Φιγιόν, έναντι του 4,8 της Πεκρές το 22), γεγονός το οποίο διαπιστώθηκε ήδη το 2017 για να εμφανιστεί με μεγαλύτερη ένταση το 2022. Οντως η παρατήρηση αυτή έχει αρχικώς βάση, όμως όπως ειπώθηκε θα είναι ατελής και πρόωρη χωρίς τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου, καθώς, όταν φτάσει η ώρα, οι ειδικοί μας θα διαπιστώσουν εκ νέου το τρομακτικό ποσοστό αποχής (57,36% το 2017) σε αντίθεση με τις προεδρικές απλά και μόνο γιατί οι Γάλλοι θέλησαν και απαλλάχθηκαν από τις βαρονίες και την οικογενειοκρατία των πολιτικών κομμάτων, κάτι το οποίο προανήγγειλαν και αυτή τη φορά.

Οψόμεθα εις Φιλίππους!

*Ο γράφων εκφράζει προσωπικές απόψεις, που δεν αποτελούν θέσεις του οργάνου, στο οποίο υπηρετεί.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου