ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Η Γυναίκα της Μικρασίας στη λογοτεχνία»

η-γυναίκα-της-μικρασίας-στη-λογοτεχν-114979

Της Ουρανίας Σταματιάδου – Κουτσογιάννη

Το σύντομο αυτό αφιέρωμα στη Γυναίκα της Μικρασίας αποτελεί μικρό φόρο τιμής και αναγνώρισης της ιερής αποστολής της ως μητέρας, τροφού και συζύγου και της κοινωνικής προσφοράς της. Χιλιάδες σελίδες γράφτηκαν από Έλληνες και ξένους συγγραφείς, μέσα από τις οποίες υμνήθηκε σε όλο της το μεγαλείο η γυναίκα της Μικρασίας.

Η γυναίκα η αρχόντισσα, η καλλιεργημένη πνευματικά και ψυχικά, με την πλούσια κοσμική ζωή τόσο στις μεγάλες σάλες των ξενοδοχείων και των «Καφέ», όσο και στις λαϊκές γιορτές και στα πανηγύρια. Η φημισμένη για την ομορφάδα της, την κομψότητα, την πάστρα και την νοικοκυροσύνη της.

Και ύστερα ξαφνικά ο όλεθρος, η καταστροφή, ο ξεριζωμός, η προσφυγιά. Και η περήφανη γυναίκα της Μικρασίας ταπεινωμένη, ξεσπιτωμένη, κουρελιασμένη, στο δρόμο για το νέο ρίζωμα, για νέους αγώνες και αγωνίες, στο δρόμο για την ξένη δουλειά, για την επιβίωση, για την σωτηρία των παιδιών της.

Είναι αυτή που κράτησε στα λεπτοκαμωμένα κρινοδάχτυλα χέρια της, αλλά και στα φουσκαλιασμένα και ταλαιπωρημένα από τη μάνα γη χέρια, το σπόρο της θρησκείας, του πολιτισμού και της ανθούσας κοινωνίας των Αλησμόνητων Πατρίδων, που έφερε μαζί της τις αξίες, την αρχοντιά, τη λάμψη και τα φύτεψε στη μητέρα Ελλάδα.

Ας την παρακολουθήσουμε μέσα από τα αποσπάσματα ντόπιων και άλλων Ελλήνων συγγραφέων:

«….Οι γυναίκες της αστικής τάξης της Σμύρνης είχαν μία τάση για πολυτέλεια και έδιναν μεγάλη σημασία στο ντύσιμο και στα κοσμήματα ιδιαίτερα στις γιορτές και στις βραδινές εξόδους τους στη Σμύρνη και στα γύρω προάστια της Ιωνικής Πολιτείας. Κοσμήματα, όπως περιλαίμια, καρφίτσες, σκουλαρίκια, ακριβά φορέματα, αλλά και διακοσμητικά και χρηστικά αντικείμενα για το σπίτι, όπως δίσκοι, κανάτια, θήκες καλλυντικών, σερβίτσια, υπήρχαν άφθονα στις αγορές και ήταν ιδιαίτερα αγαπητά στις Σμυρνιές….».

(Γυναίκα και γη της Μικράς Ασίας και του Πόντου, Σαραντόπουλος Γιάννης και Νάντια. Εκτύπωση Κοτσάτος, Αθήνα 2009).

«….Τις Κυριακές και τις γιορτές ετοιμάζαμε το σπίτι μας για να δεχτούμε φίλους, συγγενείς και γείτονες. Φορούσαμε τα καλύτερα φορέματά μας, τα κοσμήματά μας και ανοίγαμε τα σαλόνια μας… Στους μουσαφιραίους σερβίρονταν ο καφές, τα γλυκά του κουταλιού σε βαθιές ασημένιες κούπες με μαλαματένια κουταλάκια και όλες οι σμυρναίικες λιχουδιές. Ενιωθα ευτυχής. Σκεπτόμουν πως ήμουν τυχερή. Είμαστε Έλληνες που ζούσαμε σε ένα τόσο όμορφο κομμάτι της γης, είχαμε υγεία, ελευθερία και οικονομική ευμάρεια. Τι άλλο μπορούσα να ζητήσω; Καμάρωνα για την οικογένειά μου…».

(Το πέρασμα, Ελένη Ανδρέου. Εκδόσεις Βασιλείου, Αθήνα 2006).

«….Η Βάσω που από την πρώτη στιγμή που είδε την Ιόλη πλάι στο γιο της είχε καταλάβει τι τρέχει και όλη αυτή την ώρα οργάνωνε την αντεπίθεσή της, απάντησε με ύφος απόλυτα αυταρχικό, που δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα.

-Εγώ νύφη Σμυρνιά, δεν θέλω για το γιο μου!

Η Ιόλη κατακεραυνώθηκε. Δεν περίμενε τέτοια αντίδραση, τέτοια στάση, τέτοια αντιμετώπιση από μια γυναίκα.

Και τι έχουν στο κάτω-κάτω οι Σμυρνιές; Και νοικοκυρές είναι και όμορφες είναι και καθαρές είναι και ξέρουν να ντυθούν και να φερθούν, όχι όπως αυτές οι χωριάτισσες που βρωμάνε ξινίλα, σκέφτηκε η Ιόλη καθώς αισθάνθηκε βαριά προσβεβλημένη…»

(Σμύρνη Συγγνώμη, Θεόδωρος Δεύτος. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2008).

«….Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλήθος, που αλαφιασμένο σαν αγέλη με την ψυχή στο στόμα και με μερικά μπογαλάκια στο χέρι, σερνόταν και η οικογένεια του Μιχάλη. Αυτή δεν ήταν οικογένεια… Ηταν μια κλώσσα με οκτώ κλωσσόπουλα. Η κυρά-Πολυξένη, αρχόντισσα από το ωραίο προάστιο της Σμύρνης Μπουτζά, είχε μείνει χήρα με οκτώ ορφανά και τώρα…την ώρα της φυγής η Σμυρνιά χήρα μάνα σαν αρχηγός της οικογένειας έδωσε στα παιδιά της να κρατούν κάτι και σαν κυνηγημένο κοπάδι προσπαθούσαν να φτάσουν στην προκυμαία…»

(Σεργιάνι στα μονοπάτια της θύμησης, Βασίλης Δανός. Αθήνα 2001).

«…Σε αντίθεση με την αυστηρή απομόνωση της Τουρκάλας, που ως τότε και λίγο μετά την καταστροφή ήτανε ταμπού για τα ξένα αντρικά μάτια, η Θειριανή, που φυσικά δεν είχε τέτοιους περιορισμούς, έπαιρνε μέρος, συντροφιά με τους άντρες, σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις.

Ετσι με την παρουσία της και τις κουβέντες στα κέντρα, στις εκδρομές και στα πανηγύρια έδινε μια ξεχωριστή χάρη, που η πόλη, για κάθε ξένο, πρόβαλλε σαν Ελληνική, μια που έπαιρνε το χρώμα της από τις Ελληνίδες…

….Τότε και στις βεγγέρες συνηθιζόντουσαν πολύ και τα ταμπλώ βιβάν. Έτσι κοπέλες της συντροφιάς με άσπρους χιτώνες (συνήθως λευκά σεντόνια) σχηματίζανε αρχαϊκά συμπλέγματα και δείχνανε σαν αγάλματα στο μοναδικό αχνό φως, που έδινε όσο καιγότανε κάποια άσπρη σκόνη, ποτισμένη στο οινόπνευμα ».

(Από τα Θείρα και τη Σμύρνη στη Ρόδο, Πλούταρχος Δουλής. Αθήνα 1976).

«Το λοιπόν, γεννήθηκα στα Σώκια, μια παλιά πόλη της Μικρασίας, κοντά στη Σμύρνη και την Εφεσο. Ετσι άρχιζε το παραμύθι της γιαγιάς.

Είχα φίλες Τουρκάλες και έσπαζα πλάκα, όταν τις έβλεπα να σηκώνουν τη φούστα να κρύψουν το πρόσωπό τους, σαν πέρναγε άντρας και τύχαινε να μη φορούν φερετζέ και ας φαινόταν το βρακί τους.

…Το Ασυλο έγινε η αφορμή να εγκατασταθεί η γιαγιά στο Βόλο. Γνωρίστηκεμε τις κυρίες του Συμβουλίου και άρχισε να πλέκει προίκες για τα πλουσιοκόριτσα του Βόλου. Επλεξε με τα χρυσά χεράκια της και με εκατό νούμερο κλωστή ένα σωρό ατραντέδες και δαντέλες με πουλιά, Πήγασους και λουλούδια. Γυαλιά φόρεσε για να τα καταφέρει.

…Αργότερα ορίστηκε για τόπος εγκατάστασης των προσφύγων ο Ξηρόκαμπος και χτίζονταν τα πρώτα τετράγωνα του Συνοικισμού.

Μια Κυριακή ο παππούς τους πήρε κι ανηφόρισαν μέχρι εκεί να τους δείξει την κάμαρα που θα τους στέγαζε. Ήταν στον κεντρικό δρόμο -το φαρδύ-όπου προβλεπόταν και η δημιουργία κάποιων αναγκαίων μαγαζιών. Ηταν χαρούμενος γιατί πάντα στο μυαλό του είχε επιχειρήσεις… Αστραψε και βρόντησε ο ουρανός από την αντίδραση της Κατίγκως.

–Κωνσταντή, καλά δεν σκέφτηκες, πως όταν θα απλώνω τη μπουγάδα μου, όλοι που θα περνάνε, θα βλέπουν τις βράκες μου; Θέλω σπίτι στο στενό!..»

(Καλλιπόλεως 29, Καρακατσοπούλου-Χαϊδούλη Γεωργία. Εκδόσεις Επικοινωνία, Βόλος 2008).

«Στο Σεβντίκιοϊ σπάνια έβλεπες άσχημη γυναίκα. Οι περιηγητές που επισκέφτηκαν το χωριό σε παλαιότερες εποχές και γνώρισαν τις κοπέλες του, έπλεξαν εγκώμια για την ομορφιά τους. Κατά τον Δούκα της Ραγούζης ήταν γοητευτικές, μιας θαυμαστής ομορφιάς και είχαν μιαν εξαιρετική θελκτικότητα στους τρόπους. Τις παρομοιάζει με αρχαίες Ελληνίδες των οποίων εκληρονόμησαν τα φυσικά χαρίσματα. Ο Χρ. Χαμουδόπουλος γράφει πως οι γυναίκες του Σεβντίκιοϊ: φημίζονται « επί καλλονή, αρετή και φιλεργία».

…. Ο χώρος της εκκλησίας από την αριστερή πλευρά ήταν για τις γυναίκες και από την δεξιά για τους άντρες. Οι νέες ανέβαιναν στο γυναικωνίτη που μέχρι το 1919 ήταν κλεισμένος με καφάσια για να μην τις βλέπουν από κάτω οι άντρες και δεν προσέχουν στη λειτουργία. Τα καφάσια αυτά καταργήθηκαν όταν έγινε η Ελληνική κατοχή. Το πράγμα φάνηκε τότε παράξενο στους άντρες και πολλοί έλεγαν: «Τώρα που βγήκαν τα καφάσια οι γυναίκες είναι σαν θεατρίνες».

(Σεβντίκιοϊ το λεβέντικο χωριό της Σμύρνης, Καραράς Νίκος. Αθήνα 1964).

«…Περιζήτητες ήταν οι κοπελιές που είχαν τελειώσει κάποιο καλό σχολείο στη Σμύρνη, περισσότερο δε τη σχολή Καλογραιών, κι ας μην είχαν προίκα. «Προίκα» ήταν τα εφόδια που είχαν πάρει όταν ήταν εσωτερικές στη σχολή. Ηξεραν να ζωγραφίζουν, να κεντούν, να παίζουν πιάνο, να πλένουν, να μαγειρεύουν, να δέχονται επισκέψεις στο σπίτι που θα άνοιγαν.

….Ολα τα σπίτια στα Λύγδα ήταν δίπατα και είχαμε καλή σειρά. Ο πατέρας έβαζε καπνά μ’ έναν Τούρκο μπέη…

Κάθε πρωί, όταν σηκωνόμασταν, η μάνα μας μοίραζε τις δουλειές λέγοντας με τη γλυκιά φωνή της: – Εσύ η μεγαλύτερη, θα σκουπίσεις και θα συμμαζέψεις όλα τα δωμάτια. Εσύ η πιο μικρή θα σκουπίσεις την αυλή και το σοκάκι κι εσείς οι δυο θα πάτε στο αμπέλι. Εγώ πάω να μαγειρέψω».

(Εκεί που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια, Καρτσαγκούλη Ελένη. Εκδόσεις Ωρες, Βόλος 1995).

« – Το ξέρω, δάσκαλε, ότι η Μορφούλα αγαπάει πολύ τα γράμματα, απάντησε ψελλίζοντας η γυναίκα. Το ξέρω κι αυτό είναι που μου σκίζει την καρδιά, που με λιώνει, γιατί δυστυχώς η Μορφούλα πρέπει να σταματήσει το σχολείο…δε γίνεται αλλιώς δάσκαλε. Πάλεψα πολύ μέσα μου να πάρω αυτή την απόφαση, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Στο σπίτι πεινάμε από καιρό τώρα. Ο άντρας μου έχασε τη δουλειά που είχε στο λιμάνι. Φορτοεκφορτωτής ήταν και τον απέλυσαν χωρίς να σκεφτεί κανένας ότι έχει τέσσερα παιδιά να θρέψει.Γι’ αυτό πρέπει να βγει η Μορφούλα στη δουλειά. Μου υποσχέθηκαν να την πάρουν στην καπνοβιομηχανία του Ματσάγγου. Με μισό μεροκάματο βέβαια, αλλά τι να κάνουμε; Θα πιάσει δουλειά από βδομάδα, δε γίνεται αλλιώς….

(Το καραβάνι των γυμνών, Αυγερινός Τάσος. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004).

«…Ο μεγάλος θυμός της ακόμη δεν είχε ξεθυμάνει για τον «κύριον» εκείνον, όταν πήγε ψάχνοντας να του ζητήσει δουλειά στο μαγαζί του της Πλατείας Ιπποδάμειας. Γιατί αυτή είχε τόση μεγάλη ανάγκη να κερδίσει χρήματα. Στάθηκε μπροστά του συνεσταλμένη, δειλά, κοκκινίζοντας. Ήταν η πρώτη της φορά.

–Μήπως χρειάζεστε καμιά γυναίκα, κύριε;

Ο παχύς λιμοκοντόρος Πειραιώτης έμπορος την είδε από πάνω ίσαμε κάτω μ’ ένα μάτι σα να ‘θελε να τη γδύσει. Αυτή κούμπωσε και το τελευταίο κουμπί της… Ανοιξε την πόρτα με φούρκα και βγήκε αγανακτισμένη. Παλιάνθρωπε!…κτήνος!…πρόστυχε!..μουρμούρισε».

(Οι Ζωντανοί, Κατσιρέλος Παναγιώτης. Δήμος Ν. Ιωνίας 1999).

Η γυναίκα της Μικρασίας έγινε πηγή έμπνευσης και μούσα ποιητών, ζωγράφων και μουσικών. Όλοι εξύμνησαν μέσα από τα έργα τους την ευγένεια της ψυχής της, το σθένος, την αποφασιστικότητα, τη νοικοκυροσύνη, αλλά και την απαράμιλλη ομορφιά της, συνυφασμένα με την αγνότητα της Μικρασίας και τη γοητεία της Ανατολής.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου