ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οταν η Χούντα απαγόρευε να ακούμε Θεοδωράκη! ~ Η γελοία πλευρά των τυραννικών καθεστώτων

οταν-η-χούντα-απαγόρευε-να-ακούμε-θεοδ-121010

Μία περιπέτεια της Νίτσας Λουλέ στην Πορταριά

Toυ Βασίλη Κοντορίζου

Ηταν Αύγουστος του 1967. Η Νίτσα Λουλέ, δημοσιογράφος της «Μεσημβρινής» και προηγουμένως της «Αυγής», βρισκόταν στην Πορταριά με την άδειά της για διακοπές. Η Νίτσα είναι τύπος της παρέας, ευχάριστη, καταδεκτική και με εξαιρετικό χιούμορ. Κόρη του Κώστα Λουλέ από τον Τύρναβο. Ο πατέρας της ήταν ανώτατο στέλεχος του Κ.Κ.Ε., μέλος του Πολιτικού του Γραφείου, με κομματικές περγαμηνές, με αγώνες και αναρίθμητες ταλαιπωρίες. Πέθανε σε ηλικία 84 ετών, έχοντας περάσει σε φυλακές και εξορίες την μισή του ζωή κι αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, είναι πραγματικότητα. Τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια ήταν εξόριστος ή φυλακισμένος στην Ελλάδα και πέντε χρόνια έζησε αυτοεξόριστος στην τότε Σοβιετική Ένωση, μετά από τον Ελληνικό Εμφύλιο και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, στον οποίο είχε ενταχθεί.

Σύζυγος του Γιάννη Θεοδωράκη, αδελφού του μεγάλου μας συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, η Νίτσα Λουλέ, κατά την παραμονή της στην Πορταριά, προτιμούσε τα μεσημέρια να γευματίζει στην ταβέρνα του μπάρμπα Νίκου Γιαννούκου, απέναντι από το φούρνο. Σήμερα δεν υπάρχει αυτή η ταβέρνα. Ένα ωραίο μεσημέρι η Νίτσα κοιτώντας το «τζουκ μποξ» του καταστήματος ανακάλυψε ότι υπήρχε σ’ αυτό ένας δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη με το τραγούδι «Βάρκα στο γιαλό», που ερμήνευε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Έριξε ένα νόμισμα, πάτησε το κουμπάκι και το κατάστημα πλημμύρισε από τη μελωδία του άσματος. Το τραγούδι ακουγόταν μέσα κι έξω από το μαγαζί. Κατά κακή της, όμως, τύχη, εκείνη την ώρα έφτασε από τη Μακρινίτσα το λεωφορείο της γραμμής. Μεταξύ των επιβατών ήταν κι ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός! Τονίζω το έφεδρος. Όσοι υπηρετήσαμε στο στρατό, τη θητεία μας, ως έφεδροι, σκεφτόμαστε την ώρα που θα απολυθούμε, χωρίς να δείχνουμε υπερβάλλοντα ζήλο για τις υπερβολικές ιδεολογικές προτιμήσεις ορισμένων επίορκων μονίμων αξιωματικών, ιδιαίτερα υψηλοβάθμων. Τούτος όμως, αν και έφεδρος, φαίνεται ότι ενοχλήθηκε από το άκουσμα του τραγουδιού του Θεοδωράκη, η μουσική του οποίου βέβαια ήταν απαγορευμένη από την Κυβέρνηση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Κατέβηκε, λοιπόν, ο αξιωματικός από το λεωφορείο και φορώντας τη… μεγάλη στολή του ανθυπολοχαγού(!) κατευθύνθηκε προς την ταβέρνα.

  • Ποιος έβαλε τον δίσκο του Θεοδωράκη, κύριε καταστηματάρχα; ρώτησε.
  • Εγώ κύριε, απαντά η Νίτσα.
  • Συλλαμβάνεστε, κυρία μου, και σεις, κύριε καταστηματάρχα και σεις κύριε.

Ο εν λόγω κύριος ήταν ο συνεργός της Νίτσας στο «έγκλημα». Στην ταβέρνα γευμάτιζε ακόμη ένας πελάτης ο οποίος την ώρα της επιλογής του δίσκου βρισκόταν μαζί της πάνω από το «τζουκ-μποξ» σχολιάζοντας μάλιστα την ύπαρξη δίσκου εκ των απαγορευμένων του Θεοδωράκη και συμφώνησαν και οι δύο να ακούσουν το τραγούδι. Ο «αυστηρός» κ. ανθυπολοχαγός αφαίρεσε τον δίσκο από το μηχάνημα και κρατώντας το πειστήριο του… εγκλήματος, οδήγησε και τους τρεις στον Σταθμό Χωροφυλακής Πορταριάς, εκπληρώνοντας, όπως πίστευε, το υπηρεσιακό του καθήκον! Μετά την πρόχειρη προανάκριση, ο διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής αποφάσισε να κρατηθεί η κυρία Λουλέ και να αφεθούν προσωρινά ελεύθεροι οι άλλοι δύο. Ο καημένος ο μπάρμπα Νίκος φοβισμένος έλεγε: «Δεν ξέρω πώς βρέθηκε ο δίσκος στο μηχάνημα, αγράμματος άνθρωπος είμαι, ούτε να διαβάζω δεν ξέρω». Ο έτερος πελάτης, περιδεής, εκλιπαρούσε τη Νίτσα να μην τον εμπλέξει στην υπόθεση – αν και συνυπεύθυνος. «Είμαι δημόσιος υπάλληλος», της είπε «έχω οικογένεια. Αν δεν αναλάβεις μόνη σου την ευθύνη και αποδειχθεί η συμμετοχή μου θα με απολύσουν».

Ολες τις ώρες της ημέρας η κρατούμενη τις περνούσε στην μικρή αυλή μπροστά από τον Σταθμό Χωροφυλακής Πορταριάς ο οποίος βρισκόταν όπου η σημερινή ταβέρνα του Διακουμή. Έπρεπε να ειδοποιηθεί κάποιος δικός της για την περιπέτειά της. Ποιος όμως; Ο πατέρας της Κώστας Λουλές, εξόριστος στα Γιούρα, ο Μίκης φυγόδικος, κρυβόταν, ο σύζυγος Γιάννης Θεοδωράκης μόλις είχε αφεθεί από το κολαστήριο της «Μπουμπουλίνας». Πριν όμως τον απολύσουν του έκαναν και μιαν αναμνηστική δόση «φάλαγγας» (βασανιστήριο με κτυπήματα από κλομπ στα πέλματα) έτσι για να μην τους ξεχάσει, με συνέπεια ο Γιάννης να μην μπορεί, όχι να περπατήσει, ούτε καν να πατήσει! Ειδοποιήσαμε τον κουμπάρο της, ο οποίος έφτασε γρήγορα. Δύο μέρες κρατήθηκε η Νίτσα στον Σταθμό Χωροφυλακής Πορταριάς και μεταφέρθηκε στη Διοίκηση Χωροφυλακής Λάρισας, όπου έμεινε κρατούμενη για μια εβδομάδα και στη συνέχεια παραπέμφθηκε στο Έκτακτο Στρατοδικείο Λάρισας.

Παρόντες στηνδίκη, εκτός από την κατηγορούμενη ήταν ο Ν. Γιανούκος, ο δημόσιος υπάλληλος και ο ανθυπολοχαγός. Ο καθένας είπε τα δικά του. Η Νίτσα ανέλαβε όλη την ευθύνη. «Εγώ έριξα το κέρμα, εγώ επέλεξα το δίσκο, εγώ πάτησα το κουμπί για να ακουστεί το άσμα». Ο βασιλικός επίτροπος (στρατιωτικός εισαγγελέας) πρότεινε ενοχή και έναν χρόνο φυλάκιση. Το Στρατοδικείο, αποφάσισε τρία χρόνια φυλάκιση, με τριετή αναστολή και με τον όρο ότι η Νίτσα δεν θα πατήσει το πόδι της ξανά στη Θεσσαλία. Στην απόφαση του Δικαστηρίου, καθοριστικό ρόλο έπαιξε, επιστολή της Ελένης Βλάχου ιδιοκτήτριας της «Καθημερινής» και της «Μεσημβρινής». Αναγνώστηκε στο Δικαστήριο. Η Βλάχου έγραφε στο γράμμα της το πόσο καλή υπάλληλος δημοσιογράφος και ηθικό στοιχείο είναι η Νίτσα και ότι, επιπλέον, πάσχει από πνευμονοπάθεια και ότι αν φυλακιστεί, η ασθένειά της θα χειροτερέψει και θα πεθάνει.

Συμπέρασμα: Με τέτοιες αστείες υπερβολές από το δικτατορικό καθεστώς των συνταγματαρχών έχουν ταλαιπωρηθεί χιλιάδες και χιλιάδες αθώοι άνθρωποι. Λες και το λιανοτράγουδο «Βάρκα στο γιαλό – βάρκα στο γιαλό γλάστρα με ζουμπούλι και βασιλικό…» θα γκρέμιζε την κυβέρνηση! Αλλά αυτή είναι η γελοία πλευρά κάθε τυραννίας, η οποία, υπό οποιαδήποτε ονομασία και ιδεολογικά κατασκευασμένο πρόσχημα, δεν παύει να αποτελεί κακοποιό εξουσία εις βάρος των λαών και των κοινωνιών. Γι’ αυτό, πρέπει όχι μόνο να ξορκίζουμε τον κάθε μορφής φασισμό, αλλά ως ενεργοί πολίτες οφείλουμε αδιάκοπα να εργαζόμαστε για την περιφρούρηση της Δημοκρατίας μας και των θεσμών της στην πατρίδα, που τη γέννησε.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου