ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Πώς γίνεται τελικά ο υπολογισμός της σύνταξης

πώς-γίνεται-τελικά-ο-υπολογισμός-της-σ-121018

Του Παναγιώτη – Κωνσταντίνου Δ. Λιβογιάννη, Πτυχιούχου (BSc) Λογιστικής – Χρηματοοικονομικής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Μ.Δ.Ε. (MSc) Εφαρμοσμένη Λογιστική και Ελεγκτική, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Ενα από τα ερωτήματα που απασχολεί πολλούς ασφαλισμένους έχει να κάνει με τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης. «Μα έχω ένσημα πολλά χρόνια. Γιατί το ποσό είναι τόσο μικρό, τι μπορώ να κάνω για να το αυξήσω;», είναι το βασικότερο και πιο καίριο ερώτημά τους. Θεωρούμε, λοιπόν, σκόπιμο να παραθέσουμε τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ο υπολογισμός μιας σύνταξης.

Κατ’ αρχάς, η σύνταξη που απονέμεται αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος καλείται εθνική σύνταξη και χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό αποκλειστικά. Βασικά κριτήρια για τη λήψη του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης, ήτοι 384€, είναι τα 20 έτη ασφάλισης, τα 40 έτη μόνιμης και νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα και το θεμελιωμένο δικαίωμα για πλήρη και όχι μειωμένη σύνταξη. Το παραπάνω ποσό επιδέχεται μείωσης αν δεν συντρέχουν σωρευτικά οι παραπάνω τρεις προϋποθέσεις. Έτσι σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος δεν έχει συμπληρώσει 20 έτη ασφάλισης, η μείωση ανέρχεται σε 2% για κάθε έτος μέχρι το 15ο, όπου το καταληκτικό ποσό είναι 345,60€. Αν τώρα δεν συμπληρώνει τα έτη μόνιμης και νόμιμης διαμονής, για κάθε έτος που υπολείπεται το 40ο, επέρχεται μείωση 1/40, ενώ κάθε μήνας από το αντίστοιχο όριο της πλήρους σύνταξης μειώνει την εθνική σύνταξη κατά 1/200.

Το τελικό ποσό, όμως, που εν τέλει θα δοθεί στον ασφαλισμένο υποψήφιο συνταξιούχο δεν διαμορφώνεται από το εθνικό μέρος της σύνταξης αλλά από το ανταποδοτικό. Η ανταποδοτική σύνταξη, σε αντίθεση με την εθνική, δεν χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά από τις εισφορές του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια που παρείχε εργασία υποκείμενη σε ασφαλιστικές αποδοχές. Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής λαμβάνονται υπόψη για τους σφαλισμένους του τέως ΙΚΑ οι μέσες μηνιαίες μικτές αποδοχές, ενώ για τα πρώην ταμεία του ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ, ΤΑΕ, ΤΣΑ, ΤΑΝ κτλ.) και του ΟΓΑ, οι ασφαλιστικές εισφορές αναγόμενες σε εισόδημα. Όσον αφορά τα δύο τελευταία ταμεία για τα έτη 2017 έως 2019 με το νόμο Κατρούγκαλου, αντί για τις εισφορές λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα, οπότε είναι λογικό όσοι πληρώσανε αυξημένες εισφορές ως αποτέλεσμα υψηλού εισοδήματος για τα τρία αυτά έτη, να δούνε ένα μεγαλύτερο ποσό.

Το πιο βασικό χαρακτηριστικό που καθορίζει τη διαμόρφωση του τελικού ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης είναι το γεγονός ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των αποδοχών από όλα τα έτη ασφάλισης, αλλά μόνο από το 2002 και εφεξής. Αυτό γίνεται διότι η μηχανογράφηση όλων των ταμείων και η συμπερίληψη της ασφαλιστικής ιστορίας στο σύστημα ΑΤΛΑΣ, ολοκληρώθηκε τη 1/1/2002. Για αυτό και τα ένσημα που είχε ένας ασφαλισμένος πριν την ημερομηνία αυτή δεν θα τον βοηθήσουν να αυξήσει το ποσό. Η μόνη συνεισφορά τους αφορά τη θεμελίωση δικαιώματος σε περίπτωση που δεν συμπληρώνουν τα απαιτούμενα έτη για να βγουν σε σύνταξη.

Πώς θα αυξήσουμε τελικά το ποσό της σύνταξης; Όπως έγινε αντιληπτό από τα παραπάνω η εθνική σύνταξη δεν μπορεί να αυξηθεί, καθώς έχει τρία συγκεκριμένα και σαφώς καθορισμένα κριτήρια που δεν μπορούν να μεταβληθούν. Η έμφαση, επομένως, είναι επιβεβλημένο να μετατοπιστεί στην ανταποδοτική σύνταξη. Ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος έχει να κάνει με την αναγνώριση πλασματικών χρόνων. Τέτοιοι, χρόνοι είναι η στρατιωτική θητεία, ο χρόνος σπουδών και ο χρόνος παιδιών, μεταξύ άλλων. Ο ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα, εφόσον το δηλώσει στην αίτηση συνταξιοδότησης να αναγνωρίσει με τη βοήθεια του πιστοποιημένου επαγγελματία, έως 7 έτη πλασματικών χρόνων. Για τους μεν ασφαλισμένους του τέως ΙΚΑ η εξαγορά γίνεται με βάση τις αποδοχές του ασφαλισμένου τον τελευταίο μήνα απασχόλησης πριν την υποβολή της αίτησης εξαγοράς, ενώ για τους ασφαλισμένους των πρώην ταμείων ΟΑΕΕ και ΟΓΑ, καταβάλλεται η εισφορά που έχει επιλέξει ο ασφαλισμένος κατά το έτος υποβολής της αίτησης αναγνώρισης. Το ποσό καταβάλλεται είτε εφάπαξ με την παροχή έκπτωσης 2% για κάθε έτος αναγνώρισης, είτε σε τόσες μηνιαίες δόσεις όσες οι μήνες που αναγνωρίζονται. Βέβαια, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος βγει σε σύνταξη και δεν έχει εξοφλήσει ακόμα το ποσό, τότε γίνεται παρακράτηση του ¼ της συνολικής σύνταξής του, μέχρι την πλήρη εξόφληση του ποσού.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου