ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Στον Πόντο μπαλωθιές και κεμεντζέδες

στον-πόντο-μπαλωθιές-και-κεμεντζέδες-139458

Του Παύλου Μαβίδη

Ο φωτογράφος Κώστας Σακελλαρίου ετοιμάζει το βιβλίο με τα μυστικά των ελληνόφωνων χωριών του Πόντου. Ο φακός του καταγράφει κινήσεις και πρόσωπα γεμάτα ιστορίες.

Στις Ποντιακές Άλπεις όταν μιλάνε για χωριό εννοούνε μισό βουνό. Περπατάς και βλέπεις ένα σπίτι κάθε χιλιόμετρο. Η φωτογραφική του μηχανή «περπάτησε» μαζί του στα οροπέδια (παρχάρια) στα ποντιακά, είδε μέσα από την ομίχλη που συντροφεύει τους ανθρώπους εκεί χειμώνα – καλοκαίρι και την υγρασία που αφήνει τα ρούχα να κολλάνε πάνω στο σώμα σαν μια δεύτερη φύση, απροσπέλαστη όσο και οι ορεινές λιλιπούτειες κοινότητες, ταξίδεψε στην κοιλάδα του Όθεως 60 χιλιόμετρα ανατολικά της Τραπεζούντας, μίλησε, κατέγραψες, αποκάλυψε.

Μόλις χθες επέστρεψαν από τη δωδεκάτη επίσκεψή τους στα ελληνόφωνα χωριά του Πόντου. Μόνο που για τον Κώστα Σακελλαρίου δεν πρόκειται για μια εθνολογική μελέτη. Το φαινόμενο του οροπεδίου, είναι εκείνο που κέντρισε το ενδιαφέρον του φακού του. Οι σπουδές του στην αραβική και στην περσική φιλοσοφία αλλά και το γλωσσολογικό πάθος, μιλάει ακόμα αγγλικά και γαλλικά, του έδωσαν λίγα από τα εφόδια για τις μοναχικές βόλτες του στα μονοπάτια των Ποντιακών Άλπεων.

Το να ανεβείς στα χωριά, τα περισσότερα σε υψόμετρο 2.οοο μέτρων ήταν από μόνο του μια περιπέτεια λέει και ο σωρός με τις ασπρόμαυρες εικόνες δίπλα του είναι ίσως η μοναδική απόδειξη του ταξιδιού του στα χωριά του Πόντου.

Το μίνι μπας έφθασε ως ένα σημείο μετά αρχίζει ο ποδαρόδρομος. Τα πρόσωπα, πρωτόγονα και τρυφερά μαζί, που τον περίμεναν στο τέλος ήταν η ανταμοιβή του. Τρελαίνονται μόλις ακούν για Ελλάδα. Τα Αχ! Είσαι Έλληνας! Και εμείς στο χωριό μας είχαμε κάποτε πολλούς ….και εγώ είχα μια θεία ρωμέισσα… σε κάνουν να νοιώθεις μια απρόσμενη οικειότητα σε ένα τόπο όπου το κρύο σου τρυπάει τα κόκαλα. Τα 38 χωριά στην κοιλάδα του Όθεως – Φωτεινό, …Αληθινός, Γίγα, Ζισινό, Μαυράντον, Υψήλ, Σταυροί, Αϊ Βασίλ, …κ.ά. απλώς σε επιβεβαιώνουν. Χωριά μέσα στο δάσος, βλάστηση που δεν έχεις δει ποτέ στην ζωή σου, νερά παντού, ένας ολόκληρος πρωτόγονος κόσμος σε περιμένει εκεί πάνω. Οι άνθρωποι «ξεφυτρώνουν» από τον Μάιο και μετά. Τον χειμώνα βρίσκονται κλεισμένοι μέσα, φιλοξενώντας ολονύκτια παρακάθ’. Μαζεύονται όλοι γύρω από τη φωτιά και διηγούνται ιστορίες για τα οροπέδια, τις «μαγισσάδες και τους καλικάντζαρους».

Ο φακός δεν φαντάζει και τόσο αδιάκριτος για τους χωρικούς. Άλλωστε γι’ αυτούς το «σεριάτ» (…οι νόμοι που καθορίζουν την ιδιωτική και τη δημόσια ζωή του πιστού μουσουλμάνου) αρκείται μόνο στην προσευχή. Ακόμη και όταν οι γυναίκες με τα φωτεινά μάτια (καταγάλανα πολλές φορές) και τις μακριές άσπρες μαντίλες του λένε με σκέρτσο «Αχ! Γκιουνάχ = αμαρτία», εκείνος στήνει μπροστά τους την μηχανή, με ένα «Μα πως μπορεί να είναι γκιουνάχ μια τέτοια ομορφιά» και το κλικ ξεδιπλώνει μονομιάς τα κουρασμένα χαμόγελά τους. Οι άνδρες ταλαιπωρημένοι και αυτοί από τη ζωή στο παρχάρι, οι περισσότεροι γέροντες με ροζιασμένα χέρια και τροφαντές μουστάκες. Οι νέοι κατεβαίνουν συχνά στις πόλεις, στην Τραπεζούντα, στην Κερασούντα, στην Τρίπολη ή πηγαίνουν μετανάστες στην Γερμανία. Δεν θα περάσει πολύς καιρός, ώσπου το ξενόφερτο χρήμα να πήξει τα παράλια.

Τους καλοκαιρινούς μήνες, τα πανηγύρια, στην πλειονότητά τους με χριστιανικές ρίζες, αλλά και με αμιγώς παγανιστική διάθεση, δίνουν χρώμα στη ζωή και στις παράγκες. Η ρακή ρέει άφθονη και ας λέει ο Αλλάχ, οι χορευτές γράφουν κύκλους πάνω στα υψώματα, τα τραγούδια μιλούν για το οροπέδιο, τον αγρότη, τον έρωτα. Και ενώ χαράζει πια, αποκαμωμένος από το πιοτό και τα παιχνίδια της νύχτας… (και εγώ Ρωμιός είμαι… και ας φοράει δαχτυλίδια με τα τρία φεγγάρια των «Γκρίζων λύκων»). Ο χορός ποντιακός, το κέφι το ίδιο. Ακόμη και πιο βαθιά στην ενδοχώρα, εκεί όπου το Ισλάμ είναι πιο δυνατό. Οι γυναίκες καλύπτουν τα πρόσωπα αλλά αφήνουν τα σώματά τους να λικνίζονται με φόντο τον καημό του κεμεντζές { της ποντιακή λύρας. Ο Έλληνας φωτογράφος καλείται στα τραπέζια να διασκεδάσει με τους ντόπιους. Τον τρατάρουν μουχλαμά και χαβίτς (τηγανίζουν αλεύρι και βούτυρο δικό τους και το βάζουν πάνω στο ψωμί). Οι μπαλωθιές δίνουν και παίρνουν, όπως ακριβώς στα χωριά της Κρήτης. Όλοι ανεξαιρέτως κουβαλούν μαζί τους όπλο εξηγεί ο Σακελλαρίου… Αισθάνονται ότι τους απελευθερώνει.

Μια μέρα συνάντησα τον διευθυντή της εκεί γραμμής λεωφορείων από ελληνόφωνα χωριά και φίλος από χρόνια. Σηκώνεται λίγο το σακάκι του και βλέπω το όπλο μέσα στο παντελόνι. Του λέω. Και εσύ έτοιμος για το πανηγύρι; Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η βεντέτα αποτελεί σήμα κατατεθέν της περιοχής.

Επάνω σε μερικά τραπέζια υπάρχουν και κουτιά μπύρας «Tuborg» όσων διατηρούν πάρε δώσε με τον έξω κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε άλλα μέρη της Τουρκίας σπανίως συναντάς δημόσιο μεθύσι (στην πόλη πίνουν και παίζουν χαρτιά μόνο στα κιρατχανέ). Από τα κλαδιά κρέμονται τα κρέατα, σου κόβουν παϊδάκια και στα ψήνουν επιτόπου. Όλοι ανοιχτοί και φιλότιμοι, η Ανατολή δεν έχει χάσει τον σεβασμό της στον ταξιδιώτη,

Μόνο που ένα φωτογραφικό οδοιπορικό δεν μπορεί να μην έχει και τις δύσκολές στιγμές του. Μια μέρα κατέβαινα από ένα οροπέδιο (παρχαρ) ποντιακά και σταμάτησε ένα φορτηγό με τρεις τύπους. Με πήραν μαζί τους, πιάσαμε κουβέντα και γρήγορα κατάλαβα ότι ήταν φανατικοί ισλαμιστές του Ρεφάχ (κόμμα της ευημερίας). Άρχισαν τα γνωστά: Α… η Σαλονίκ …είναι δική μας… και θα την πάρουμε και πίσω… εσείς όλο πολέμους θέλετε… γιατί δεν είσαι μουσουλμάνος… του απάντησα με χιούμορ και διπλωματία…

Στο τέλος της διαδρομής είχανε πια μαλακώσει και φανέρωσαν τον αληθινό εαυτό τους… (Πρέπει να έχεις βίζας για να έλθει να δουλέψει στην Ελλάδα;).

Ο Κώστας Σακελλαρίου θα επιστρέψει αρκετές φορές ακόμη στα οροπέδια του Πόντου, Σε πολλά χωριά τον γνωρίζουν πλέον και τον καλωσορίζουν, συχνά δεν τον αφήνου να φύγει, κάποιους τους γνωρίζει πια με τα ονόματα και με τα παρωνύμ: Τοντόρ, Κότσι, Πανάρ (Παναγιώτης).

Κάθε Ελληνόφωνο χωριό και μια ιστορία κάθε οικογένεια και μια ενότητα…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου