ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Ναυτικά Ιστορικά Τραγούδια»

ναυτικά-ιστορικά-τραγούδια-140037

Tης Λίτσας Παρισάκη, Καθηγήτριας

Όχι με εικασίες και σκέψεις μονάχα, αλλά αποδεδειγμένα και με κείμενα ότι υπάρχουν και ναυτικά ιστορικά, δηλαδή δεμένα με ιστορικά πρόσωπα (ή ιστορικά γεγονότα), τραγούδια που ανάλογα με τα στεργιανά ιστορικά, τα Κλέφτικα, θα μπορούσαμε να τα πούμε πειρατικά. Από την ελληνική δημοτική ποίηση και τη μελέτη του Γιάννη Βλαχογιάννη, σταχυολογώ τις πιο σημαντικές αναφορές του, σχετικά με τα ναυτικά ιστορικά τραγούδια.

Ο ποιητής, ο Στεργανός, εμπνέεται από πρόσωπα ιστορικά πάνω στη δράση τους, πότε από μάχη, νίκη, θάνατο και όχι από ιστορικά γενικά. Π.χ. αν πάρουμε την Αλαμπάντα, δηλαδή την Επανάσταση του Ορλώφ στη δυτική Ελλάδα, κανένα τραγούδι ρουμελιώτικο δεν την αναφέρει. Όσο για τα πρόσωπα που πήραν μέρος σ’ αυτό το κίνημα και σκοτώθηκαν, π.χ. ο Γ. Γρίβας, ο Λαχούρης κτλ., κι αυτοί δεν αναφέρονται σε λαϊκό τραγούδι, όμως όσο για τα πρόσωπα που είναι ήρωες ιστορικών τραγουδιών μπαίνει ο νεώτερος ήρωας. Ο λαϊκός ποιητής βρίσκει έτοιμο το καλούπι και αλλάζει μοναχά το όνομα. Άλλη φορά το παλιό τραγούδι χάνεται, ζει μόνο στη μνήμη των γέρων. Υπάρχει και στα τραγούδια μόδα. Όσο για την υποκατάσταση νέων ονομάτων, το τραγούδι του ηρωικού Γιαννάκη Σουλτάνα, που σκοτώθηκε στη Ντομπραίνα το 1826, έχασε το όνομα του ήρωα και τώρα τραγουδιέται με το όνομα του Θ. Γρίβα.

Ο Γρίβας καθώς ξέρετε πέθανε το 1862 από αρρώστια στο Μεσολόγγι, ενώ είχε επαναστατήσει κατά του Όθωνα.

Οι στίχοι από το τραγούδι:

«Δεν κλαίτε, χώρες και χωριά

δεν κλαίτε Βιλαέτια,

δεν κλαίτε για το στρατηγό

το Θοδωράκη Γρίβα», κτλ.

Και του Θανάση Διάκου είναι υποκατάστατο.

Ανάγκη ο λαϊκός ναυτικός ποιητής να τραγουδάει πρόσωπα και όχι γεγονότα. Πρέπει πίσω από το λαϊκό ναυτικό ποιητή να υπάρχει ολάκερος ναυτικός λαός, από τον οποίο να βγαίνει όχι μονάχα ο ποιητής, αλλά πρώτα και κύρια ο ήρωας ο λαϊκός.

Πρέπει δηλαδή, όταν ο ναυτικός ήρωας πολεμάει τον εχθρό, ολάκερος λαός από πίσω του να λαχταρά για τις δόξες, την τύχη, τη ζωή και το θάνατό του.

Πρέπει να υπάρχει η κατάσταση η ανθρώπινη, η ψυχολογική, το περιβάλλον, ή όπως αλλιώς θέλετε πέστε το, όπου φυτρώνει το ηρωικό φυτό του συναισθήματος και τέλος παίρνει τη μορφή του τραγουδιού.

Όμως ενώ στη βορεινή χέρσα Ελλάδα μεγάλοι ποιμενικοί λαοί που βγάλανε τον Κλέφτη και τον Αρματωλό, γνωρίζετε αν ανάμεσα στη ναυτική Ελλάδα, την ειδυλλιακή, που έχει σκοπό της ζωής της, την χαρά και τον έρωτα, γνωρίζετε καμιά περιφέρεια γεωγραφική μικρή ή μεγάλη που να μην είχε άλλο σκοπό της ζωής της παρά να πολεμάει τον Τούρκο, όπως έκανε ο κλέφτης στο βουνό;

Γνωρίζετε κανένα βράχο θαλασσινό να πολεμάει τον Τούρκο, όπως έκανε το Σούλι ανάμεσα σ’ ένα πέλαγο Αρβανιτιάς;

Αντίσταση ένοπλη αδιάκοπη στη θάλασσα κατά του ξένου πουθενά δεν φαίνεται, φαίνονται μόνο άτακτα και σκόρπια σημάδια αυτής της αντίστασης, φαίνονται πότε – πότε γεγονότα μεγάλα ναυτικά, όπως η ναυμαχία της Ναυπάκτου.

Και όμως ενώ μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως από τη ναυμαχία εκείνη που ο ελληνικός λαός, ο ναυτικός συνταράχτηκε, κανένα τραγούδι δεν έβγαλε.

Έλειπε από τη μέση ο ήρωας, ο Χριστιανός και Έλληνας, που ο λαϊκός ποιητής θα εμπνέονταν και θα του τραγουδούσε.

Μια περίπτωση όπου σε μεγάλο ιστορικό γεγονός παρουσιάζεται ήρωας ναυτικός και πάλι δεν τραγουδιέται είναι τα κάτωθι.

«Όλα τα Δώδεκα νησιά στέκουν αναπαμένα,

κι η Πάρος η βαρειόμορφη στέκεται αποκλεισμένη,

και όσοι την ‘ξεύρουν κλαίουν την και όλοι τηνέ λυπούνται,

και εάν τη κλαίει η Δέσποινα, κανείς δεν τήνε κλαίγει:

Παρομηλιά μυριστική, μήλον του Παραδείσου

Πάρο, και τι σου οργίσθηκεν αυτός ο Παρπαρούσης;

Δευτέρα μέρα πρόβαλαν, τα κάτεργα στην Πάρο

Άλλοι λέγουν Βενέτικα, άλλοι τ’ Αντρέα (Ντόρια)».

Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στην καταστροφή της Πάρου, τον Δεκέμβριο του 1537, από τον περίφημο Μπαρμπαρόσα.

Το θέμα αναφέρεται σε ιστορικό γεγονός, δεν είναι καθαρό λαϊκό, αλλά είναι ρίμα. «ΡΙΜΑ» θα πει αστικό κοινωνικό ποίημα μικρή ή μεγάλο – πολλές φορές πολύ εκτεταμένο, που ο ποιητής άντρας ή γυναίκα, γνωστός στην περιφέρεια που ζει, το γράφει και το ανακοινώνει στο γνωστό του περιβάλλον.

Μια άλλη όμορφη ρίμα σε καθαρή δημοτική:

Μάλτα χρυσή, Μάλτ’ αργυρή, Μάλτα Μαλαματίνια,

Μάλτα για δος μου τα κλειδιά, για δος μου τ’ αντικλείδια

Ν’ ανοίξουμε ταις Εκκλησιαίς, να δούμε τα Βαγγέλια.

Ένα παράδειγμα ιστορικού ναυτικού τραγουδιού, με ήρωα ιστορικό πρόσωπο, το Σκαρπαθιώτικο τραγούδι.

«Κλαίγε, καϊμένη Μπαρμπαριά, κλαίγε καϊμένη Μόρτα

που πιάσαν τον Χιλανταλή οι δώδεκα φρεγάδες,

δένουν και ξαγκωνίζουν τον και στ’ άρμπουρο κρεμούν τον.

-Πες μας, μωρέ Χιλανταλή, πόσους λεβέντες είχες;

Πόσους λεβέντες στο κουπί, και πόσους στο ντουφέκι;

-Είχα διακόσιους στο κουπί, τρακόσους στο ντουφέκι,

είχα και μεσ’ αμπάρι μου χίλιους και πεντακόσους.

Μ’ ας πέψ’ η χάρη του Θεού να δω την λευτεριά μου,

χώρες να κάμω να θλιβού και κάστρα να μαυρίσουν».

Και του Κατσώνη η μεγάλη ιστορική σκηνή είναι φτωχή από αληθινή δημοτική ποίηση.

Από ένα τραγούδι του Καπετάν Αντρούτσου, δανείζομαι ένα μέρος που αναφέρεται στη θάλασσα, βέβαια το κομμάτι αυτό δεν είναι ναυτικό ιστορικό, είναι στεργιανό, από ποιητή στεργιανό, πάνω σε ήρωα στεργιανό που μπήκε στη θάλασσα.

…Βλέπουν καράβια πούρχονται, καράβι από την Πόλη.

Άλλα τα λένε Ρούσσικα, κι άλλα τα λεν του Φράγκου,

Αυτά δεν είναι Ρούσσικα, αυτά δεν είν’ του Φράγκου,

Μόν’ είν’ ο καπετάν πασάς πούρχεται από την Πόλη

κι έχει καράβια δεκοχτώ, φρεγάτες δεκαπέντε,

Σαν πιάστηκε στον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ

Πολλοί κλέφτες σκοτώνονται του καπετάν Αντρούτσου,

Άλλους τους πιάνουν ζωντανούς, τους άλλους σκοτωμένους!

Και τον Αντρούτσο ζωντανό με δώδεκα νομάτους.

Στο παρακάτω τραγούδι που ακολουθεί φαίνεται ότι η ναυτική ιστορική ποίηση στα χρόνια της Σκλαβιάς και κατόπιν της Επανάστασης δεν υπήρξε. Αντίδραση συστηματική.

Ο ναυτικός λαός της Ελλάδας, νησιά κι ακρογιάλια στεργιανά, λαός ήρεμος, φιλόπονος και παιγνιδιάρης, όλος τραγούδι ερωτικό και ξεφάντωμα, προτίμησε να τα φτιάξει με τους Τούρκους, να ζει κάτω από αυτούς ειρηνικά, να τραγουδάει τα θαλασσινά του, νοσταλγικά και θρυλικά, και να απέχει από την πειρατεία.

Το κάτωθι πλαστό τραγούδι:

«Ένα πουλάκι έβγαινε ‘πό μέσα από την Πόλη.

Οι Ψαριανοί τ’ αγνάντεψαν και το ξαναρωτούνε:

-Πες μας πουλί, καλό πουλί, πες μας καλά χαμπάρια.

-Τι να σας πω, καλά παιδιά, τι να σας μολογήσω,

π’ ο βασιληάς μας κάκιωσε, μας πήρε το γαζέπι.

Και το βεζύρη έκραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει

για τ’ αρματώσ’ ο Δούναβης φρεγάτες και ντελίνια

για να κάψη τα Ψαρά, ταις Σπέτσες και την Ύδρα

τη Σάμο την περήφανη, τη Χίο τη ξακουσμένη.

Να πάρουν σκλάβους άρχοντες, σκλάβες αρχοντοπούλες

να πάρουν και τον Πρέντσιπα κι αυτόν τον Κουντουριώτη.

Κι ο Κουντουριώτης τόμαθε, κι αρμάτωσε φρεγάτα

να πάει να κάψει τον εχθρό».

Και όμως…. υπάρχουνε ναυτικά ιστορικά τραγούδια. Αυτά όμως δεν τάφταξαν ναυτικοί λαοί. Είναι Ρουμελιώτικα, που ο ίδιος ο ποιητής των κλέφτικων τραγουδιών τα έφτιαξε, όταν οι κυνηγημένοι από τον Αλή πασά, Κλέφτες και Αρματωλοί του Ολύμπου, καταφεύγανε στη θάλασσα και πέφτανε σε πειρατείες, κάνοντας κέντρο τους τη Σκιάθο και τη Σκόπελο, όπως λέει το ιστορικό δίστιχο:

Στη Σκιάθο και στη Σκόπελο ποτέ πατής δεν κρένει

τ’ είναι λημέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα.

Ένα τραγούδι των Λαζαίων…

…τι ζουρλαμάδα βρε παιδιά τσας ήρθε στο κεφάλι

ν’ αφήνετε τον Όλυμπο, το πατρικό σας κόλι,

και να πλανάστε στο γιαλό, μεσ’ τα παληοκαΐκια;

Από τους λίγους στίχους φαίνεται η νέα κατάσταση ζωής της κλεφτουριάς. Ο κλέφτης γίνεται πειρατής. Αλλά ο στεργιανός ποιητής με την αετήσια του ματιά, τον ακολουθεί και του τραγουδάει. Και τα τραγούδια αυτά είναι μετρημένα.

Το παρακάτω, το καλύτερο του Γιάννη του Σταθά, του περίφημου κλέφτη του Βάτου, που πήγε με τα καράβια.

Μαύρο καράβι έπλεε στα μέρη της Κασσάνδρας.

Μαύρα πανιά το σκέπαζαν και τ’ ουρανού παντιέρα,

εμπρός κορβέτα μ’ άλικη σημαίαν του εβγήκε.

-Μάινα, φωνάζει τα πανιά, ρίξε τα λέγει κάτω.

-Δεν τα μαϊνάρω τα πανιά, ουδέ τα ρίχνω κάτω.

Μη με θαρείτε νεόνυμφην, νύμφην να προσκυνήσω;

Εγώ μ’ ο Ιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα,

Τρύκον, λεβέντες, ρίξετε στην πρώραν το καράβι

Των Τούρκων αίμα χύσετε, απίστους μη ψηφάτε.

Οι Τούρκοι βόλταν έρριξαν, κι εγύρισαν την πρώραν,

Πρώτος ο Ιάννης πέταξε με το σπαθί στο χέρι.

Στα βουνά τρέχουν αίματα, θάλασσα κοκκινίζει.

Αλλά! αλλά! οι άπιστοι κράζοντες, προσκυνούνε.

Σ’ ένα τραγούδι σχετικό με τη Μακεδονική πειρατεία του 1821, οι Κασσαντρινές γυναίκες ρωτάνε:

-Πάψε, γιαλέ, τα κύματα, πάψε και τη φουρτούνα,

Να βγουν τα κλεφτοκάραβα, πόχουν τους κλέφτες μέσα.

Ο ποιητής, ο λαϊκός, ο Ρουμελιώτης, αν και δεν παρακολουθεί τον ήρωά του στα πέλαγα, στις καινούριες του φιλοδοξίες (ο Βλαχάβας, στο έπος του Χατζή Σεχρέτη, λέει: Δέκα καράβια δώστε μου να κλείσω το μπουγάζι. Να περπατάω τα πέλαγα κι ο κόσμος να τρομάζει, ανώνυμος, απρόσωπος με τον χτύπο της λαϊκής καρδιάς, τη συγκίνηση ολάκερου του λαού που παρακολουθεί με τη φαντασία του από μακριά τους αγαπημένους του ήρωες στα καινούρια τους κατορθώματα).

Έτσι έπρεπε να υπάρχει λαός που να αποδέχεται αισθηματικά τα έργα των ναυτικών ηρώων και να τα αποδίδει ποιητικά.

Στη Ρούμελη το όνειρο κάθε μάνας ήταν να μεγαλώσει το παιδί για να πάει «Κλέφτης», έτσι κι η μάνα του ναυτόπουλου θα περίμενο το γιο της για να πάει πειρατής και να γυρίζει φορτωμένος πρέζες, ζηλευτός και περήφανος για τα έργα του τα ναυτικά. Αυτού του είδους η πειρατεία δεν στάθηκε ποτέ στην Ελλάδα.

Οι ναυτικοί λαοί της Ελλάδας μισούσανε τους πειρατές γιατί ήταν ξένοι, δεν ήταν καρδιά και ζωή δική τους. Το ιστορικό λαϊκό τραγούδι, ολάκερος λαός το πλάθει και το διαμορφώνει, αφού ο ανώνυμος ποιητής, ο πρώτος, του χαρίσει την πρώτη ατέλειωτη μορφή.

Το λαϊκό τραγούδι είναι ανώτερο τέχνης πλάσμα, ενώ η ρίμα είναι πρόχειρο προσωπικό κατασκεύασμα, που μια μόνη έχει οριστική μορφή, την πρώτη και μόνη του ριμαδόρου του.

Τα πληρώματα των καραβιών του Λάμπρου Κατσώνη ήταν Κεφαλλωνίτικα. Για να συντηρούνται τόσες χιλιάδες μαρινάροι, ήταν αλύπητοι, καθώς διέτρεχαν ακρογιάλια και νησιά.

Η εκστρατεία του Κατσώνη ήταν μισιτή στο ναυτικό λαό και αυτό το καταλαβαίνουμε από ένα κομμάτι ρίμας, που αναφέρεται στην καταστροφή του Κατσώνη κατά την ιστορική ναυμαχία του κοντά στην Άντρο:

Σα σ’ αρέσει, μπαρμπα Λάμπρο

ξαναπέρνα από την Άντρο.

Τι άλλο πιο κατάλληλο να δώσει χίλιες αφορμές στο λαϊκό ναυτικό, ποιητής να τραγουδήσει τους ναυτικούς ήρωες του Εικοσιένα;

Και όμως…. ούτε τον Κανάρη, ούτε της Χίου η συμφορά όπου οι Ψαριανοί δείξανε την πιο σκληρή καρδιά με τις αρπαγές, δεν τραγουδήθηκαν. τα Ψαριανά καράβια, φορολογούσαν αλύπητα. Τρέμαν τα νησιά της Άσπρης θάλασσας όταν άραζε μοίρα Υδραϊκή και έστελνε παραγγελιές, π.χ. στην Τήνο, Νάξο, Σαντορίνη, να στέλνουν γρήγορα τις προμήθειες που ζητούσαν. Και όλα αυτά με διαταγή της Κοινότητας ή της Ελληνικής Δικαιοσύνης.

Συνεχίζεται…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου