ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Ορτσα τα πανιά τ’ ονείρου»

ορτσα-τα-πανιά-τ-ονείρου-140404

Της Εύας Λόλιου

Χαράματα κινήσαμε για την καραβοστασιά, πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος.

Αυπνοι, απ’ τα χτες ρετέρναμε το παραγάδι, τριακόσια αγκίστρια, να δολώσουμε κεχριμπάρι γαριδούλα, ολόφρεσκια.

Πίσω απ’ τα σίδερα του λιμανιού ωρυόταν η θάλασσα, χτυπώντας αλύπητα τους κυματοθραύστες.

Εγώ να παίζω με την οργή της, μου φέρνει γέλια ο θυμός..

«Ελα και θα σε φάει σαν Λερναία Υδρα, μην την περιγελάς!», φωνάζει ο κυρ Αντώνης.

«Εμπα σου λέω και μεγαλώνει το ρεστίο!»

Πηδώ στη βάρκα και πιάνω κουπί έως ότου να τυλίξει το κορδόνι στη τροχαλία τ’ αφεντικό.

Πιάνομαι γερά απ’ το σχοινί στη πλώρη σαν παίρνει μπρος η μηχανή.

Μα δε τη φοβούμαι τούτη την αγριάδα της, χαϊδεύουν τ’ αυτί μου τα μουγκρητά της.

Την αγαπώ την άτιμη πιότερο, την ερωτεύομαι παράφορα που χτυπά η καρδιά μου σαν τρελή..

Παίζουμε σαν παιδιά, με μπουγελώνει, ανατριχιάζει η ψυχή μου απ’ την δροσιά της.

Την παραμελώ μια στάλα καθώς κάτασπρες γοργόνες με καλούν, άλαλοι σμιλεμένοι βράχοι σαν σειρήνες σαγηνεύουν τον ιππόκαμπο του μυαλού μου.

«Ορτσα τα πανιά τ’ ονείρου!», φωνάζω στη Θάλασσα..

«Βίρα τους φλόκους!», στα κατάρτια τ’ ουρανού..

Σαλεύει τούτη περισσότερο απ’ τη ζήλια της, να με κάνει να κυλιστώ χάμω απ’ τα γέλια.

Το αφεντικό νευριάζει που τη θύμωσα τόσο.

Με βρίζει παίρνοντας το πηδάλιο του γυρισμού προς το λιμάνι του Αη Γιάννη.

Αποτρελάθηκε ο Γραίγος, σηκώνει βουνά να μας βυθίσει!

Απαγκιάζουμε στην Νταμούχαρη, μα ξεροκαταπίνω τα νευρικά χαχανητά μου μπρος στ’ άγριο κοίταγμα τ’ αφεντικού.

«Σίγουρα θα με διώξει αύριο απ’ την δούλεψή του», σκέφτομαι και κατεβάζω για λίγο τα μάτια μου απ’ την εικόνα της.

«Αλαφροΐσκιωτε!», λυσσάει φτύνοντας τον ιδρώτα τ’ αφτιού του.

Μα ’γω δεν έχω στάλα νου..

Το βλέμμα μου χάνεται θολωμένο απ’ τα δάκρυα, στ’ ασημένια ξίφη του ήλιου που τόσο τρυφερά την αγγίζουν..

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου