ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;»

απόψε-τι-βλέπεις-γύρω-σου-140418

Σκέψεις και εντυπώσεις για το βιβλίο της Γιώτας Κούγιαλη

Αινιγματικός, εντυπωσιακός και πρωτότυπος ο τίτλος του νέου βιβλίου της Γιώτας Κούγιαλη «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;» 2021, εκδόσεις Καστανιώτη και ο αναγνώστης πρέπει να φτάσει στην τελευταία σελίδα για να καταλάβει σε ποιον απευθύνεται και βέβαια δεν έχει απάντηση η ερώτησή της. Αρχικά δεν θέλει να τη δώσει και αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο να σκεφτεί τη διευρυμένη αποκλιμάκωση της ψυχής και των αισθημάτων της τραβώντας την ψυχή τους.

Κάτω από τα ιερογλυφικά των σελίδων της υπάρχει ένα υπερβατικό μήνυμα: «Εμείς, οι άλλοι, εμείς και οι άλλοι».

Ισως αυτός να είναι ο υπότιτλος του μυθιστορήματος που τόσο δεμένα παρουσιάζουν οι ήρωές της. Και πιο κάτω το τίποτα, το χώμα, τα χαλίκια της αυλής των παιδοπόλεων, όπου οι νύχτες αϋπνίας μένουν έτσι, αφιερωμένες στην έξω ζωή, στην άλλη ζωή που δεν ζουν.

Αρχικά σκέφτεται τον τίτλο «Παιδί της Φρειδερίκης».

Υστερα παίζουν στο μυαλό της και άλλοι τίτλοι όπως «Μια συγγνώμη γραμμένη ανορθόγραφα» ώσπου με την ερώτηση ενός φίλου της τροφίμου στην πανελλήνια συγκέντρωση παιδοπόλεων «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;» βρίσκει τη φράση κλειδί που την αντιπροσωπεύει.

Ηρωες είναι ο Λάμπης, η γυναίκα του Θεσσαλία, οι κόρες Αθηνά και Ευθαλία (Θάλεια). Μια ευτυχισμένη οικογένεια που δεν αργεί με ένα γεγονός να αποκαλύψει το δράμα και τη δυστυχία της.

Ο Λάμπης ξελογιάζεται, η Θεσσαλία από γυναίκα του γίνεται αντίπαλος, εχθρός σε κείνον και ηγεμονικός σατράπης στα κορίτσια της. Τα χειραγωγεί και τους διαμορφώνει έναν χαρακτήρα καταπιεσμένο, κακόβουλο και αινιγματικό. Αυτοκτονεί και η οικογένεια σκορπίζεται. Η Αθηνά καταλήγει στην παιδόπολη Ζηρού και ζει μια πειθαρχημένη ζωή με τα «πρέπει» να εισβάλλουν και να αυτοεπιβάλλονται. Η καθημερινότητα, οι νύχτες στους θαλάμους, οι φόβοι της στα σκοτάδια…

Σκηνές εναλλάσσονται μεταξύ αδελφών με περισσότερες τη ζωή της Αθηνάς στην παιδόπολη και λιγότερο τη ζωή της Ευθαλίας και τον επικείμενο γάμο της με τον Νίκο. Η βιαστική και επιπόλαια επιλογή της, της αλλάζει τα όνειρα. Οι ζωές των αδελφών εντελώς αντίθετες. Η μια στα πλαίσια των κανόνων της παιδόπολης και η άλλη στην αντίληψη των ορίων της γυναικείας ελευθερίας.

Η συγγραφέας περιγράφει με ζωντανά χρώματα την Αθήνα του 1963 με το πολυκατάστημα του Μινιόν, τη Βουλή των Ελλήνων, την πλατεία Κολωνακίου, το θέατρο. Ύστερα πάλι η μονότονη ζωή στην παιδόπολη, οι ευαίσθητες εικόνες με τον χαρακτηριστικό ήχο από τα παντοφλάκια των κοριτσιών μέσα στη νύχτα, όπου οι τρόφιμοι δεν έχουν την ασπίδα, ούτε τη δικαίωση της κοινωνίας, ούτε όμως είναι δολώματα που τσιμπάνε τις θεωρίες των γύρω.

Ακολουθούν σκηνές ζωής στον Βόλο, το πλακόστρωτο της Ερμού, η Ιωλκού, η πλατεία Ελευθερίας και τα άναρχα σοκάκια της στην άκρη.

Παρουσιάζεται η «μόστρα» της παραλίας, η Μινέρβα, το ξενοδοχείο Κυψέλη, σε όλο τους το μεγαλείο.

Υστερα έρχεται πάλι η ζωή της Ευθαλίας με έναν ανατρεπτικό σύζυγο, δυνάστη, σατράπη που δεν της επιτρέπει να ζήσει όπως αρχικά της υπόσχεται. Ο χρόνος δεν γιατρεύει τις πληγές της καθημερινότητας και έρχεται η σκέψη της εκδίκησης. Περιμένει τη λύτρωση, αναζητά πύλες εξόδου και καταφεύγει από ανάγκη στον ανέντιμο τρόπο.

Ομως η εξιστόρηση των προσώπων δεν σταματά. Ερχεται στο προσκήνιο η ζωή του Λάμπη και μετά της Πετρούλας δίνοντας πολλά μηνύματα.

Η ζωή στις στέγες αυτές, στερημένη ναι, αλλά κακή όχι, όπου μεγαλώνουν αυτά τα παιδιά είναι παντού ίδια, που δεν μοιάζει με των άλλων, που έχουν συμπάθειες και αντιπάθειες, που ακουμπούν η μια στην άλλη, που κρατούν καλά στις ψυχές τους μυστικά κρυμμένα αλλά που έχουν και εφόδια για το μέλλον.

Σε όλο το βιβλίο κυριαρχεί η νοοτροπία της γυναίκας την εποχή της δεκαετίας του 1960, από τη μια, της υποταγμένης, της αδύνατης, της ανίσχυρης που όταν το αποφασίζει γίνεται δυνατή, πανίσχυρη, θεριό.

Και από την άλλη της καπάτσας γυναίκας που με τα θέλγητρά της πείθει τον άβουλο αλλά εγωιστή αρσενικό.

Η Γιώτα Κούγιαλη δουλεύει σε δυο επίπεδα, της εξέλιξης της ιστορίας και της παράθεσης των εμβόλιμων στοιχείων.

Ετσι σπάζει η μονοτονία με τα εμβόλιμα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής, ως ιντερμέδια, ίσως όμως και να διασπάται η προσοχή με την πληθώρα των ειδήσεων (δολοφονία του Κένεντι, ρήξη του Κων/νου Καραμανλή με τον βασιλιά, γάμος του βασιλιά Κων/νου με την Αννα Μαρία, γέννηση της Αλεξίας, περίοδος της χούντας).

Παρά την εναλλαγή των γεγονότων δίνουν το αδιάσπαστο σύνολο εκείνης της κοινωνίας, εξάπτουν την φαντασία και ξυπνούν μνήμες.

Και όλα αυτά, τα στιγμιότυπα της παιδόπολης, τα παιχνίδια τους, τα κομμάτια του έρωτα, συντονισμένα πλέκουν ένα γερό κορμό που δεν είναι παρά οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών που μετακινούνται στον χρόνο. Είναι η οδυνηρή υπαρξιακή τους περιπλάνηση που την αντέχουν.

Ο αναγνώστης νομίζει πως ξεφυλλίζει μια εφημερίδα της εποχής, μαθαίνει τα νέα των πόλεων και των παιδοπόλεων από τα κοσμικά ως τα πιο απλά και εντάσσεται στο κλίμα της άρτιας αρχιτεκτονικής.

Η παρουσία της Δώρας, της αδελφής του Λάμπη, είναι η σανίδα σωτηρίας των κοριτσιών, άλλη μια βασανισμένη ύπαρξη, που σαν από μηχανής θεός φέρνει το αίσθημα της λύτρωσης.

Η συγγραφέας βλέπει όλα τα γεγονότα στην παλάμη της σαν νεράιδα και με τις κρυστάλλινες μπάλες των ξωτικών ενσωματώνει τον μύθο στην αλήθεια και πετυχαίνει τη μαγεία των εικόνων της, που ελκυστικές, επικίνδυνες, ανακουφιστικές δημιουργούν τη ναυαρχίδα της θεωρίας της.

Είναι ένα κοινωνικό ψυχογραφικό μυθιστόρημα γραμμένο με αγάπη και ευαισθησία μέσα από το είναι της Γιώτας Κούγιαλη με λογοτεχνικό λόγο, χωρίς υπερβολές, σαν φυσιολογικά γεγονότα.

Οι προσεγμένες λέξεις και φράσεις, οι ζωντανοί διάλογοι, η αφηγηματικότητα, η ροή, η ένταση, η δράση, η ανατροπή δίνουν τη διευρυμένη αποκλιμάκωση.

Είναι ένα μυθιστόρημα που έχει ακόμη μια πρωτοτυπία: Δεν έχει ενότητες, κεφάλαια, κάτι που να ξεχωρίζει η μια εικόνα από την άλλη εκτός από ένα μεγάλο διάστημα παραγράφου.

Ο αναγνώστης διαβάζει συνεχώς, ξεφυλλίζει, η υπόθεση «τρέχει» αλλά κάπου θέλει να σταματήσει, κάπου νιώθει αγχωμένος και θέλει να σταματήσει. Και κει που αποφασίζει να διακόψει, η ματιά του άθελα πέφτει πάλι στην απέναντι σελίδα και διαβάζει. Οι σελίδες περνούν μα δεν τελειώνουν, ο χρόνος χάνεται και συνεχίζει το άλλο κομμάτι αναζητώντας την κάθαρση, την εξιλέωση. Και τότε βλέπει με ανακούφιση πως βρίσκεται στο τέλος του μυθιστορήματος.

Στην ερώτηση «Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;», στον επίλογο, «Μια αγκαλιά πληγωμένα πουλιά» είναι η απάντησή της και μ’ αυτή τελειώνει τις 426 σελίδες του εξαιρετικού ηθογραφήματος και ο αναγνώστης κρατά τα λόγια του Μ. Μπάστα. «Πολιτεία σιωπηλή, γερασμένη, αγέρωχη, σ’ αγάπησα…».

Γιώτα Κούγιαλη, έχεις το χάρισμα να μαγεύεις.

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου