ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αξια πρέσβειρα του ελληνικού πνεύματος στην Ευρώπη

αξια-πρέσβειρα-του-ελληνικού-πνεύματ-215168

Η ζωή της Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ μύθος, που συναντά την πραγματικότητα

«Στα 90 περπατώ, στα 100 θα φτάσω και τότε μόνο θα σκεφτώ αν πρέπει να γεράσω» και «Νίκησα τις φοβίες μου με τη στολή της πειθαρχίας». Δύο εμβληματικές ατάκες, που αποτελούν διδαχές της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, της Ελληνίδας, που η Ευρώπη όπου δίδαξε υποκλίνεται στη σοφία, το ήθος, την αισιοδοξία και τη δίψα για ζωή, που διανθίζεται με το πηγαίο χιούμορ της. Επιχειρούμε να τοποθετήσουμε στο κάδρο του πολιτισμικού γίγνεσθαι μια Ελληνίδα, που η ζωή και το έργο της αποτελούν σημαντική πολιτιστική συνέργεια που σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ίσως και σε παγκόσμιο αναγνωρίζεται. Μια αναγνώριση που τιμά την ίδια και κατ’ επέκταση την πατρίδα μας. Ο λόγος για την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ. Σταχυολογήσαμε πτυχές από τη ζωή και τα επιτεύγματά της και τα παρουσιάζουμε, ώστε να μοιραστούμε με τους αναγνώστες γνώση και διδαχή για μια Ελληνίδα που μας κάνει υπερήφανους.

Λίγα λόγια, για να γνωρίσουμε τον βίο των παιδικών και εφηβικών της χρόνων και την περαιτέρω εξέλιξη. Βέρα Αθηναία, μέλος πολυμελούς και μικροαστικής οικογένειας. Γεννήθηκε στον Βύρωνα Αττικής και εκεί πέρασε τα παιδικά και μαθητικά της χρόνια. Φτωχικό το πατρικό της σπίτι, που δεν είχε ούτε θέρμανση, αλλά είχε… βαβούρα που τη δημιουργούσαν τα 6 παιδιά που έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι και μοιράζονταν ένα δωμάτιο, για δραστηριότητες και ύπνο.

Εμαθε να γράφει και να διαβάζει πριν πάει σχολείο, παρακολουθώντας τα μεγαλύτερα αδέλφια της, που ήταν μαθητές. Κυρίως τον μεγάλο, που ήταν καλός μαθητής και ωραίο παιδί. Τα βιβλία που έφταναν στα χέρια της τα θεωρούσε δικά της και ροφούσε γνώση. Χαρακτηριστική μια ομολογία της: «Η μάνα μου είχε μια ράφτρα στη Φιλολάου, ήταν εξοχή και όπως πηγαίναμε μια μέρα και τα παράθυρα ενός σπιτιού ήταν ανοιχτά, σκαρφάλωσα σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και αντίκρισα μια βιβλιοθήκη. Τι ωραίο πράγμα σκέφθηκα».

Στις εξετάσεις που έδωσε μπήκε στο Αρχαιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, 13η στη σειρά και ήταν άριστη φοιτήτρια. Ο καθηγητής της Γεώργιος Οικονόμου της έλεγε: «Βρε, Γλύκατζη δεν έχεις ανάγκη να δουλέψεις; Γιατί ήρθες στο Αρχαιολογικό και δεν επέλεξες το Φιλολογικό;» και εκείνη του απάντησε: «Ακούστε κύριε καθηγητά, εγώ στη ζωή μου θα κάνω αυτό που μου αρέσει και αυτό που θέλω. Τώρα σχετικά με το πώς θα βγάλω τα χρήματα που χρειάζομαι για να ζήσω, σας διαβεβαιώ θα πουλώ λεμόνια στο κέντρο της Αθήνας» και έγινε χαμός. Η παρέα της ήταν συνήθως αγόρια της Φιλοσοφικής και Νομικής Σχολής, ανάμεσά τους οι γνωστοί Λιγνάδης, Κοτζιάς, Σαββίδης, Βαβούρης, Σκαλιώρας, Πετσόπουλος, Λαμπρίας και τα κορίτσια του Αρχαιολογικού Λαμπράκη, Πετσοπούλου, Τσώση, Ιωαννίδου, Τορναρίτη και άλλες. Στις κενές ώρες του Πανεπιστημίου συνήθιζε να παίζει σκάκι (ένα χάρτινο που το κουβαλούσε μαζί της). Το REX συγκέντρωνε τα κορίτσια, φίλες της, για πρόχειρο φαγητό ή ποτό. «Εγώ δεν έχω λεφτά και δεν θα έρθω», αλλά οι φίλες της την προσκαλούσαν, ντρεπόταν και έπαψε να τις ακολουθεί. Την περίοδο εκείνη ο μεγάλος αδελφός της είχε πιάσει δουλειά και της έδινε μερικά χρήματα και ακολουθούσε την παρέα, «εγώ έπαιρνα βερμούτ, που ήταν το φθηνότερο» ομολογεί. Δύσκολα τα χρόνια των σπουδών της, την ανέδειξαν όμως ως μια πολύμορφη προσωπικότητα και δημιουργό με παγκόσμια εμβέλεια.

Το 1989, όταν γιορτάζονταν τα 200 χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και ηγέτες πολλών κρατών βρέθηκαν στη Γαλλία, ο πρωθυπουργός τότε Μισέλ Ροκάρ ζήτησε από την Αρβελέρ, ως πρύτανη του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, να αναλάβει τις κυρίες όλων των προέδρων των κρατών, που βρίσκονταν στο Παρίσι για την επέτειο, να τις ξεναγήσει. Συμβάντα αυτής της ξενάγησης περιγράφει, με ξεχωριστή λεκτική έκφραση: «Η κυρία Κολ ήταν… μάγκας! Μπαίνει στο αυτοκίνητο «πάμε να δούμε το Μπομπιντού» μου λέει. Και επεδίωξε να περάσει την κ. Μπους, που ήταν σε άλλο αυτοκίνητο, για να αρχίσει κουβέντα με τους Γερμανούς επισκέπτες, να κάνει ό,τι μπορεί για να φανεί. Η Μπάρμπαρα Μπους ήταν μια πολύ σοβαρή κυρία, μου λέει διακριτικά μια μέρα «θέλω να δω το Λούβρο από πάνω την πυραμίδα του Πέι».

Το κανόνισα και φθάνουμε επάνω οι δυο μας και όταν έσκυψε να δει, κάτω ήταν Αμερικανάκια-τουρίστες που την αναγνώρισαν, εκείνη με τα άσπρα μαλλιά ήταν χαρακτηριστική φυσιογνωμία και άρχισαν να φωνάζουν «Μπάρμπαρα-Μπάρμπαρα». Τότε με τραβάει πιο μέσα, γιατί της λέω «θα ζηλέψει ο Μπους που επευφημούν εμένα» μου απαντάει. «My dear young friend» (καλή μου φίλη) την αποκαλούσε έκτοτε η Μπους όταν η Αρβελέρ βρισκόαν πια στην Ουάσινγκτον. Ο πρόεδρος και η Μπους την καλούσαν συχνά για δείπνο στο σπίτι τους.

Μικρό και ταπεινό το αφιέρωμα (ταιριάζει με την ταπεινότητά της), που δεν είναι δυνατόν να καλύψει τη ζωή και το έργο της πολυμήχανης και πολυδιάστατης προσωπικότητας αυτού του φαινομένου της δημιουργίας και της προσφοράς, την παγκόσμια Ελληνίδα που μας κάνει υπερήφανους.

Του ΤΑΚΗ ΠΑΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου