ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Με τα μάτια ενός παιδιού

με-τα-μάτια-ενός-παιδιού-215536

Νοσταλγικές αναμνήσεις από τη Νέα Ιωνία μιας άλλης εποχής – Β’ Μέρος

Μυρωδιές, γεύσεις, σχήματα, ήχοι και χρώματα της παιδικής μου ζωής, τότε που η λιτή εποχή μας έβγαζε στους δρόμους της εξερεύνησης και της εφεύρεσης, πρώτη ματιά του κόσμου.

Νωρίς μαθαίναμε το χρώμα και το άρωμα του μοβ μενεξέ, τη γλυκόξινη γεύση του μπερικετιού, τη στιφή γλύκα του τζίτζιφου. Ξέραμε πού μεγαλώνουν τα πρώτα τσάγαλα, τα πρώτα τζάνερα, πού κοκκίνιζαν τα πρώτα μούρα, πού μέλωναν τα πρώτα σύκα και σπεύδαμε, γιατί καραδοκούσαν ορδές πιτσιρικάδες για να τ’ αφανίσουν πρώτες.

Ξέραμε να δένουμε τριχιές στα πλατάνια και τις μουριές της γειτονιάς για τις ανοιξιάτικες κούνιες μας, με το πρώτο Χριστός Ανέστη, μα και να κατασκευάσουμε όλα τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δένδρου μας. Αρκούσαν μερικά αμύγδαλα και καρύδια που τυλίγαμε στα χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που αγοράζαμε στο μαγαζάκι του Ρώσου, λίγο πριν την πλατεία της εκκλησίας κι ευλαβικά φυλούσαμε για την περίσταση, στις σελίδες του αναγνωστικού μας.

«Τι εστί πλούσιος; Ο εν τα ολίγα αναπαυόμενος». Τις καλοκαιρινές βραδιές, όταν δε βγάζαμε τις καρέκλες και τα σκαμνάκια έξω για να κυλήσουν, με την κουβεντούλα και τις αναπολήσεις, οι μεγάλες νυχτερινές ώρες, μα και για να λαγαρίσει λίγο η καρδιά, η μητέρα έστρωνε κουβέρτες στην αυλή, εκεί που το ζεστό της τσιμέντο συναντούσε τον τοίχο του σπιτιού και με ακουμπισμένες σ’ αυτόν τις ράχες μας χαμηλόφωνα ρωτούσαμε, ποιος ξέρει πόσες φορές, τον πατέρα μας, να επαναλάβει τη μεγάλη περιπέτεια του αργοπορημένου του επαναπατρισμού, το πέρασμά του από τους προσφυγικούς καταυλισμούς της καινούργιας πατρίδας, τότε που αναζητούσε τη γιαγιά Σοφία, τη θεία Πηνελόπη ή τη θεία Ελεονόρα, με τα μικρά της… κι εκείνος έλεγε κι έλεγε… κι όταν η συγκίνηση και το ψυχικό άλγος πήγαιναν άλλο, έστρεφε τη ματιά της και την προσοχή μας στον ουρανό, ίσως για να γαληνέψει πρώτα ο ίδιος.

Κι εκεί μας μάθαιναν, μαζί με τη μητέρα, τα μονοπάτια του απείρου και την απεραντοσύνη και τα ονόματά τους: εδώ η Κασσιόπη, εκεί η Μεγάλη Άρκτος, να κι ο Αποσπερίτης, παραπέρα η Κόμη της Βερενίκης, να κι ο Γαλαξίας… κι έψαχνε η παιδική ματιά ανάμεσα στα βαρβάτα κλαδιά της μουριάς, τους σχεδιασμούς των άστρων και τους ουράνιους συσχετισμούς του μεγάλου σύμπαντος και της μικρής μας παρουσίας και … μετά, μέσα στη σιωπή, όταν σταματούσαν τα παιδικά γιατί; Πως; Πότε; Όταν διακρινόταν πιο καθαρά το τρι τρι του γρύλου, γαλήνευαν οι καρδιές, αναστέναζε το στέρνο μ’ ένα ξέσυρτο αχ… που τα περιείχε όλα… Τότε μέλωναν τα μέλη του κορμιού, γλάρωναν τα μάτια και μια αγκαλιά απαλά μας απίθωνε στο βαμβακερό στρώμα του ξύλινου κρεβατιού μας.

Σ’ εκείνους τους χωματερούς μαχαλάδες της προσφυγιάς που λάσπωναν με τις πρώτες βροχές και που τους διάβαιναν τρύπια παπούτσια και ξυπόλητα παιδιά, υπήρχαν σκοτεινές γωνίες στους κήπους και στις αλάνες και στα γύρω χωράφια. Τις κατοικούσαν σκιές των παραμυθιών ή και των διηγήσεων που ακούγαμε, μα που κι η φαντασία μας έπλαθε: κόσμους κρυφούς κι απροσπέλαστους, για πεθαμένους που ξαναγύριζαν, για χαμένους που ξανάβρισκαν τους δικούς τους, για παγανά και νεράιδες, για φωτάκια μυστήρια, που αναβόσβηναν όταν τα συλλάμβανε η ματιά αυτών που μπορούσαν να δουν. Υπήρχαν κι ηλιοβασιλέματα που άναβαν μορφές αγίων στα τζάμια των μαγαζιών ή Παναγιές βρεφοκρατούσες, που έριχναν στα γόνατα αυτούς που ήθελαν να πιστέψουν και να ελπίσουν στο θαύμα κι ίσως, κρυφά και τους άλλους, τους κυνικούς, που χλεύαζαν φανερά μα σταυρώνονταν στη σκιά.

Η ζωή μας μοιραζόταν εύκολα ανάμεσα στο πραγματικό και το άλλο, το άπιαστο, το απροσπέλαστο, όχι μόνο για μας τα παιδιά, μα και για τους αγαθούς ενήλικες συντοπίτες μας, τους παραδαρμένους ανάμεσα σε δύο κόσμους: εκείνον που άφησαν πίσω τους, τον οικείο κι αγαπημένο και τον τωρινό, τον ασχημάτιστο, τον ανεξερεύνητο κι απειλητικό, εκεί που πάσχιζαν να ριζώσουν, ξυλάρμενοι, με μόνη βοήθεια την ελπίδα για επουράνια αρωγή.

Βαθιά θρησκευόμενοι και φιλοσοφημένοι κι όταν ακόμη δεν μιλούσαν καλά τα ελληνικά, όπως η γιαγιά Σοφία, ήξεραν να ψάλλουν ολόσωστα και μελωδικά τα κοντάκια και τα τροπάρια, τους ψαλμούς και τα απολυτίκια της Εκκλησίας, με τρόπο θαυμαστό.

Και κρεμούσαν φυλακτό στο λαιμό μας ή με παραμάνα στο φανελάκι μας και το σταυρό πάνω από το κρεβάτι μας. Και σε κάθε εικονοστάσι, όλο και κάποια Παναγιά μεγαλομάτα και καρτερική, χάρτινη ή ασημένια, υπόσχονταν μεσιτεία και καθοδήγηση.

Στις μεγάλες γιορτές, μα και τις Κυριακές, ξεχείλιζε η μικρή Ευαγγελίστρα και μπαίνανε σκέψεις για μια μεγαλύτερη, τόση που να μη γέμιζε ποτέ και που θα ‘φτιαχναν με τα ίδια τους τα χέρια.

Μεγάλη η χάρη Της σε εκείνες τις μυρωμένες ανοιξιάτικες υμνωδίες του Ευαγγελισμού με τη Δέσποινα στη Δόξα Της: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ…» και σ’ εκείνες των Χαιρετισμών, της Νηστείας και Προσευχής του Εαρινού Ακάθιστου, «Ρόδον το Αμάραντον Χαίρε…» και στην ακολουθία των Παθών των Σέπτων που θύμιζε τα δικά μας πάθη για να καταλήξουμε εξουθενωμένοι μα ανάλαφροι στην «Ενδοξον Ανάσταση». Μας έμαθαν να στραγγίζουμε, εκείνη την υπέρτατη νύκτα της Νίκης κατά του Αδη ως το τέλος, όπου «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ευφρανθείτε σήμερον…η Τράπεζα γέμει…».

Οι αγαπημένοι των χρόνων εκείνων κεκοιμημένοι, πρώτη και δεύτερη γενιά των πατέρων και παππούδων μας, έφεραν, μαζί με τις εικόνες και τα λίγα «διαμαντικά» τους, πλούτο αγαθών που κουβαλούσε η μεγάλη καρδιά τους και που δεν τα κούρσεψε κανένας διώκτης: το τραγούδι και το «έξω καρδιά», έστω πνιγμένα στη νοσταλγία, μια στιβαρή πεισματάρα μνήμη και την απεριόριστη αισιοδοξία που θέριεψε μετά τον αιφνιδιασμό και την κατάπληξη της καταστροφής.

Ζορμπάδες αδάμαστοι, τίναξαν την κραυγή και την έκαναν τραγούδι, βρόντηξαν το ούτι και το τουμπελέκι, το μπουζούκι και το σαντούρι και πέρασαν από τους μακρόσυρτους αμανέδες της λαβωματιάς και τα «βαχ», στους όμορφους σκοπούς και τα τραγούδια της χαράς των χαμένων πατρίδων. Η Ελλάδα που αντιστέκεται…

Eφτυσαν στις παλάμες τους, άρπαξαν τον κασμά και το φτυάρι και τα’ βαλαν με τη σκληρή γη του Ξηροκάμπου: Τι ωφελεί να κλαις για τα πλούσια χώματα της Ιωνίας; Σε λίγο βλάστησε κι άνθισε και τούτη η γη της Νέας Ιωνίας και φούντωσαν και πρασίνισαν οι αυλές και τα σοκάκια της προσφυγιάς. Άνθισε το χαμόγελο στης πίκρας τα χείλη.

Στο κατώφλι φύτεψαν μια μεγάλη λεία πέτρα σαν θρονί, να τη ζεσταίνει ολημερίς ο ήλιος, κι εκεί ξαπόσταιναν κι επικοινωνούσαν με το γείτονα ή τον περαστικό κι είπανε «Εδώ θα μείνουμε…».

Παρά τα βάσανα για την επιβίωση, ήταν ένας κόσμος του «Κύριε Δόξα Σοι», μέσα στα τιτιβίσματα των πουλιών, το πέταγμα του χαρταετού, που τα παιδικά μας χέρια μαστόρευαν με χρωματιστό χαρτί, αλευρόκολλα και καλάμια και τα βαριά αερόστατα, εφήμερους ταξιδιώτες των νυκτερινών αιθέρων, που στέλναμε να χαράξουν τους καλοκαιρινούς ουρανούς, με την πρόσκαιρη τροχιά τους. Τους τότε χαμηλούς ουρανούς, τους τόσο κοντινούς, έτσι όπως τους βλέπαμε μέσα από τους χωματερούς δρόμους της παιδικής μας πορείας…

Χρόνια ο πατέρας πάσχιζε ν’ αναγνωρισθούν σαν συντάξιμα τα χρόνια που είχε εργασθεί στους Σιδηροδρόμους της Ανατολίας και περίμενε με αγωνία τη γραπτή βεβαίωση από την Αθήνα. Μα αυτή αργούσε και η καθημερινή συζήτηση με τη μητέρα ή τους φίλους, γύριζε πάντα γύρω από αυτή την άφιξη: «Ήρθε; Πότε; Θα ‘ρθει;» κι η ανησυχία του συνέπαιρνε κι εμάς τα παιδιά.

Εκείνες τις ημέρες, παραμονές Χριστουγέννων, η Παναγία Ξενιά φιλοξενούνταν στην Βαγγελίστρα κι ο πατέρας κάθε πρωί, αλλάζοντας διαδρομή, περνούσε και της άναβε κερί και σίγουρα Της εμπιστεύθηκε την αγωνία του. Από την πρώτη μέρα και με το πρώτο κερί που της πρόσφερε, γαλήνεψε. Μου το έγνεψε η Παναγία. Τον πιστέψαμε με δέος. Λίγες μέρες μετά το πολυπόθητο χαρτί έφθασε. Θετικό.

Το δέος του σύμπαντος με διαπερνούσε συχνά, λίγο πριν φωτίσει η αυγή και διαλύσει τα σκότη του χειμώνα, κυρίως όταν βούιζε ο βοριάς κι έτριζαν τα δέντρα της αυλής έξω από το παράθυρό μας. Η ιδέα ότι κάποιος ολόιδιος άνεμος θα ταρακουνούσε τη Γη μας μέσα στο χάος και ίσως κάποιο παγανό θα την ξεκρέμαγε από το κλαδάκι της, μου μούδιαζε τα μέλη.

Τότε ακριβώς έφθανε στα ρουθούνια μου η μυρωδιά του πρωϊνού καφέ του πατέρα και στ’ αυτιά μου, μαζί με την αδύναμη ροή του νερού που χρησιμοποιούσε για το ξύρισμά του, η βαθειά φωνή που έψαλε «Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ». Ήταν ο αγαπημένος ψαλμός της Μητέρας του. Κι ο δικός του.

Η φωνή αυτή, τα λόγια αυτά έπαιρναν τον κόσμο μου που απειλούνταν, σα μια χούφτα απαλή που τον κρατούσε στερεά, μακριά από κάθε κακό, έτσι όπως μας σταύρωνε η μάνα μου, πριν σβήσει το φως, το βράδι: «Ο Ιησούς Χριστό Νικά…».

Ας φυσούσε όσο ήθελε ο βοριάς… Ο πατέρας έφευγε για την εκκλησία κι εγώ παραδινόμουν πάλι στον ύπνο. Ξαγρυπνούσε η Τιμιωτέρα των Χερουβείμ των πατέρων μας.

Η πρώτη φροντίδα του, αφού με χρόνια απέκτησε σπίτι, ήταν να εξασφαλίσει οικογενειακό τάφο από τότε, ακόμη αραιοκατοικημένο νεκροταφείο. Η αγορά επισπεύστηκε με τον θάνατο της γιαγιάς. Οι Μικρασιάτες δεν συνήθιζαν την ανακομιδή των νεκρών τους κι η γη έπρεπε να τους ανήκει.

Οσο προχωρούσαν οι εργασίες στον τάφο, οι επισκέψεις ήταν συχνές κι η παρουσία μου απαραίτητη, αφού ο πατέρας με είχε πάντα δίπλα του, ακόμη και στο κηπάκι των πεθαμένων.

Εμαθα μαζί του, κουβεντιάζοντας χαμογελαστά, για τον θάνατο, ποιους παίρνει αδιάκριτα, τα παιδιά, τους νέους, τους παππούδες, τις μανάδες, τα μωρά, μια όμορφη 20χρονη Ρωξάνη, τον ανύποπτο γείτονά μας και πως δεν ξέχασε το γιατρό Λεύκοβιτς, που εξοικειωνόταν μαζί του, ρεμβάζοντας εν ζωή στον περικαλλή τάφο του.

– «Τι το φέρνεις το παιδί εδώ, Μίλτη Εφέντη»; Τον ρωτούσαν γνωστοί.

– «Πρέπει να μαθαίνει κι αυτό», απαντούσε, «για να εκτιμάει τη ζωή. Γιατί είναι κι αυτό…».

Θα αναρωτηθείτε ποιος ο σκοπός αυτών των αναμνήσεων, χρονιάρες μέρες. Πολλές θα τις βρείτε γλυκερές, φλύαρες κι όχι απαραίτητες και σίγουρα απροσάρμοστες στο πνεύμα των ημερών.

Στα χρόνια που τόσο βιαστικά σπρώχνουμε να φύγουν γιατί είναι από αδιάφορα μέχρι αβάσταχτα – κάρα σκουπιδιάρικα, που λέει ο Σαββόπουλος – δεν σας προτρέπω να μηρυκάσετε τα περασμένα. Η Ζωή αυτή, καλή ή κακή πέρασε, αλλά ας παραδειγματιστούμε από το ήθος της και το σεβασμό στους θεσμούς της ψυχής: όσα γούρια, όσα ρόδια κι αν σπάσουμε στο κατώφλι μας, μέρες που είναι, όσες γητιές κι αν προμηθευτούμε, δεν θα ξορκίσουμε το κακό.

Διαισθάνομαι ότι έφυγε η μαγεία κι εξέλειπε το θαύμα, παρά τις γιορτινές διακοσμήσεις. Είναι που η ψυχή δεν τα παράγει πια.

Τα σκότη που μας περιβάλλουν δεν έχουν παγανά να ροκανίσουν το δέντρο της Γης, ούτε νεράιδες να χορεύουν στα ρέματα, ούτε καλικατζάρια να καταβροχθίζουν τους κουραμπιέδες και να μαγαρίζουν το αλεύρι. Τ’ αγαθά αυτά πονηρά του 12ημέρου τα διέλυσε το φως το άπλετο και τα σκόρπισε σα σκόνη, μακριά, η πυκνή δόμηση κι ο θόρυβος της σημερινής ζωής: ούτε τρίλιες του καλοκαιρινού τριζονιού, ούτε έναστροι δρόμοι, στους ανυπεράσπιστους ουρανούς. Ο ορθολογισμός τα έκανε φολκλόρ για τους Παπαδιαμαντικούς αλαφροΐσκιωτους και παραδόθηκαν στη χλεύη και την περιφρόνηση των αλαζόνων.

Μένουν όμως τα άλλα, τα φαντάσματα τα μόνιμα, της μοναξιάς και της απελπισίας του σύγχρονου ανθρώπου, που στις υπόγειες διαδρομές του, ακούει τις φωνές της σιωπής, εκεί που μόνος αναζητά την έννοια της ζωής, το νόημα του πόνου και του θανάτου, της πάλης και της νίκης.

Μένει μετέωρο το ερώτημα του τι να πούμε στα παιδιά, ποιους μηχανισμούς, που να παράγουν θαύματα να κινήσουμε. Δεν τα πωλούν τα κατάφορτα σούπερ μάρκετ, ούτε τα πολύβοα κέντρα διασκέδασης κι όπως γράφτηκε πρόσφατα σε κάποια εφημερίδα, έτσι σας το μεταφέρω, αυτούσιο:

«Η οικονομική κρίση, κρίση είναι και θα περάσει. Αυτή όμως που υπονομεύει τον πολιτισμό, τον χαρακτήρα μας, την ανθρωπιά μας, την ίδια μας την υπόσταση, η εσωτερική μας κρίση, αυτή μετράει και δύσκολα παίρνει γιατρειά».

Της Ελένης Σεφερειάδου – Πρίντζου

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου