ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Πρωτοχρονιά με τα μάτια ενός παιδιού

πρωτοχρονιά-με-τα-μάτια-ενός-παιδιού-230941

Αναμνήσεις από τη Νέα Ιωνία μιας άλλης εποχής – Α’ Μέρος

  • Της ΕΛΕΝΗΣ ΣΕΦΕΡΕΙΑΔΟΥ – ΠΡΙΝΤΖΟΥ

Τότε, ήτανε γειτονιές καινούργιες εδώ, άπλαστες, δρόμοι χωματένιοι, μόλις χαραγμένοι, κι έξω από τον προσφυγικό πυρήνα, γύρω από την Βαγγελίστρα, μερικά σπίτια σπαρμένα εδώ κι εκεί με μεγάλους μπαξέδες. Τώρα ο συνοικισμός έγινε δήμος, απλώθηκε, κι η παράταξη έχει πυκνώσει και καταβροχθίσει τις τότε εξοχές: «Τετράγωνα μονοκόμματα, δρόμοι στρωτοί, κάθε νόημα πέταξε … πάει».

Μικρή, – και σας μιλώ για τα χρόνια τέλος του ‘40, αρχές του ‘50 – όταν αναφερόμουν στο πατρικό μου, στη Νέα Ιωνία, τόνιζα με έμφαση δύο του σημεία, ότι ήταν ημιδιώροφο και ότι βρισκόταν Φιλαδελφείας και Χρήστου Λούλη.

Εκεί, τα δίπατα σπίτια ήταν λιγοστά: αυτά που αντικρίζαμε τότε, μα και τώρα ακόμη, γύρω από την Βαγγελίστρα και σποραδικά στο μήκος της Βενιζέλου, δεν ανήκαν ολόκληρα σε μια οικογένεια, μα σε τέσσερις. Μόνο λίγοι απολάμβαναν την πολυτέλεια του δίπατου σπιτιού, όπως οι οικογένειες Καχραμανίδη, Σουγιουλτζόγλου, Νησιώτη, Καραμπατζάκη και μερικές άλλες.

Μετά το «φαρδύ», τον μοναδικό εμπορικό δρόμο του προσφυγικού οικισμού, οι μεγαλύτερες οδικές αρτηρίες του τότε μικρού μας κόσμου, ήταν η Βενιζέλου και η δική μας Φιλαδελφείας. Hταν και η Μαιάνδρου όπως και τώρα, μα καθόριζε τα σύνορα με την ύπαιθρο από την πλευρά της γειτονιάς μας. Μετά τη Μαιάνδρου άρχιζε η εξοχή, το άγνωστο, το απαγορευμένο για παιδικές περιπλανήσεις.

Από το βάθος της Φιλαδελφείας λοιπόν, διέκρινα τον πατέρα μου, κάθε μεσημέρι, να έρχεται από το Σιδηροδρομικό Σταθμό, όπου δούλευε και υπολόγιζα τουλάχιστον μια ώρα για να φθάσει στο σπίτι μας. Θα περνούσε πρώτα και θα κοντοστεκόταν στο κατώφλι της κυρά – Ζωής, που ήταν παχουλή και πάντα γελαστή. Το σπιτάκι αυτό το θυμάμαι σαν χρώμα πορτοκαλί από το πλήθος τις καλεντούλες που φύτρωναν μόνες τους, ελεύθερα και ξέφευγαν από το συρματένιο φράκτη για να πλημμυρίσουν το άμορφο πεζοδρόμιο, ίσως και το δρόμο. Μετά στάθμευε στο φούρνο του κουμπάρου μας Γιαντζή για το καθημερινό ψωμί. Θα χαιρετούσε τη Μαριγούλα και το Μιχάλη Νικολαϊδη, θα ψιλοκουβέντιαζε με την κυρά-Καλλιόπη και τον άνδρα της το Δαμιανό. Θα ρωτούσε για τα βασιλικά και τις καμέλιες της κυρίας Αγγέλας Καχραμανίδου, για τα μικρά του μπακάλη του Μαχαίρα, για τις αγελάδες της κυρά – Γιαννούλας, θα πείραζε τη θεία Φωφώ και το θείο Ευριπίδη…

Eφθανε στο σπίτι αργοπορημένος, ακριβώς όταν άρχιζε να χάνει την υπομονή της η πάντα ψύχραιμη μητέρα μας. Ο δρόμος όμως συνέχιζε, προσπερνούσε το κατώφλι μας και χανόταν στα χωράφια, για να σταματήσει στην ξύλινη εξώπορτα του Ταξιάρχη και της Ελισσώς, που σ’ έμπαζε σ’ έναν παράδεισο λουλουδιών και σ’ ένα μυρωδάτο μπαξέ: μελένια, μελαχρινή και μεγαλομάτα η Ελισσώ, όταν την επισκεπτόμασταν με τους γονείς μας, γέμιζε τις μικρές μου χούφτες με δροσάτες πιπεριές και ολόγιομες ντομάτες, με τούφες γαρδένιες και φούλια, που τέτοια μοσχοβολιά δεν ξανανάσανα.

Ο άλλος μας δρόμος, η Χρ. Λούλη, που αντιστοιχούσε στην πρόχειρη είσοδο του σπιτιού, με οδηγούσε στο σχολείο μου – στο 8ο Δημοτικό της Ν. Ιωνίας – και στης Βαγγελίστρα, λίγα τετράγωνα παραπέρα: στον τότε ναΐσκο, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες απίθωσαν ευλαβικά τα όσια και ιερά τους, που έφεραν κρυμμένα στα τέγκια και στους μπόγους του φευγιού και της οδύνης, και κάρφωσαν το Μάτι του Θεού πάνω από τα Άγια των Αγίων, μαύρο ερευνητικό και επίμονο, πάνω από τις πράξεις τους, για να τους καθοδηγεί και να τους ελέγχει στον αγώνα και την επιβίωση. Σ’ αυτό γύριζαν την απεγνωσμένη ματιά τους, σ’ αυτό την ελπίδα τους, σ’ αυτό την απαντοχή τους. Μορφές βιβλικές, ή πρόσφυγες ιερείς, μοιράζοντας με το κατατρεγμένο ποίμνιό τους χαρές και λύπες μιας ζωής, που τις διαπερνούσε το άλγος του εφιάλτη και ο παλμός μιας καρδιάς που ήθελε να ζήσει.

Στο άλλο άκρο της η Χρ. Λούλη τερμάτιζε στο Κουφόβουνο, το Κούφιο Βουνό, ένα λοφίσκο με πολλά ανοίγματα και περίπλοκες στοές, απ’ όπου μπαινόβγαιναν, σαν τους τερμίτες, αυτοί που κατοικούσαν στα σπλάχνα του και που δεν όριζαν μήτε στέγη μήτε κλήρο.

Αργότερα ισοπεδώθηκε και παραδόθηκε στη δόμηση, γι’ αυτό ίσως λίγοι από τους νεώτερους θα το θυμούνται.

Η τότε Ν. Ιωνία ήταν η συνέχεια των διηγήσεων που ακούγαμε από τους μεγάλους: Οι δρόμοι είχαν ονόματα αγαπημένα και οικεία: Προύσσης, Ικονίου, Κων/πόλεως, Καππαδοκίας, Ρεδαιστού, Εφέσου, Δορυλαίου, Καισσαρείας. Οι γειτονιές ήταν μικρές πατρίδες: Εδώ οι Εγγλεζονησιώτες, εκεί οι Σμυρνιοί, παραπέρα οι Καραμανλήδες, δίπλα οι Πόντιοι ή οι Πολίτες. Κάθε πατρίδα, κάθε γειτονιά με τις παραδόσεις της, με τη λαλιά της, με την κουζίνα της, με το ταμπεραμέντο της.

Οι Ίωνες ανοικτοί, γλεντζέδες, σκωπτικοί, αεικίνητοι, το άλας της ζωής μας. Οι Ανατολίτες δωρικοί, κλειστοί, λιγομίλητοι, μιλούσαν σπασμένα ελληνικά ή μόνο τούρκικα. Οι Πόντιοι με την περίεργη γλώσσα τους που μας μπέρδευε, που μας έκανε να κρυφογελούμε, μια γροθιά όλοι μαζί, χορός και κεμετζές, οι Πολίτες άρχοντες, πολυμαθείς, κοσμοπολίτες… μα όλοι τους μπεσαλήδες, νοικοκυραίοι, καλόκαρδοι…

Τα σπίτια τους τσιμεντένια ή πέτρινα ή βιδωτά, μοιρασμένα στα δύο, σε βορινά και ανατολικά, με κοινό μεσότοιχο, προστάτευαν κάτω από την ίδια στέγη, ανά δύο, τις οικογένειες. Έτσι, σφικτά δεμένες, ακουμπούσαν στον κοινό τους τοίχο κι επικοινωνούσαν εσωτερικά, μυστικά, όπως η μάνα με το έμβρυο. Αφουγκράζονταν ο ένας τους κτύπους της καρδιάς του άλλου, την ανάσα του, τις ανάγκες του, μα και τις χαρές του κι όλα αυτά τα μοιράζονταν ακριβοδίκαια και με θαυμαστή συνέπεια.

Αυτό δικαιολογούσε και το συνεχές πηγαιν’ έλα από το ένα σπίτι στο άλλο, κάθε στιγμή και για το παραμικρό: Για να συμβουλεύσουν ή να συμβουλευθούν, για να δανείσουν ή να δανεισθούν ό,τι έλειπε από το σπιτικό: Το σίδερο με τα κάρβουνα, τον τρίφτη, το ψαλίδι, το μεγάλο τέντζερη, το μικρό κανάτι, για να φέρουν ένα κομμάτι γλυκό, λίγο φαγητό, για να συντροφεύσουν το γέροντα, για να φροντίσουν έναν άρρωστο, μια λεχώνα, για να πιουν μαζί ένα καφέ, ένα κρασί, για να ξαποστάσουν.

Γέννες, αρραβώνες, βαφτίσια, γάμοι και φυσικά οι κηδείες, όλα γίνονταν στο σπίτι, με τη συμμετοχή όλων. Επιστρατεύονταν λοιπόν οι καρέκλες της γειτονιάς, τα ποτήρια και τα πιατικά, κι όταν ήταν καιρός για χορό και τραγούδι, βεβαιότατα πρωτοστατούσε το πανάκριβο και πρωτόφαντο στα εκεί προσφυγικά χρονικά, γραμμόφωνο His Master’s voice, του πατέρα μου. Φυσικά δεν έλειπε ούτε ο ίδιος, που το ακολουθούσε παντού, σαν εξάρτημά του, για να το κουρδίζει όσο ακριβώς χρειαζόταν, για να του αλλάξει τη βελόνα, ή για να του βουρτσίσει τους δίσκους των 78 στροφών, μ’ ένα κόκκινο βελουδένιο βουρτσάκι.

Όλοι οι γείτονες ήταν θείοι μας και θείες κι ας έλειπε κάθε δεσμός συγγένειας. Έφεραν ονόματα μακρόηχα, μεγαλοπρεπή, ελληνικά: ο θείος Ευριπίδης, ο θείος Αλέξανδρος, ο θείος Σοφοκλής ή Αριστοτέλης ή Θεοδόσης. Οι θείες Αριάδνη, η Πολύμνια ή Πηνελόπη, η Ελεονόρα, η θεία Όλγα, η Ισμήνη…

Οι αγκαλιές τους ήταν πλατειές και ζεστές και σίγουρες και μύριζαν βασιλικό και μαντζουράνα. Τα χέρια τους όλο και κάτι μας φίλευαν: μα κανα δύο φουντούκια, μα κάτι τσιπαμύγδαλα ή ένα καρύδι, στα χρόνια της ανέχειας πραγματικές λιχουδιές.

Τα σπίτια στο σύνολό τους ήταν φτωχικά μα πεντακάθαρα, με τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα, κι αυτά αυτοσχέδια, φτιαγμένα με σανίδες και τρίποδα, με παράταιρες καρέκλες, μα το χειμώνα στρωμένα με όμορφα χαλιά, με χαρούμενα κεντήματα, περίτεχνα κοφτά και κοπανέλια φερμένα από την Ανατολή…

Φωτογραφίες με μορφές ευγενικές, μέσα σε φορεσιές κατηφεδένιες και μεταξωτές, στολισμένες με φιόγκους ταφταδένιους και κουμπιά από συντέφι, αγαπημένες μορφές των παππούδων και πατέρων μας στα νιάτα τους, τότε που είχαν τριαντάφυλλα στην καρδιά κι άλλες χαμένες, μα ποτέ λησμονημένες, επόπτευαν την καθημερινότητά μας, μα μαρτυρούσαν όλα όσα είχαν χαθεί.

Οι πόρτες δεν έκλειναν ποτέ, το τραπέζι στρωνόταν αστραπιαία με τον «ως κελντί» και «μπουγιουρούμ» γεμάτα περίσσευμα ψυχής, όποια κι αν ήταν η ώρα, ό,τι κι αν είχε ο τέντζερης.

Η νοστιμιά ήταν δεδομένη και πάντα μοσχοβολούσε η μικρασιάτικη κουζίνα με τις πολυδουλεμένες κατσαρόλες και τις στραβές κουτάλες. Τα πολίτικα τσουρέκια, τα στριφτά σμυρνέϊκα κουλούρια, τα ισλί των Χριστουγέννων, οι γιαλαντζί ντολμάδες, με μπόλικο δυόσμο και τα ψητά θαλασσινά της Καθαρής Δευτέρας, τα βάρβαρα της Αγίας Βαρβάρας, τα σουτζουκάκια με το κίμινο, το σάμαλι και το ρεβανύ, ο χαλβάς και το εκμέκ… Σύννεφο οι μυρωδιές το τσιμένι, το μαχλέπι, η κανέλλα και το μοσκοκάρυδο, το καβουρντισμένο σιμιγδάλι, το αμύγδαλο… Κι ήταν και το σάμαλι του Χατζή κι οι γεμιστοί λουκουμάδες του Μίλτου του Σαβουλίδη, οι κορνέδες του Τσιλιγκίρογλου, απόλαυση της κυριακάτικης οικογενειακής εξόδου και το σαλέπι παχύρρευστο, με μπόλικη κανέλλα, να σου ζεσταίνει τα σωθικά και το χοσάφι για τα κρυολογήματα των παιδιών.

Κι είχαμε και την κυρά-Φεβρωνία, που είχε μυλόπετρες κι άλεθε το σιτάρι μας για το χειμωνιάτικο μπλιγούρι μας και τον Ταξιάρχη να διαλαλεί «Φρέεσκο γιαούρι» και να χάνεται στο δείλι και τον μπάρμπα – Λάμπρο τον Κάστανο, καθισμένο σταυροπόδι μπροστά στο χασάπικο «Το ωραίο Σεβδίκιοι» να διώχνει τις μύγες από τα σφαχτά, με μια πελώρια αλογοουρά.

Τα παιχνίδια δεν τέλειωναν τότε: ούτε ο καιρός τα περιόριζε, ούτε τα μαθήματα το εμπόδιζαν. Χειμώνα – καλοκαίρι τσιλίκα, αμπάριζα, κρυφτό κυνηγητό, φύκο και τενεκεδάκια, σκλαβάκια και μπίλιες γυάλινες και κουϊνάκια πολύχρωμα. Κι όλα με γρήγορη κίνηση, με ευστροφία κι εφευρετικότητα και πολύ συχνά με τη συμμετοχή των μεγάλων που εύκολα ξαναγίνονταν παιδιά.

Στο έμπα του καλοκαιριού, βασίλευε όμως η μυρωδιά της κάπαρης, που αφθονούσε στις παρυφές του συνοικισμού, λίγο πριν αρχίσουν τα χωράφια. Τούφες ολόδροσες, πελώριες. Εκεί καταφεύγαμε για να λαγιάσουμε με χτυποκάρδι από το τρεχατό και την αγωνία μην μας δει αυτός που τα φυλούσε και που μας απειλούσε λίγο πριν ξεσκεπάσει τα μάτια του «φτου και βγαίνω, κρυμμένος κι άκρυφτος».

Σήμερα, όπου την συναντώ την παλιά μου αυτή γνώριμη, της χαμογελώ φιλικά και δεν έχω παρά να τρίψω ανάμεσα στα δάκτυλά μου ένα λευκορόζ άνθος της, και με το άρωμά της να ξαναζήσει το παιδικό μου παιχνίδι στο δείλι του προσφυγικού συνοικισμού.

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου