ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922

δακρυσμένα-χριστούγεννα-του-1922-240722

Αναμνήσεις προσφυγιάς και ξεριζωμού από την Ιωνία, τη Θράκη και τον Πόντο

  • Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Σεπτέμβριος του 1922. Μέσα σε λίγες εβδομάδες την Ελλάδα την πλημμύρισεένα ποτάμι αθλιότητας και πόνου. Τα πάντα κατακλύστηκαν από ανθρώπινα ράκη: Πλατείες, παράγκες, θέατρα, εκκλησιές….

άνθρωποι ξεριζωμένοι από τα χώματα που τους ανάθρεψαν. Άνθρωποι που έχασαν παιδιά, γονείς, συζύγους, φίλους, το βιος τους ολάκερο!

Πλημμύρισε η Ελλάδα, απ’ την προσφυγιά της Ιωνίας, της Θράκης και του Πόντου. Οι μέρες κυλούσαν μαρτυρικά.

Ώσπου το ημερολόγιο έγραφε: 25 Δεκεμβρίου 1922 και ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Ο Κώστας Αθάνατος (Κωνσταντίνος Καραμούζης)γεμάτος πίκρα και οδύνη για τη Μικρασιατική συμφορά, έγραψε ένα από τα μνημειώδη κείμενα της νεοελληνικής εορταστικής λογοτεχνίας:

«Πρόσφυξ εφέτος ο Υιός του Ανθρώπου, δεν ευρίσκει απόψε Φάτνην να γεννηθή. Και των Αγγέλων η φωνή για την ερχομένηνΕιρήνην, δεν ευρίσκει απήχησιν, ούτε εις την Γην ούτε εις τους Ουρανούς.

Η Θεομήτωρ δέσποινα φεύγει διωκομένη, διασχίζει αλλόφρων και έντρομος επί υποζυγίου τας εκτάσεις των ερήμων και εις την αγκάλη της σφίγγει με λαχτάρα το νεογνόν.

Ο κακούργος, βάναυσος και ανηλεής εχθρός είχε εισβάλει στη Βηθλεέμ του Γένους κατά την Άγια Νύκτα. Πυρπόλησε τη φάτνη, έπνιξε τη φωνή των ποιμένων και ανάγκασε τους μάγους να λοξοδρομήσουν κλείνοντας δια παντός τους ουρανούς.

Ανάγκασε τη Μητέρα να διαβεί ποταμούς αιμάτων και να τραπεί σε φυγή προς άλλουςτόπους για να σώσει το παιδί της. Οι άγγελοι δεν πρόφτασαν ν’ ανέβουνστα υπέργεια δώματα για να ανακράξουν με τη γλυκιά μουσική τους το επί«Γης Ειρήνη». Κάθισαν με κομμένα τα φτερά και θρήνησαν όσους σφάδαζανεγκαταλελειμμένοι από τον Καλό Θεό…

Ο μικρός Χριστός ζαρώνει εις την μητρικήναγκάλην,θηλάζει το γάλα της οδύνης,και με τα δάκρυα του πόνου του,ενώπιον των αγίων εικόνων,που τον περιστοιχίζουν, υπόσχεται Εκδίκησιν!»

Η εφημερίδα «Πατρίς»έγραφε ανήμερα τα Χριστούγεννα:

«Όχι. Δεν έχει την δύναμιν να εορτάση εφέτος τα Χριστούγεννα η Ελλάς.Oταν η Μ. Ασία δεν είναι πλέον ελληνική. Oταν η Σμύρνη δεν υπάρχη. Oταν τους τάφους των ελλήνων μαχητών – τόσων μυριάδων Ελλήνων μαχητών –μιαίνη το πέλμα του Τούρκου. Όταν εξήκοντα χιλιάδες αιχμαλώτων σήπωνται εις τα στρατόπεδα του Κεμάλ μέχρις Αγκύρας και Ικονίου. Oταν δύο εκατομμύρια προσφυγικών οφθαλμών ατενίζουν με δάκρυα προς την Θράκην και την Μ. Ασίαν, θα ήτο πολύ ν’ αξιώσωμεν από την εθνικήνψυχήν να εορτάσητην εορτήν των Χριστουγέννων. Θα της εζητούμεν τα αδύνατα…».

Για την Ελλάδα και τους Eλληνεςτα Χριστούγεννα του 1922, ήταν θλιβερά. Απελπισμένοι και με δάκρυα στα μάτια, οι πρόσφυγες τριγύριζαν στους δρόμους της Αθήνας, σέρνοντας τα πόδια τους άλλοτε έξω από τα υπουργεία και τις κρατικές υπηρεσίες που στήθηκαν γρήγορα-γρήγορα ώστε να βοηθήσουν κάπως την κατάσταση, κι άλλοτε έξω από τα πλουσιόσπιτα που, ενώ υποσχέθηκαν βοήθεια, στη συνέχεια τους έκλεισαν κατάμουτρα την πόρτα.

Hταν δάκρυα του απόλυτου πόνου και βήματα μοναχικά, απελπισμένα, που πήγαιναν πέρα -δώθε μέσα σε πρωινά τυλιγμένα με ομίχλη, σαν σε άσηπτη γάζα χειρουργείου.

Hταν δάκρυα που δεν έλεγαν να στερέψουν, βήματα αργά, αβέβαια, που σχημάτιζαν ατέλειωτες σειρές ξυπόλητων μικρών και μεγάλων, που στριμώχνονταν μπροστά από τα καζάνια με τη σούπα από μπλιγούρι ή τη φασουλάδα, αγνοώντας και παραβλέπονταςτο ξεροβόρι που τους περόνιαζε τη σάρκα καθώς προχωρούσαν κλαίγοντας και αναστενάζοντας, έτσι όπως μόνο η προσφυγιάήξερε να κλαίει και να αναστενάζει… Αυτοί που ήταν άρχοντες…..νοικοκυραίοι με αγαθά και κτήματα είχαν γίνει ένα πλήθος από αδύνατους ανθρώπους, κουρελιάρηδες, που μόνο λύπηση κι απελπισία έφερναν.

Με τα κουρελιασμένα μονόχρωμα φορέματα, που έπλεαν πάνω τους, με τα πόδια παγωμένα, ματωμένα, βρόμικα και τα παιδιά τους χωρίςπαπούτσια.

Τέτοια καζάνια, ή καλύτερα τέτοια συσσίτια, με τις ιδρωμένες κυρίες των διάφορων επιτροπών και τα ανασηκωμένα μανίκια τους, είχαν στηθεί σε πολλά κεντρικά κι απόκεντρα σημεία της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου σε όλες σχεδόν τις πόλεις, ώστε οι πρόσφυγες να μπορούν να γευτούν, αυτήν τη μέρα, ένα ζεστό πιάτο φαγητό, ένα ποτήρι γάλα τα παιδιά, να στυλωθούν στα πόδια τους, να βρουν τη δύναμη ν’ αντέξουν τον αβάσταχτο πόνο.

Παιδιά, γέροντες, γυναίκες περνούσαν ατέλειωτες μέρες υπομονής και εγκαρτέρησης. Ανέστιοι. Απογοητευμένοι. Με κυρίαρχη εικόνα, εκείνη της φτώχειας και της θλίψης. Με επιδέσμους τυλιγμένους στα τραυματισμένα χέρια και πόδια τους.

Eνας ολόκληρος λαός στο αποκορύφωμα της μετοικεσίας του, ένας λαός που προσπαθούσε να καταλάβει πώς έγινε και από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε χωρίς πατρίδα, ριγμένος στην αντικρινή μεριά του Αιγαίου. Μεγάλες ήταν οι πληγές του και μόνον ο χρόνος μπορούσε να τις κλείσει. Αλλά δεν μπορούσε να δαμάσει τον φόβο του στο άγνωστο του ΑΥΡΙΟ.

«Και ο άγγελος, ο ελληνικός, πρόσφυγας άγγελος με τους γαλανούς οφθαλμούς, εντός των οποίων έκαιον οι πολυέλαιοι της νοσταλγίας, ωμίλησεν και είπεν: Αλλοίμονον εις τα πλήθη, όταν απωλέσουν την ψυχήν…Διότι τότε μεταβάλλονται εις άψυχη αγέλην. Κι ο άγγελος εκήρυσσεν την Αναγέννησιν καλυτέραν της γεννήσεως.Eμπροσθέν του διεγράφετο ο δρόμος ον ακολουθούσι οι δυνατοί, όσοι έχουν όνειρα κι ελπίδες….» (εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 25-12-1922) Και οι πρόσφυγες τον ακολούθησαν…

ΒασίληΤζανακάρη«Aπό τα δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922, στην αβασίλευτη δημοκρατία του 1924», εφημερίδα «Πατρίς» 25 Δεκεμβρίου 1922, Εφ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ» 25Δεκεμβριου 1922,

https://mnimesellinismou.com

Συγκλονιστικές εικόνες από τον ξεριζωμό των προσφύγων πριν από έναν αιώνα

#Tags

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου