ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

A.P.O.

a-p-o-279644

Ποίημα της Ευφροσύνης Εσμάουι με κοινωνικά μηνύματα

Ελλάδα μου γιατί, βαριά είν’ η καρδιά σου απόψε. Γιατί, θαρρώ πως πάγωσε, κάτι μεσ’ στη ψυχή σου. Μίλα μου και τους πικρούς συλλογισμούς σου κόψε. Θέλω ξανά χαμόγελο, ν’ ανθίσει στη μορφή σου.

Για πες μου, ποιος ταπείνωσε τ’ αγέρωχά σου κάλλη. Τι σ’ έκανε να στέκεις σιωπηλή και πικραμένη. Σε βλέπω, πρώτη μου φορά, να σκύβεις το κεφάλι. – Είναι γιατί πρώτη φορά ένιωσα προδομένη.

Το χώμα τούτο που πατάς κι εγώ σου έχω δώσει απ’ την αρχαία εποχή και τα παλιά τα χρόνια τ’ αδέλφια σου, με το αίμα τους το έχουνε ζυμώσει και στόλισαν την κόμη μου με χρυσής δάφνης κλώνια.

Πλούτη δεν είχα εγώ ποτέ και βιός να σου αφήσω, μόνο έναν ήλιο λαμπερό μια θάλασσα γαλάζια. Μα σαν μητέρα φρόντισα να μην σε αδικήσω και μια ιστορία σου’ φτιάξα γνωστή, στης γης τα πλάτια.

Πρώτος εσύ διδάχτηκες τη λέξη «ελευθερία», στους κάμπους, στα ψηλά βουνά, στις θάλασσες, στ’ αλώνια όπου κι αν ψάξεις θε να βρεις πελώρια μαρτυρία. Πες τώρα όλα τα ξεχνάς για νάμπεις στα σαλόνια.

Κοίτα αστέρια ολόλαμπρα ψηλά στον ουρανό σου. Ειν’ οι ψυχές όλων αυτών που πέθαναν για μένα. Κι ύστερα αν έχεις δύναμη ρώτα τον εαυτό σου, αξίζει να λησμονηθούν για λίγα πλούτη ξένα;!

Σε τύφλωσαν και σ’ έριξαν και πάλι στην παγίδα σαν τότε, που παρίσταναν πως ειν’ φίλοι δικοί σου. Μα όταν τους χρειάστηκες να σώσεις την πατρίδα, εκείνοι σε παράτησαν στην μοίρα την σκληρή σου.

Σαν τον αγέρα που φυσά και σβήνει το καντήλι θα σβήσουν σαν θα «ζοριστούν» αυτές οι συμμαχίες. Φίλοι δεν γίνονται οι εχθροί και οι εχθροί σου φίλοι, είσαι φτωχός και θα υποστείς σκληρές δοκιμασίες.

Σκέψου, γιατί όλοι αυτοί που προσκυνάς και ακολουθείς με δέος, σε θέλουν δίχως άποψη, ταυτότητα και γνώμη. Θα πάψεις να ’σαι Έλληνας για να‘ σαι Ευρωπαίος κι άλλοι να αποφασίζουνε και συ να λες «συγνώμη»;

Ξύπνα, όσο είναι καιρός κι ο χρόνος σου επιτρέπει και όλα όσα πέρασες τα χρόνια αυτά θυμήσου. Ζύγισε μέσα σου σωστά τα «θέλω» και τα «πρέπει» , το μεγαλείο βρες ξανά στη μίζερη ύπαρξή σου.

Ξύπνα και ξύπνησε κι αυτούς που τους λαούς κομπάζουν , με τις «ΟΝΕ» και «ΚΟΜΙΣΙΟΝ» κι «ιμιτασιόν» οράματα και ενώ σε χάρτες και χαρτιά τον κόσμο σχεδιάζουν, κλείνουν τα μάτια και τ ’αυτιά στων άμοιρων τα δράματα.

Κοίταξε δίπλα σου και δες, ένας λαός σπαράζει. Χωρίς πατρίδα στα βουνά , τον πόνο του γυρίζει. Μ ’ένα αρχηγό στις φυλακές της Πόλης να σφαδάζει . Μα η Ευρώπη σου, για δες αμέριμνα σφυρίζει.

Μα κι όταν έβγαινες και συ με ρούχα ματωμένα και φιλελεύθερη λαλιά καρτέριες ν’ ακουστεί και τότε εκείνη σφύραγε και έτσι ντροπιασμένα τον σπαραγμό σου έκλεινες στου Κάλβου την ωδή.

Μα τούτος ήταν μόνος του και στην απελπισιά του τα βήματά του οδήγησε σε πόρτα Ελληνική. Πόρτα π’ ανοίγει διάπλατα ως έλπιζε η καρδιά του και δε σφαλίζει αδιάφορα αν η χρεία την κουρταλεί.

Μα συ, τα χέρια που άπλωσε ζητώντας σου βοήθεια σφιχτά του τ’ αλυσόδεσες με δόλο και με ψέμα κι ύστερα τον παράδωσες! Αυτή είν’ η αλήθεια κι μ’ απορία σε ρωτά με το θολό του βλέμμα.

Πες μου γιατί συνέργησες σε μια τέτοια απάτη και το λαό του έριξες σε μαύρη απελπισία. Όποιον ποθεί τη λευτεριά τον λένε τρομοκράτη , έτσι του φέρθηκες κι αυτό το πες Φιλοξενία.

Ξέχασες πως απόχτησες και συ τη λευτεριά σου; Ταπεινωμένος γύρναγες σε κάθε πολιτεία κι όταν σκληρά σε έστελναν για να βρεις τα παιδιά σου το φρόνημά σου στήριζε του Μπάϊρον η φιλία!

Πλανεύτηκε! Ετσι θες να γράψει η ιστορία – που επαναλαμβάνεται, μοίρας πικρής παιχνίδι – Πλάνεψε και το Ρήγα σου μια ανίερη συμμαχία. Τον άρπαξε, τον τύλιξε φαρμακερή σαν φίδι.

Ο Ρήγας όμως άφησε μια παρακαταθήκη. Τον Θούριο που σάλπισε ως Δευτέρα Παρουσία. Τον έχουν οι υπόδουλοι λαοί σαν Διαθήκη και μόνο εσύ τον ξέχασες. Αυτό είναι η ουσία…

Ανόητε! Οσα μνημόσυνα κι επέτειους κι αν κάνεις σ’ όλους αυτούς που σ’ έφεραν εδώ που είσαι τώρα κι ότι είπαν, κι ότι έκαναν στο νου σου δε το βάνεις γρήγορα θα παρασυρθείς από μεγάλη μπόρα….

Κλάψτε της Πίνδου τα Βουνά και Ράχες του Σουφλίου. Κλάψτε Ψαρά και Ζάλογγα και Αγιοι Σαράντα. Και σεις, π’ ακτίνες γίνατε του Ελληνα του ήλιου κλάψτε! Στο χρονοντούλαπο σαν βάζουνε για πάντα.

Κάψτε λαοί την ιστορία σας, το παρελθόν ξεχάστε. Βαδίστε μπρος και πίσω του κανείς να μην κοιτάξει. Την Σένγκεν και το Μάαστριχτ μαζί εγκαινιάστε . . . ! Ιδού ξημέρωσε για σας μια νέα πραγμάτων τάξη!

Μα εσύ Ηγέτη, ενός ταλαίπωρου λαού χωρίς πατρίδα, Κράτα γερά και μη λυγάς, ξύπνα τις συνειδήσεις. Τη φλόγα που ‘χω στην καρδιά, μες΄στην ματιά σου είδα και γρήγορα της Λευτεριάς τον Ηχο θα σαλπίσεις.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου