ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Σοφές συστάσεις δασκάλου σε πρώην μαθητή του

σοφές-συστάσεις-δασκάλου-σε-πρώην-μαθ-514570

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Ηταν καλοκαίρι του 1946 και ένα πρωινό μαζί με τον παπά-Τριαντάφυλλο στο καφενείο των αδελφών Παλαιολόγου, στο χωριό μας, πίναμε τον καφέ μας.

Από τον προηγούμενο Νοέμβριο και στην ηλικία των 20 χρόνων είχα φύγει από αυτό προκειμένου να καταταγώ στη Χωροφυλακή.

Μετά την 5μηνο περίπου εκπαίδευση τοποθετήθηκα στο Αστυνομικό Τμήμα Σπάρτης και κατ’ απόσπαση με άλλους συναδέλφους συμπληρώσαμε τα υπάρχοντα κενά μεταβατικού

αποσπάσματος με προϊστάμενο τον Ανθυπασπιστή Κωστελέτο Σπυρίδωνα Κερκυραίο την καταγωγή γεμάτο καλοσύνη και ανθρωπιά προς όλους τους υφισταμένους του και όχι μόνο προς αυτούς!

Αυστηροί οι κανονισμοί της Χωροφυλακής όμως αυτοί εφαρμοζόντουσαν ανάλογα με τον χαρακτήρα του όποιου προϊσταμένου και εδώ όλοι εμείς νιώθαμε σαν μια οικογένεια και με την καλή συμπεριφορά του χρυσού εκείνου ανθρώπου για χάρη του στον Ευρώτα ποταμό πέφταμε!

Με ένα φορτηγό που είχαμε στη διάθεσή μας και σαν «σβούρα» όλα τα γύρω από τη Σπάρτη χωριά γυρίζαμε και πολλές φορές σε εκείνα διανυκτερεύαμε και χωρίς υπερβολή οι κάτοικοι αυτών κυριολεκτικά «σκοτωνόντουσαν» στο ποιος να μας ταΐσει καλύτερα ακόμη και με του πουλιού το γάλα!

Απέραντες οι εκτάσεις γης γύρω από την όμορφη Σπάρτη η οποία καλά θυμάμαι πως έχει και την καλύτερη ρυμοτομία.

Εκείνος ο ευλογημένος τόπος προς Ξηροκάμπι και Γύθειο, στο έμπα της Σπάρτης από την πλευρά του Ευρώτα, η προς τον Μυστρά διαδρομή και λοιπών χωριών ήταν και πρέπει, με τη δύναμη του Θεού, να είναι και καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου, χάρμα ομορφιάς!

Τα «φορτωμένα», με πορτοκάλια, μανταρίνια και λεμόνια, ευλογημένα δένδρα έδιδαν και θα δίνουν μια άλλη όψη στο εξαίρετο περιβάλλον!

Εκείνη η πρασινάδα των δένδρων με τα πολύχρωμα εσπεριδοειδή, τη μοσχοβολιά αυτών και τον χιονισμένο Ταΰγετο στο βάθος των ματιών σου όλα τούτα πρόσφεραν και πιστεύω προσφέρουν μια ψυχική αγαλλίαση και θέλεις ολόγυρά σου να κοιτάς χωρίς να «χορταίνεις» με τα όσα βλέπεις και θαυμάζεις!

Και παρά την τότε έκρυθμη κατάσταση (συνεχιζόταν ο εμφύλιος σπαραγμός) εγώ και συνάδελφοι με εκείνη την σχεδόν καθημερινή μας «σβούρα» είχαμε αποκτήσει και φίλους που μας σεργιάνιζαν και στα όμορφα περιβόλια τους!

Ας έρθω όμως στο κυρίως θέμα μου:

Είπα στην αρχή πως εκείνο το καλοκαίρι του 1946 ευρισκόμενος με ολιγοήμερη άδεια έπινα τον καφέ μου με τον παπά του χωριού μας στο καφενείο των Αδελφών Παλαιολόγου.

Απεριόριστη θυμάμαι πως ήταν η χαρά μου επειδή στο ίδιο τραπέζι βρισκόμουνα με τον σεβαστό εκείνο Λευίτη.

Ο Παπα-Τριαντάφυλλος -για μένα τουλάχιστον- δεν ήταν ο οποιοδήποτε ιερέας. Υπήρξε στις πρώτες τρεις ή τέσσερις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου ο δάσκαλός μου,

Ήταν ο άνθρωπος που με είχε μάθει τα πρώτα μου γράμματα και μου είχε δώσει ένα σωρό ξύλο τόσο με τις χερούκλες του όσο και με την χλωρή βέργα καναπίτσας και που εκείνο το ξυλοφόρτωμα ποτέ δεν το μαρτύρησα στη μάνα μου και αυτό από παιδική πονηριά!

Εάν της το έλεγα τα αυτιά μου θα γινόντουσαν πιο κόκκινα χώρια που σε περίπτωση που το έλεγε στον πατέρα μου σίγουρα θα έτρωγα κι άλλες με μια παλάμη γεμάτη ρόζους από την καθημερινή του βιοπάλη σε αγροτικές εργασίες!

Και ακόμη ένοιωθα χαρούμενος με την κοντά στον ιερέα παρουσία μου επειδή για πρώτη φορά καταργούσα μια παλιά απίστευτη αλλά αληθινή απαγόρευση άγραφων νόμων των περισσοτέρων χωριών της Ελλάδος!

Τον παλιό δικό μου καιρό και μέχρι τα 20 τους χρόνια (τότε πήγαιναν στρατιώτες) οι νέοι των χωριών πολύ σπάνια καθόντουσαν στα καφενεία (το θεωρούσαν ατόπημα και αγένεια στο να κάθεται σε καφενείο πιτσιρικάς ενώ αυτοί οι χώροι προοριζόντουσαν για μεγάλους στην ηλικία) και τούτο γιατί αν γινόταν αυτό σίγουρα αυτά τα παιδιά θα «έχαναν» το καλό τους όνομα και η «ρετσινιά» του «παλιόπαιδου» ακολουθούσε τη μετέπειτα ζωή του.

Και πέρα από την απαγόρευση παραμονής μας σε καφενεία ποτέ οι νέοι δεν έκανε να πιάνουν κουβέντες «Μι κουρίτσια πάνω από «δώδικα χρουνού» ή μι « νέις γνέκις» «ικτός» αν μαζί ίτανι πολύς κόσμους όπους σι γιουρτές,γάμους κι βαφτίσια».

-«Κουμπάρε Χρήστο-λέει μια μέρα ο Πάνος Παλαιολόγος στον πατέρα μου- αν θέλεις να τα έχουμε καλά κόψε το «βήχα» στο Σεραφείμ και μη ξαναμιλήσει στην κόρη μου».

Και ο Χρήστος «ου Καρβουνιάρς» σε μένα:

-Μη «ξανακρίνς στου κουρίτς» γιατί θα σι «πιτσουκόψου».

Και από τον φόβο μου μήπως με «πιτσικόψ» ου «πατέραζουμ» πολλά χρόνια, ακόμη και την ημέρα που έφυγα για τη Χωροφυλακή, δεν μίλησα και ούτε αποχαιρέτησα την αγαπημένη μου γειτόνισσα, την καλή μου Παναγιωτίτσα με την οποία,προ της «απαγόρευσης» αγνό χαμόγελο και από παράθυρο σε παράθυρο των σπιτιών μας καλημέρες ανταλλάσαμε.

Θυμάμαι με τους φίλους μου Στάθη Ταξιάρχου που ήταν και εξάδελφός μου και το Νίκο Σουσώνη ο οποίος και εκείνος αργότερα ξάδελφος μου έγινε αφού παντρεύτηκε την πρώτη μου ξαδερφούλα τη Ζωή Σκανδαλάρη.

Θυμάμαι λοιπόν που ως 15ντάχρονα ή και σε μεγαλύτερη ηλικία παιδιά όταν καμιά Κυριακή ή γιορτή (τις καθημερινές δουλεύαμε στα χωράφια μας) καθόμαστε στο καφενείο και ερχόταν κανένας μεγαλύτερος αμέσως φεύγαμε αφού μέσα μας του ψέλναμε ένα σωρό τροπάρια που αν τα άκουγε και μπορούσε σε μια κουταλιά νερό θα μας έπνιξε!

Τώρα, στο καφενείο/ στο οποίο και χωρίς υπερβολή μέχρι τα είκοσι μου χρόνια ελάχιστες φορές είχα καθίσει είχε έρθει-σκεπτόμουνα- η ώρα να βγάλω το «άχτι» μου και δεν αποκλείεται ακόμη και ψυχολογικά μου απωθημένα να άφηνα να εκδηλωθούν!

Νόμιζα, ο ανόητος, ότι είχα γίνει «πολύξερος» αφού ήμουνα «κοσμογυρισμένος» και πέρα από αυτό το «γύρισμα» είχα εκπαιδευτεί στη Σχολή Χωροφυλακής με αξιόλογους καθηγητές που μας δίδασκαν Ποινικό Κώδικα και Ποινική Δικονομία αλλά και με Αξιωματικούς της Σχολής από τους οποίους εμείς τα τότε « άβγαλτα» παιδιά των χωριών πολλά είναι αλήθεια ωφεληθήκαμε!

Αλλά να και η κουβέντα του «πολύξερου» χωροφύλακα, με τον παππά-δάσκαλό του!

-Πως περνάς Σεραφείμ στην Αστυνομία;

-Πάρα πολύ καλά και σας ευχαριστώ που με ρωτάτε.

– Που υπηρετείς;

-Στη Σπάρτη.

-Είσαι ευχαριστημένος;

-Πολύ, πάρα πολύ.

-Μπράβο και χαίρομαι που περνάς καλά.

-Σας ευχαριστώ κύριε, Έτσι και μετά το σχολειό προσαγορεύαμε το δάσκαλό μας όλα τα παιδιά!

-Πως είναι ο κόσμος στη Σπάρτη;

-Πολύ καλός και αγαπά τους χωροφύλακες.

-Πήγες στο Μυστρά;

-Ναι, ναι, πήγα και είναι πολύ όμορφος μάλιστα πήγα και στο ιστορικό Μοναστήρι των Αυτοκρατόρων. αδελφών Παλαιολόγων!

-Τι παράγει εκεί ο τόπος;

– Εσπεριδοειδή και γεώμηλα.

Κατάλαβα ότι ο δάσκαλός μου με κοίταζε λοξά και παράξενα. Και λες πως δεν γνώριζε τι είναι τα γεώμηλα, μου κάνει την ερώτηση.

-Τι είναι αυτά τα γεώμηλα;

-Είναι οι πατάτες.

-Γιατί τις λες γεώμηλα;

-Μα έτσι τις λένε οι Σπαρτιάτες.

-Και επειδή τις λένε γεώμηλα οι Σπαρτιάτες πρέπει να τις λες και εσύ ενώ εδώ αλλιώς τις ονομάζουμε!

Στην ερώτηση αυτή ο παπα-Τριαντάφυλλος δεν πήρε απάντηση από τον «πολύξερο» Χωροφύλακα ο οποίος και σα χαζός (το είχε από μικρός αυτό το κουσούρι) πρέπει να κοίταζε το δάσκαλό του!

Έγινε μικρή παύση με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και εκείνη τη ματιά του ποτέ δεν ξέχασα!

Και αρπάζοντας την ευκαιρία ο Ιερέας-Δάσκαλος πάντα με χαμηλή φωνή άρχισε τα «αλληλούιά του», που ήταν περίπου με τούτα τα λόγια και για μένα δυνατά χαστούκια!

-Άκου Σεραφείμ τι θα σου πω και πρόσεξέ με, επειδή σε αγαπώ. Είσαι ένα πολύ καλό παιδί και υπήρξες μαθητής μου. Όμως τώρα δεν κρατάω βέργες στα χέρια μου και δεν διατρέχεις φόβο να τις φας αλλά ως δάσκαλος που συνεχίζω να σε αγαπώ θα σου δώσω μερικές συμβουλές και θέλω να μη τις ξεχάσεις.

Μη προσπαθήσεις τώρα που έφυγες από δω, να αρνηθείς τη Ρουμελιώτικη καταγωγή σου και μη ντρέπεσαι γι’ αυτή.

Και ακόμη μη προσπαθήσεις να αλλάξεις τις ονομασίες των όσων εδώ εσύ στα παιδικά σου χρόνια έμαθες!

Στο χωριό μας τα εσπεριδοειδή που δυστυχώς τα αγοράζουμε από τα μανάβικα του Μώλου και των Καμένων Βούρλων, τα λέμε πορτοκάλια, λεμόνια και μανταρίνια και τα γεώμηλα τα γνωρίζουμε με το όνομα… πατάτες.

Αν πεις στη μάνα σου « μάνα φέρε μου λίγα γεώμηλα» θα σε κοιτάζει σα χαζή, ενώ όπως και εσύ ξέρεις είναι έξυπνη γυναίκα.

Τις πατάτες λοιπόν να τις λες πατάτες και τα πορτοκάλια πορτοκάλια. Κάθε περιοχή-συνέχισε- έχει τη δική της προφορά και τις δικές της λέξεις. Καλά μου τα είπες γεώμηλα αλλά νομίζω ότι χρησιμοποίησες «πρωτευουσιάνικη» διάλεκτο γι’ αυτό τα έκανες και περισσότερο θάλασσα!

Είσαι ένα αγνό παιδί της Κόμνηνας, της Ρούμελης και είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι πολλά έχεις κατά το παρελθόν στερηθεί όμως αυτό δεν πρέπει να σε κάνει να λυπάσαι και να φαίνεσαι διαφορετικός, απ ότι είσαι, άνθρωπος!

Μείνε ντόμπρος έστω και αν αποκτήσεις περισσότερες γνώσεις, μείνε ο Σεραφείμ «τ΄ Καρβουνιάρ». Και να θυμάσαι πως η φτώχεια και η καταγωγή ποτέ δεν ταπεινώνουν τον άνθρωπο!

Ο παπά-Τριαντάφυλλος είχε πάρει φόρα, δεν σταματούσε με τίποτα έλεγε, έλεγε και τελειωμό δεν είχε ενώ εγώ σιωπηλός τον παρακολουθούσα και ένοιωθα άσχημα! Τον άκουγα με σεβασμό, θα έλεγα και με ντροπή αλλά και υγρά από δάκρυα μάτια!

Από πάνω μου –αν υπήρχε- είχε φύγει ίσως μια εγωιστική «έπαρση» με την οποία ήθελα να διώξω, να κρύψω την άσημη καταγωγή μου και αντί γιος τ Καρβουνιάρ να νομίζω ότι μπορούσε και να είμαι γιος κανενός Μποδοσάκη!

Θα μου πείτε πως υπερβάλω επειδή δεν είναι δυνατόν μέσα σε λίγους μήνες να αλλάξει ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου.

Ίσως έχετε δίκιο αλλά μυαλό είναι αυτό και καμιά φορά αν του στρίψει η «βίδα» δύσκολα διορθώνεται και άντε να κρατήσεις έξω τους «αέρηδες»!

Και τότε για να αναγκαστεί ο σοφός δάσκαλός μου την ώρα που με κερνούσε καφέ να μου δώσει εκείνες τις συμβουλές θα πει πως κάτι στραβό ανακάλυψε πάνω στον παλιό του μαθητή που το έπαιζε «ξερόλας» χωροφύλακας έστω και με το «ελαφρυντικό» της πρότερής του έντιμης διαγωγής του!

Και ακόμη θα μου πείτε, τώρα διορθώθηκες;

Εδώ δεν μπορώ εγώ να εκφέρω γνώμη επειδή αυτές οι απαντήσεις είναι « αλλουνού παππά Ευαγγέλιο»!

Διασχίζοντας κάθετα την πλατεία ήρθε κοντά μας ο πατέρας μου και βλέποντάς με βουρκωμένο ρώτησε γιατί έκλαιγα. Αντί όμως για μένα, χαμογελώντας, απάντησε ο σοφός δάσκαλός μου.

Μιλάμε για τα παλιά μας Χρήστο, για το σχολείο μας, τις γκρίνιες μας, τα χρόνια που σα νερό πέρασαν και περνούν και τόσα άλλα δικά μας τα οποία συναισθηματικά μας φόρτισαν και δικαιολογημένα βούρκωσαν τα μάτια του καλού και ευαίσθητου δικού μου μαθητή που συμπίπτει να είναι και γιός δικό σου.

Τα έλεγε αυτά στον πατέρα μου χωρίς εγώ να μπορώ να αρθρώσω λέξη όμως εκείνος δεν είχε πάψει να με κτυπά πατρικά στους ώμους μου σαν να ήθελε να μου πει: Απόλυτα σε κατάλαβα ότι τα όσα σου είπα τα αφομοίωσες και θα τα τηρήσεις.

Βούρκωσε και ο πατέρας μου για τον καλό του γιο που τώρα ήταν και χωροφύλακας και ποιος ξέρει πόσο «μεγάλο και τρανό» θα τον ένοιωθε μέσα του (ακόμη και στα δικά μου χρόνια ιδιαίτερα στις αρχές του 20ου αιώνα ο χωροφύλακας των χωριών πολύ δε περισσότερο ο Αστυνόμος αυτών με την επιβλητική τους αμφίεση (όμορφη η Γαλλική Στολή τους) ήταν η «ΕΞΟΥΣΙΑ» και ότι έλεγαν ήταν νόμος και έπρεπε να συμμορφωθούν ακόμη και οι Πρόεδροι Κοινοτήτων, Δάσκαλοι και Ιερείς.

Και αφού ετοιμαζόμαστε να φύγουμε κάλεσε και τον παπά-Τριαντάφυλλο στο σπίτι μας για φαγητό χωρίς όμως να μας ακολουθήσει επειδή τον περίμενε η παπαδιά του!

Φεύγοντας του φίλησα πολλές φορές το χέρι όχι μόνο επειδή ήταν ο ιερέας αλλά γιατί ο δάσκαλος μου τη μέρα κείνη μου παρέδωσε το καλύτερο μάθημα που ποτέ δεν ξέχασα!

Παπά-Τριαντάφυλλε, Σεβαστέ μου δάσκαλε συνεχίζω να σε θυμάμαι όπως θυμάμαι και εκείνη την ανώμαλη προσγείωσή μου η οποία τόσο καλό πιστεύω πως μου έκανε στην μετέπειτα ζωή μου. Τότε χωρίς χαστούκια και χωρίς βιτσιές από τη χλωρή καναπίτσα σοφά λόγια με δίδαξες και πάντα με σεβασμό τα σκέπτομαι.

Και δε σκέπτομαι μόνο τα σοφά σου λόγια αλλά συνεχίζω να προσεύχομαι στο να είναι ήρεμη και χαρούμενη η ψυχούλα σου όπως και: Αιώνια η Μνήμη σου!

Και για την ιστορία: Επειδή είχα αναφερθεί στο Μεταβατικό Απόσπασμα, της Σπάρτης στο οποίο και εγώ το 1946 βρισκόμουνα με προϊστάμενο τον Ανθυπασπιστή Χωροφυλακής Κωστελέτο Σπυρίδωνα εκείνον τον γλυκύτατο άνθρωπο, για την ιστορία λοιπόν αναφέρω και τούτα τα θλιβερά:

Στο γυρισμό μου στη Σπάρτη με την ολιγοήμερη άδεια που βρισκόμουνα τον Αύγουστο μήνα στο χωριό μου και αμέσως τον επόμενο μήνα και συγκεκριμένα στις 22 Σεπτεμβρίου 1946 σε ενέδρα ανταρτών στη θέση Άγιοι Ανάργυροι Καρυών (πρώην Αράχωβας) Λακωνίας έντεκα (11) νεκρούς συναδέλφους είχαμε μεταξύ των οποίων και ο προϊστάμενος μας Κωστελέτος Σπυρίδων όπως και οι συνάδελφοι-φίλοι μου Φλώρος Χρήστος, Χριστόπουλος Παναγιώτης, και ο αλησμόνητος πολυαγαπημένος-για μένα- συνάδελφος, φίλος και συγχωριανός μου Παστραμάς Μιλτιάδης του Κων/ντίνου.

Και όλοι αυτοί με συν άλλα και άλλα βιαίως θανόντα όργανα τάξεως σωρούς νεκρών δημιούργησαν και δημιουργούν από φτωχά παιδιά ακόμη και της διπλανής δικής μας πόρτας.

Αγγελικές μορφές αυτά τα καλά παιδιά λογίζονται όμως όταν φορούν τη στολή του αστυνομικού οργάνου φονιάδες του λαού, «μπάτσοι του κερατά» και «γουρουνόφατσες» βαπτίζονται ο δε τελευταίος χαρακτηρισμός από γυναίκα του Ελληνικού Κοινοβουλίου προέρχεται!

Και αυτή η «κυρία» η οποία πίσω από ασυλία καλύπτεται με χαρά τους «φονιάδες του Λαού» δέχεται να την προστατεύουν από τους «μπάτσους του κερετά»!

Κύριε Πρόεδρε της Βουλής γιατί δε φωνάζετε και μάλιστα τρεις φορές: Φρουρά, Φρουρά, Φρουρά, για να προστατέψετε και άλλους κοινοβουλευτικούς που το «παίζουν» φοβισμένοι για να τους προστατέψετε από αυτούς τους «επικίνδυνους μπάτσους» που εκ καθήκοντος τους προστατεύουν παρά του ότι συνεχώς βρίζονται και λοιδορούνται!

Φίλοι απελθόντες συνάδελφοι, πέρα από τον σεβαστό Δάσκαλό μου παπα-Τριαντάφυλλο στον οποίο εδώ αναφέρθηκα, μια που και για σας λόγος έγινε, την ίδια ευχή σας απευθύνω στο να είναι αιώνια και:

Η δική σας Μνήμη!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου