ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μετάβαση χωρικού στην Αθήνα

μετάβαση-χωρικού-στην-αθήνα-552083

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Πολύ παλιά τα χρόνια της δικής μου εποχής. Φτωχός ο κόσμος των χωριών μας και ιδιαίτερα εννοώ από ρευστό χρήμα επειδή όλοι τους στα λιγοστά τους χωράφια και από το πρωί ως το βράδυ δούλευαν και τον «Αλωνάρη» με τον καρπό που συγκέντρωναν (συνήθως κυριαρχούσαν σιτάρι, καλαμπόκι και ρεβίθια) αφού κρατούσαν από το σιτάρι το ψωμί της χρονιάς τους πωλούσαν τα υπόλοιπα εισοδήματα -αν περίσσευαν- και εξοφλούσαν τα χρέη τους!

Σχεδόν κανένας τους δεν είχε χρήματα και αν είχε τέτοια ήταν πολύ λιγοστά όμως τα σπίτια τους ήταν γεμάτα καλούδια από τρόφιμα, χώρια που οι αυλές και οι κήποι τους δεν..χώραγαν άλλες κότες, χήνες και κουνέλια και όποτε επιθυμούσαν το τσουκάλι τους μοσχοβολούσε από κουνέλια στιφάδο και μαγειρεμένα κοκόρια.

Φιλόξενοι οι κάτοικοι των χωριών μας και αν ξένος επισκέπτης τύχαινε να περάσει από χωριό, ποτέ δεν έφευγε «νηστικός».

Κάποιος θα βρισκόταν μπροστά του και σε όποιο καφενείο κατέληγε ακόμη με συστολή και δειλά – δειλά θα τον πλησίαζε και αφού πρώτα τον καλωσόριζε στη συνέχεια, με αθώες ανακριτικές ερωτήσεις, θα μάθαινε ποιος είναι και πως βρέθηκε στο χωριό τους.

Και αφού γινόντουσαν φίλοι τον προσκαλούσε στο σπίτι του για φαγητό έστω και με ψωμοτύρι που όμως δεν έμεινε σε αυτό, αλλά με το φιλότιμο που είχαν όλοι τους πρόθυμα θα του μαγείρευαν το καλύτερο φαγητό, προκειμένου ο καινούριος τους φίλος να φύγει ευχαριστημένος και… χορτάτος.

Έτσι είχαν τα πράγματα με τη ζεστή φιλοξενία των χωρικών και κάποτε ένας εξ αυτών πήγε για δουλειές του στην Αθήνα.

Η καλή του συμβία ετοίμασε τα «σέα» και τα «μέα» του, έβαλε και στο τράστο ψωμί και δυο κλειδοπίνακα (στρογγυλά ξύλινα καλαίσθητα μπολ που σφραγιζόντουσαν με ξύλινο επίσης πώμα και μέσα σε αυτά έβαλε ελιές και τυρί, καλό νόστιμο προσφάι του ψωμιού, και του ευχήθηκε καλό του ταξίδι.

Με την πόστα από το Λιανοκλάδι (τραίνο με πολλές στάσεις κατά τη διαδρομή του) ύστερα από ώρες έφτασε κάποτε στο Σταθμό Λαρίσης των Αθηνών και περπατώντας βρέθηκε στην Ομόνοια.

Περνώντας μπροστά από την πόρτα ενός εστιατορίου ο σερβιτόρος που, με μια πετσέτα στον ώμο του, στεκόταν όρθιος, με χαμόγελο τον κάλεσε να περάσει σε αυτό που είχαν και όμορφα φαγητά.

Του γέλασε, τον καλημέρισε, τον ευχαρίστησε και περνώντας μέσα, στρογγυλοκάθισε σε κάποιο τραπέζι.

Ο σερβιτόρος του απαρίθμησε τα όμορφα φαγητά που είχε η κουζίνα τους και εκείνος παρήγγειλε κάποιο της αρεσκείας του ενώ το γκαρσόνι, πάντα ευγενές, συχνά τον ρωτούσε αν θέλει ετούτο ή εκείνο και ο καλός μας φίλος του απαντούσε καταφατικά κουνώντας το κεφάλι του ευχαριστημένος!.

Αφού έφαγε ένα σωρό και μέχρι σκασμού, χωρίς να παραλείπει κάθε τόσο να λέει και τα από καρδιάς ευχαριστώ του στον καλό και φιλόξενο άνθρωπο που τον κάλεσε για φαγητό, κάνοντας το σταυρό του πήρε τα όποια σέα, μέα και το τράστο του που δεν το είχε ακόμη ανοίξει και τούτο γιατί, προτίμησε να φάει «χάσκω ψωμί» και ετοιμάστηκε να φύγει.

Ο σερβιτόρος, κοιτάζοντάς τον παραξενεμένος, του λέει:

-Που πάτε;

-Θα πάου εκί κουντά στου πιδί του Άρι (Πεδίον του Άρεως) απ ήνι ου γιατρός απ’ θαμδί τα μάτιαμ. Κίστιρα απού κί θα πάου στι μπλατέα Τσαμερικής απ μεν μια ξαδέρφιμ κικί θα κιμθό του βράδ για να φίβγου για του χουριόμ άβριου του προυί.

-Μα εγώ δεν σας ερωτώ που θα πάτε όταν φύγετε από εδώ του απαντά ο σερβιτόρος… αλλά….

-Ποιους ρουτάτι, ιγό μόνοζουμ ίμι.

-Το ξέρω ότι είστε μόνος αλλά μιλάω πληθυντικό και όχι Ενικό.

-Πχί ίνι αφτί, ιγό δε γνουρίζου αυτούς τσανθρώπ αλλά μπορί να κάθουντι στα Καραβίδια ή στι Γκαριά (Καρυά) απ δεν ίχου παι μέχρι σίμιρα κι μπουρί να είνι κι τα παρατσούκλιατς κι δε ντα ξέρου όπους του δκόμ απ ίνι Καρβουνιάρς. Έτς μι ξέρνε ούλ, ινό το ιπόνιμουμ ίνε άλλου.

-Συγγνώμη αλλά οι Πληθυντικός και Ενικός δεν είναι άνθρωποι και δε μένουν σε άλλα χωριά και ούτε για το που θα πάτε σας ρώτησα. Εγώ σας είπα που πάτε επειδή, πριν φύγετε, πρέπει να πληρώσετε αυτά που φάγατε.

-Τι μες ρε πιδάκιμ τώρα.Ισί δε μι φώναξις να μι φιλοξινίις.

Αν σι φουνάξου ισένα κιέρς στου δκόμ του σπίτ για να φας κι να πχις ένα σουρό κρασί απ του γιουματάρ όταν σκιουθίς να φίις ιγό θα σπου να μι πληρόις; Τι μλες τώρα.

Αυτή την κουβέντα, που γινόταν στην πόρτα του εστιατορίου με μπερδεμένα λόγια και από το βάθος της κουζίνας, την άκουγε ο μάγειρας (η επιχείρηση ήταν δική του) και ρωτά το σερβιτόρο να του πει τι κουβέντα έχει με τον πελάτη του και γιατί φώναζαν έτσι.

Οπότε ο σερβιτόρος αναγκάστηκε να του πει τι συνέβαινε και ότι ο άγνωστος πελάτης που είχε φάει του σκασμού και το «έπαιζε χαζός», έτσι απάντησε στο μάγειρα ο σερβιτόρος, δεν ήθελε να πληρώσει.

Στο άκουσμα των όσων του είπε ο σερβιτόρος ένα τρανταχτό γέλιο ακούστηκε από την κουζίνα και ο μάγειρας, λέει στον σερβιτόρο.

-Άφησε Βασίλη το Χριστιανό να φύγει χωρίς να πληρώσει και δεν είναι χαζός. Αυτός ο άνθρωπος, για να σου λέει αυτά που σου λέει, ή Ρουμελιώτης ή Θεσσαλός είναι και δεν πειράζει που δεν πλήρωσε, εγώ σε σένα θα δώσω το μπαξίσι σου.

Ο καλός μάγειρας ήταν Ρουμελιώτης και γνώριζε από φιλοξενία των συμπατριωτών του.

Όμορφοι άνθρωποι τους οποίους, ακόμη και με το κερί του Διογένη, δεν τους βρίσκεις σήμερα.

Φίλοι μου αναγνώστες, να είστε πάντα καλά με το Θεό δίπλα σας!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου