ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

300 Μαργαριτάρια στον Βυθό

300-μαργαριτάρια-στον-βυθό-689634

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

55o Α

Οταν πεθαίνει ο άνθρωπος, πεθαίνουν όλα. Λάθος! Αν, για πρώτη φορά, ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα σού μίλησε, τότε ανοίγεις την καρδιά σου κι αρχίζεις να ζεις… Είν’ αλήθεια, όμως, ότι ο θάνατος είναι ο μεγαλύτερος, αλλά και ο αιώνιος ανταγωνιστής τής ζωής. Κανένας πόνος δεν είναι τόσο βαθύς, που να μπορεί να συγκριθεί με το θάνατο. Ο θάνατος, επίσης, είναι ο χειρότερος φίλος κι ο χειρότερος εχθρός τού ανθρώπου. Ο Ηρόδοτος είπε: «Όσο κι αν η ζωή είναι μικρή, κανένας απ’ όλους μας δεν υπήρξε, αδιάκοπα, τόσο ευτυχισμένος, που να μη πεθύμησε, πολλές φορές, κι όχι μόνο μία, το θάνατο, παρά τη ζωή. Οι συμφορές και οι αρρώστιες κάνουν να φαίνεται η ζωή σαν να’ χει μεγάλη διάρκεια, ενώ αυτή έχει μικρή». Γι αυτό, όταν η ζωή γίνεται βάρος, ο θάνατος είναι το καλύτερο καταφύγιο για τους ανθρώπους… Είναι ένα καλό για όλους. Είναι η νύχτα αυτής της ανήσυχης μέρας, που ονομάζουμε ζωή. Ο θάνατος είναι μία στιγμή, ενώ η ζωή είναι, συχνά, ένα μακρύ μαρτύριο. Αυτός που πεθαίνει, με το θάνατό του ξεπληρώνει κάθε του χρέος. Γεννιόμαστε για να πεθάνουμε, και πεθαίνουμε για να ζήσουμε! Ο θάνατος είναι μία τελείωση, όχι ένα τέλος. Η αρετή τού ανθρώπου λάμπει και ύστερα απ’ το θάνατο. Ο λαός λέει: «Ο θάνατός σου, η ζωή μου». Ο Χριστός, όμως, είπε: «Ο θάνατός μου, η ζωή σου». Από τον Όμηρο ακόμη, ήταν γνωστή η αφηρημένη έννοια τού πεπρωμένου – η Μοίρα, που καθορίζει την τύχη τών ανθρώπων και αποφασίζει για τον βίαιο θάνατο των πολεμιστών στον πόλεμο. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, Μοίρες λέγονταν οι τρεις κόρες τού Δία και της Θέμιδας, που αποφάσιζαν για την τύχη τών ανθρώπων. Τα ονόματά τους ήταν: Κλωθώ, Λάχεση και Άτροπος. Ανώτερη από τις μοίρες, ήταν η Ειμαρμένη, που αποφάσιζε και για την τύχη τών θεών. Η μεγαλύτερη από τις Μοίρες, η Κλωθώ, επισκοπούσε τη γέννηση των ανθρώπων, κρατώντας πλακάτη και, όταν ένας άνθρωπος γεννιόταν, αυτή έκλωθε το νήμα τής ζωής του. Άρχιζε να κλώθει αυτό το νήμα, που το μήκος του όριζε και τη διάρκεια της ζωής του. Η Λάχεση κρατούσε άτρακτο, τύλιγε το νήμα και διέταζε αυτά, που θα συνέβαιναν μελλοντικά. Δηλαδή, αντιπροσώπευε το λαχνό, που οριζόταν από τη Μοίρα για κάθε άνθρωπο. Η τρίτη από τις Μοίρες, η Άτροπος, ήταν επιφορτισμένη με την αποκοπή τού νήματος της ζωής των ανθρώπων, με ψαλίδι. Ο χρόνος τής ζωής, λοιπόν, κρέμεται ύπουλος πάνω απ’ τους ανθρώπους, ενώ, με πολλά γυρίσματά του, στρέφει, αντιστρέφει, καταστρέφει το δρόμο τής ζωής μας. Σ’ όλους τους θνητούς, ο θάνατος είναι κοινή μοίρα για όλους, αλλά κι αναγκαίος. Τα γεράματα κι ο θάνατος, όλα, είναι αχώριστα απ’ την ανθρώπινη φύση. Είναι γραφτό, λοιπόν, σ’ όλους να πεθάνουν. Ας τονιστεί και πάλι: Είναι κοινή η μοίρα, όλοι μας να φύγουμε απ’ τη ζωή. Ο θάνατος είναι η λύτρωση απ’ τις συμφορές, ο γιατρός για τα κακά, που είναι αγιάτρευτα. Μάλιστα είναι ο τελευταίος γιατρός στις συμφορές μας. Συχνά, οι άνθρωποι, στην προσπάθειά τους ν’ αποφύγουν το θάνατο, τον επιδιώκουν. Όμως, στους θνητούς, τόσο στους κακούς, όσο και στους καλούς, ταιριάζει η ανθρώπινη μοίρα, και όλα τα εγκόσμια δεν είναι, παρά μία σκιά, μία ονειροφαντασία. Ο Σωκράτης, στον υπέροχο επίλογο της απολογίας του, είπε: «Είναι πλέον ώρα ν’ αποχωρήσουμε. Εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιος, όμως, απ’ τους δυο μας βαδίζει προς το καλύτερο, είναι πράγμα άδηλο για τον καθένα από μας, εκτός απ’ το Θεό». Ο Σωκράτης μάς διδάσκει. ότι πρέπει νά’ σαι σοφός, για να πεθάνεις μια φορά. Οι άλλοι, οι πολλοί, πεθαίνουν για μικροπράγματα, κάθε μέρα. Ο Σοφοκλής επισημαίνει πως, αν ο θάνατος έρχεται πρόωρα, αυτό είναι ένα κέρδος. Γιατί, όποιος ζει, μέσα σε αναρίθμητα δεινά, πώς είναι δυνατόν να μην κερδίζει πεθαίνοντας;». Ο ίδιος θα προσθέσει: «Ο θάνατος, τότε μόνο είναι το μεγαλύτερο κακό, όταν τον παρακαλούμε να’ ρθει, κι αυτός δεν εισακούει στις παρακλήσεις μας». Ο Αριστοτέλης, μέσα από μία νιχιλιστική μάλλον διάθεση, ορίζοντας το τέλος τής ζωής μας με κριτήρια μάλλον επιστημονικά, θεωρεί ότι ο θάνατος είναι το πιο φοβερό απ’ όλα τα πράγματα, γιατί αποτελεί το τέρμα, πέρα απ’ το οποίο πιστεύει πως δεν υπάρχει τίποτε, ούτε καλό, ούτε κακό, γι αυτόν που πεθαίνει. Ο Αισχύλος, από την άλλη, εκφράζει την άποψη, που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Λέει: «Καλύτερα αξίζει ο θάνατος μια και καλή, παρά μία ζωή, που όλες οι μέρες της είναι γεμάτες αγωνία και πόνο». Ξέρουμε, άλλωστε, όλοι ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς λύπες, στεναχώριες, φροντίδες, βάσανα κι αρρώστιες. Και απ’ όλα αυτά, ο θάνατος, σαν γιατρός, μάς απαλλάσσει με τον αιώνιο ύπνο, έναν ύπνο χωρίς διακοπή, χωρίς πρωινά, που μας περιμένει ο μόχθος, χωρίς νύχτες με αϋπνίες. Καθώς μία μέρα, που την ζήσαμε καλά, μας χαρίζει και την απόλαυση του ήρεμου ύπνου, έτσι και μία ζωή, καλά βιωμένη, μας χαρίζει τον ήρεμο θάνατο. Πόσο καλός, λοιπόν, είναι ο θάνατος! Ο θάνατος κι ο αδερφός του ο Ύπνος. Τι είναι τάχα η ζωή; Ένα όνειρο δίχως ύπνο. Τι είναι τάχα ο θάνατος; Ένας ύπνος δίχως όνειρο. Υπάρχει κι ένας κοσμικός νόμος, που λέει ότι αυτοί, που θέλουν να πεθάνουν, είναι δάσκαλοι αυτών, που θέλουν να ζήσουν. Και όποιος έζησε, πρέπει να πεθάνει, και μέσα από τη φύση, θα περάσει στην αιωνιότητα. Ο θάνατος δεν έρχεται, παρά μόνο μία φορά. Όμως, γίνεται αισθητός κάθε στιγμή στη ζωή μας. Βέβαια, είναι πιο σκληρό να φοβάσαι το θάνατο, παρά να τον υποφέρεις. Γιατί αυτός, που φοβάται το θάνατο, έχει ήδη χάσει κάθε φιλοδοξία στη ζωή. Άλλωστε, το να φοβάται κανείς το θάνατο, είναι μεγάλος παραλογισμός, αφού είναι για όλους μας αναπόφευκτος και, σαν η ώρα φτάσει, κανένας δεν ξεφεύγει τη μοίρα του. Κανένας δεν παίρνει αναβολή, όταν κριτής είναι ο θάνατος! Μάλιστα για να εκτελέσει κανείς μεγάλα έργα, πρέπει να ζει, σαν να μην πρόκειται να πεθάνει ποτέ. Πάντως, όπου πεθαίνουν πολλοί, θάνατο μη φοβάσαι! Η ζωή, κατ’ άλλους, δεν είναι κάτι, που πρέπει να το καταφρονούμε. Και ο θάνατος δεν είναι κάτι, που πρέπει να το φοβόμαστε. Άλλο να αγαπάς τη ζωή, κι άλλο να φοβάσαι το θάνατο. Είναι κοινός πια τόπος ότι στην αυγή τής ζωής, από την πρώτη μας κιόλας ανάσα, μας περιμένουν χειρότερα πράγματα κι απ’ τον θάνατο. Κι αν ο θάνατος είναι φοβερός, γι αυτό δεν φταίει ο ίδιος ο θάνατος, αλλά εμείς. Πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι το να επιθυμεί κανείς το θάνατο, ταιριάζει μόνο σε δειλούς…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου