ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Κυριακή μετά τα Φώτα

κυριακή-μετά-τα-φώτα-784798

Του Πρωτοπρεσβύτερου Απόστολου Θάνου,

Εφημέριου Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Βόλου

Η αρχαία προφητεία του Ησαΐου, αγαπητοί αδελφοί, εκπληρώθηκε, όταν ο Ιησούς Χριστός ήλθε στον κόσμο. Κυρίως όμως, όταν άρχισε τη δημόσια δράση του περιοδεύοντας με τους μαθητές του χωριά και πόλεις της Παλαιστίνης και κηρύττοντας το Ευαγγέλιό του. Μέχρι τα τριάντα του χρόνια, ζούσε σχεδόν άγνωστος. Εκτός από την Παναγία Μητέρα του και τον μνήστορα Ιωσήφ, όλοι οι άλλοι όσοι τον έβλεπαν, όσοι του μιλούσαν, αγνοούσαν ποιος ήταν στην πραγματικότητα. Τον έβλεπαν σαν έναν έξοχο νέο, σπάνιου ηθικού χαρακτήρα, χωρίς να μπορούν να φανταστούν ότι μέσα στην αγνή ψυχή του κατοικούσε «παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς». Αυτά που λέγονται για θαύματα του Ιησού Χριστού στην παιδική του ηλικία δεν είναι αληθινά. Ανήκουν στη σφαίρα της ευσεβούς φαντασίας.

Πρώτοι είδαν το μέγα Φως οι μαθητές και Απόστολοί του. Όταν τον άκουσαν να διδάσκει, όταν αντίκρυσαν τη θεϊκή μορφή του. Το είδαν και το διαπίστωσαν, όταν πρόσεξαν το νερό να μεταβάλλεται σε γλυκύτατο κρασί, όταν είδαν να γεμίζουν τα πλοία τους με άφθονα ψάρια. Είδαν με τα μάτια τους «το σωτήριον του Θεού» και γοητεύτηκαν και έμειναν για πάντα κοντά του. Για χάρη του, για να απολαμβάνουν αδιάκοπα αυτή τη μορφή, χωρίς πολλή σκέψη άφησαν και δουλειές και σπίτια και οικογένειες και τα πάντα.

Τι γλυκύτητα, τι θαλπωρή, που έχει, πόση γοητεία ασκεί στην ταπεινή και καλοπροαίρετη ψυχή το Φως του Χριστού! Έτσι, αγαπητοί μου, είδαν το μέγα Φως και άλλοι πολλοί, πλήθη άπειρα ανθρώπων. Ζούσαν στο σκοτάδι, στην άγνοια, δούλευαν ακατάπαυστα στα πάθη τους, στις ροπές και κλίσεις της αμαρτωλής τους φύσης. Λαχταρούσαν την αλήθεια, τη λευτεριά από τα δεσμά της αμαρτίας. Πουθενά όμως φως. Μέχρι την ώρα την καλή, ώρα ευλογημένη, που γνώρισαν τον Ιησού Χριστό.

Τότε, με αγνή διάθεση, χωρίς δισταγμό, τον ακολούθησαν, έκλαψαν μετανοημένοι και ύστερα ενισχυμένοι από την αόρατη δύναμή του επιδόθηκαν στο ξερίζωμα των παθών και το φύτευμα των αρετών. Φιλάργυροι τελώνες μισούσαν το χρυσό και προσκολλούνταν στο Χριστό. Γυναίκες διεφθαρμένες, βουτηγμένες στο βούρκο της αμαρτίας, ανασύρονταν από τη Θεία Χάρη και γίνονταν καθαρές σαν το χιόνι και έβρισκαν πια στο εξής άρρητη ηδονή στο μίσος της αμαρτίας και στην αγάπη της αρετής.

Ας δοξάσουμε τον πανάγαθο Θεό και ας ευχηθούμε να είμαστε ανάμεσα σ’ αυτούς που είδαν το μέγα Φως, που γοητεύτηκαν από τη λάμψη του και που έμειναν για πάντα παραδομένοι στη λάμψη και θαλπωρή του. Αμήν.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου