Της Βαρβάρας Τσακουρίδου, ποιήτριας
Συνομιλούσαν πλάι μου δύο αξιοπρεπείς φτωχοί
πού είχαν όψη πενιχρή,
για της φτώχειας τους τα δεδομένα
με λόγια απείρως φλογισμένα
Ρώτα ο εις: Μένεις σε γκαρσονιέρα;
-όχι απαντά, ο άλλος δυστυχής
μένω σε εγκαταλελειμμένα
-φως, νερό; – Τίποτε απ’ όλα αυτά,
τα απαραίτητα αγαθά…
Όλα είναι κομμένα…
Κι’ η οικογένεια μακριά από μένα
πόνος και φτώχεια μαζί
κατορθώνει και επιζεί
Και ξάφνου, τα άκουσε ο Θεός…
και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς
Το ουράνιο τόξο
αργεί πολύ να βγει
μανδύα αδιάβροχο
ο κόσμος φορεί
Και εσύ, φρουρούμενος
εις την χλιδή σου
κρατάς φυλακισμένη
την έρημη ψυχή σου…
Με την μεγαλειότητα της αγάπης
συναντήθηκα
Κι’ ευλόγως αναρωτήθηκα
ο φτωχός δεν έχει άραγε
μερίδιο στο φως;
η μήπως η ανισότητα
είναι του νόμου η ισότητα;
της δικαιοσύνης της ανταμοιβής
αναλόγως της αξίας της ψυχής;