ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Το Αυστριακό Πρακτορείο»

το-αυστριακό-πρακτορείο-833035

Του Σεραφείμ Αθανασίου

Στη Χωροφυλακή υπηρέτησα πολλά χρόνια και ως εκ της υπηρεσίας μου έχω πάει σε πολλά μέρη της πατρίδας μας και λόγω δουλειάς γνώρισα πολύ κόσμο από την καλή και την ανάποδη, όπως λέει ο σοφός λαός μας.

Γνώρισα φτωχούς ανθρώπους, που ήταν κουβαρντάδες, φιλόξενοι και ανοιχτοχέρηδες με έξω καρδιά, όμως είχα γνωρίσει και άλλους με καλή οικονομική επιφάνεια, των οποίων, κυριολεκτικά, τα χέρια τους έτρεμαν σε περίπτωση που ήταν υποχρεωμένοι, σε μια παρέα φίλων, να τους κεράσουν έναν καφέ, για τον οποίο τη δραχμή, που έβγαζαν από την τσέπη τους, την έκλαιγαν μέσα τους.

Τέτοιες περιπτώσεις έχω από κοντά ζήσει και μπορώ να πω, χωρίς να είμαι ψυχολόγος, ότι οι άνθρωποι αυτοί υποφέρουν, επειδή έχουν εξαρτηθεί από τα υλικά αγαθά, ιδιαίτερα από το χρήμα, που, όσο συσσωρεύεται, θέλουν περισσότερο να αβγατίσει και νομίζω ότι πολύ το σκέπτονται, αν πρέπει να δώσουν ακόμη και στον άγγελό τους ένα ποτήρι νερό.

Και αυτοί οι, κατά τα άλλα, καλοί και υγιείς άνθρωποι, όμως άρρωστοι στη σκέψη συσσώρευσης υλικών αγαθών, βρίσκονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να εξαιρεθεί η δική μας πατρίδα, όπως δεν εξαιρέθηκε από τον καταραμένο κινεζικό ιό, που εδώ και μήνες χωρίς έλεος μας βασανίζει, παρά τις προσπάθειες των συμπαθέστατων Χαρδαλιά και Τσιόδρα.

Βρίσκονται, λοιπόν, οι τσιγκούνηδες ανάμεσα σε παρέες φίλων ή γνωστών και πολλές φορές, με διάφορες δικαιολογίες, αποφεύγουν να συνεχίσουν σε ομάδα φίλων σε περίπτωση, που, για παράδειγμα, σκεφθούν ότι εκεί που θα πάνε ίσως βρεθούν στην ανάγκη να βάλουν το χέρι στην τσέπη τους.

Θυμάμαι τέτοιες περιπτώσεις ακόμη και μεταξύ συναδέλφων, των οποίων η τσιγκουνιά δεν είχε όρια.

Σε παρέα φίλων, που ως άνθρωποι και αυτοί κάπου μπορούσαν να πάνε να ψυχαγωγηθούν τρώγοντας και πίνοντας και μια που βρίσκομαι στον Βόλο σε κανένα, ας πούμε, τσιπουράδικο, στο οποίο εγώ δυστυχώς έχω πολύ καιρό τώρα να πάω και από μακριά το σκέπτομαι και, γιατί να το κρύψω ζηλεύω, εκείνους, που τρώνε νόστιμα χταπόδια και μυρωδάτα σαγανάκια χωρίς να σκέπτονται και τους… άλλους, όμως, παρά τη ζήλια μου, τους εύχομαι καλή τους όρεξη και καλά να περνούν και πάμε παρά κάτω.

Στην παρέα, λοιπόν, αυτών των φίλων ο κατά τα άλλα άξιος, τσιγκούνης όμως συνάδελφος, έκανε τα αδύνατα δυνατά να βρει δικαιολογίες προσωπικές ή υπηρεσιακές (οι υπόλοιποι της παρέας γνωρίζαμε πως δεν είχε υπηρεσία) να μη μας ακολουθήσει, επειδή και εκείνος θα ήταν υποχρεωμένος να βάλει το χέρι στην τσέπη του στο τέλος της τσιπουροχταποδοκατάνυξης.

Θυμάμαι πως γι’ αυτούς τους τσιγκούνηδες συναδέλφους λέγαμε ότι στις τσέπες τους διατηρούν και ζωντανά καβούρια, που δαγκώνουν τα χέρια τους, όταν πρόκειται να βγάλουν χρήματα. Δεν είναι μόνο τέτοιες περιπτώσεις και η τσιγκουνιά πολλών δεν έχει όρια.

Θυμάμαι πριν χρόνια μια περίπτωση στη Ρόδο.

Είχα αποστρατευθεί από τη Χωροφυλακή, διατηρούσα το κτηματομεσιτικό μου γραφείο και είχα μεσολαβήσει σε μια αγοραπωλησία στη Ρόδο.

Και ενώ αρχικά ο αγοραστής με ευχαριστούσε για την καλή αγορά, που μέσω του γραφείου μου είχε κάνει, την ημέρα του συμβολαίου και στο γραφείο του συμβολαιογράφου όταν ήρθε η ώρα να μου δώσει την προμήθειά μου, που από την αρχή γνώριζε σε τι ποσόν ανερχόταν, έφερνε αντιρρήσεις, μου έκανε ξανά «παζάρια» και όταν τελικά μου έδιδε τα χρήματα τα χέρια του έτρεμαν από τη στενοχώρια του.

Ρόδιος ο πολύ τσιγκούνης αγοραστής, αυτός όμως δεν είναι λόγος να χαρακτηριστούν όλοι οι Ροδίτες τσιγκούνηδες, γιατί γνωρίζω και εκεί ανθρώπους, που είναι ανοιχτοχέρηδες και γίνονται θυσία για τους φίλους τους, ιδιαίτερα στα χωριά της νήσου Ρόδου, όπως συμβαίνει και με τους άλλους νησιώτες του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, οι οποίοι, σε περίπτωση που καλά σε γνωρίζουν, κυριολεκτικά γίνονται θυσία.

Και γιατί εδώ αναφέρομαι στον «τσιγκούνη» Ροδίτη και τους άλλους απλοχέρηδες συμπατριώτες του, κάνετε υπομονή, συνεχίστε να διαβάζετε αυτά που εδώ γράφω και θα καταλάβετε γιατί αναφέρω και τους απλοχέρηδες!

Αλλοτε πάλι για την ίδια αιτία της μεσολάβησής μου στην αγορά πολύ καλού ακινήτου από γνωστό γιατρό της πόλεώς μας, εννοώ τον Βόλο, δεν θα ξεχάσω την ώρα που μου έδιδε τα χρήματα και είχε κυριολεκτικά αρρωστήσει, έτρεμαν τα χέρια του και αναγκάστηκα να του πω:

-«Γιατρέ, σας παρακαλώ ηρεμήστε να μη πάθετε τίποτα και μετά με πληρώνετε».

Τώρα και πάλι μπορεί να με ρωτήσετε γιατί τα γράφω, ακούστε λοιπόν ή, στο πιο σωστό, διαβάστε.

Για τους Βολιώτες και γενικά τους Πηλιορείτες κυκλοφορούν φήμες ότι είναι τσιγκούνηδες και ίσως για την τσιγκουνιά τους τούς ονομάζουν Αυστριακούς.

Τώρα γιατί τους λένε έτσι δεν το έχω ψάξει, αλλά όταν κανείς αναφέρεται στους Αυστριακούς οι κακές γλώσσες λένε ότι θυμάται τους Βολιώτες, αλλά και αυτό δεν ξέρω αν είναι σωστό. Για να μη θεωρηθώ λοιπόν ξερόλας και τα κάνω θάλασσα δεν συνεχίζω στο γιατί το λένε έτσι.

Ομως, μια που όλους τους Βολιώτες μάς λένε τσιγκούνηδες και επειδή πιο πάνω, για να δικαιολογήσω τη γραφόμενά μου, ανέφερα διάφορα παραδείγματα τσιγκούνηδων, οι οποίοι παντού υπάρχουν, στη Χωροφυλακή, στη Ρόδο, στον Βόλο, στο Πήλιο και όπου αλλού μπορεί κανείς να αναφερθεί, ας γυρίσουμε και την άλλη όψη του ιδίου νομίσματος.

Εκεί, στην άλλη όψη, θα δούμε ακόμη και τελείως φτωχούς ή και μεσαίας τάξης να είναι ανοιχτόκαρδοι, οι οποίοι στις παρέες τους ή οπουδήποτε αλλού προκειμένου να ευχαριστήσουν τον φιλοξενούμενό τους δεν υπολογίζουν ακόμη και τις ελάχιστες δραχμούλες, που μπορεί να έχουν στις τσέπες τους.

Και γράφοντας δραχμούλες θυμήθηκα με συγκίνηση το δικό μας νόμισμα, εκείνη την αγαπημένη μας δραχμούλα, που χωρίς να το καταλάβουμε ένα πρωινό χάσαμε και τότε στο μανάβικο τις ντομάτες τις αγόραζες στο κιλό 100 δραχμές, αμέσως την επομένη με την κυκλοφορία του ευρώ το ίδιο κιλό το έπαιρνε κανείς ένα ευρώ και χαιρόταν κιόλας χωρίς ακόμη να έχει συνειδητοποιήσει ότι στις 100 δραχμές αυτόματα είχαν προστεθεί άλλες 247, επειδή το ένα ευρώ 347 δραχμές νομίζω στοιχίζει. Κατά τα άλλα πολύχρονοι να είναι η Μέρκελ και ο θερμός μας «φίλος» Σόιμπλε.

Και εκείνοι οι κουβαρντάδες και φιλόξενοι άνθρωποι που συναντά κανείς σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας κυριολεκτικά γίνονται θυσία για κάποιον φίλο τους, για κάποιον γνωστό τους.

Θυμάμαι για παράδειγμα εκεί στην Αργαλαστή του Νοτίου Πηλίου, που και εγώ ως αστυνόμος κάπου δύο χρόνια (1965 – 1966) υπηρέτησα και χωρίς να ζητούν, από την Αστυνομία, κάποιο αντάλλαγμα (όλοι οι κάτοικοι στα έχει τους, ήταν και εξακολουθούν να είναι άρχοντες με τα κελάρια των σπιτιών τους γεμάτα καλούδια και από την ευλογημένη δική τους γη.

Αυτοί λοιπόν οι φιλόξενοι κάτοικοι της Αργαλαστής τούς εκεί χωροφύλακες του σταθμού σαν παιδιά δικά τους έβλεπαν και ο σταθμός, ιδιαίτερα Πάσχα και Χριστούγεννα, από σπιτικά γλυκά, πασχαλινά αβγά και άλλες λιχουδιές γέμιζε.

Και εκτός αυτών τους χειμερινούς μήνες και πριν καλά καλά τελειώσουν τα ξύλα της σόμπας του σταθμού, η μικρή αυλή του κτιρίου μας γέμιζε καυσόξυλα και πολλές φορές τα ξεφόρτωναν εκεί, χωρίς να τους βλέπουμε.

Ως προς την αφεντιά μου όταν για πρώτη φορά πήγα εκεί τον Φεβρουάριο του 1965 και χωρίς την οικογένειά μου (η σύζυγός μου υπηρετούσε ως δασκάλα σε Δημοτικό Σχολείο της Ρόδου και δεν μπορούσε να με ακολουθήσει, λόγω λειτουργίας των σχολείων) και επειδή τότε δεν υπήρχαν στην Αργαλαστή εστιατόρια, παρά μόνο μια ταβέρνα σε μακρινή απόσταση αρχικά, με δική τους επιθυμία και εναλλάξ, με ανέλαβαν σαν τρόφιμο οι έγγαμοι συνάδελφοί μου, υπενωμοτάρχης Απόστολος Τίγκας και οι χωροφύλακες Κων/νος Πούλιος και Ευάγγελος Τσιόλας.

Επειδή όμως, με εκείνη την αυστηρή πειθαρχία που επικρατούσε τότε, βάσει κανονισμών, είχα και τον φόβο τιμωρίας από την προϊσταμένη μου αρχή λόγω «χαλάρωσης της πειθαρχίας» αισθανόμουνα άσχημα που δεχόμουνα καθημερινά φαγητό από τους υφισταμένους μου και αυτό φαίνεται το πληροφορήθηκε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ένας, σαν τους άλλους, νοικοκύρης του χωριού, που εκτός από κτηματίας διατηρούσε και καφενείο στην πλατεία της Αργαλαστής.

Χωρίς λοιπόν να το περιμένω ο Δημήτρης, τον οποίο εν τω μεταξύ είχα καλά γνωρίσει στο καφενείο που διατηρούσε, φιλικά, φορτικά θα έλεγα, μου πρότεινε να μου φέρνει στον σταθμό κάθε μεσημέρι φαγητό και κάποια στιγμή το δέχτηκα, επί πληρωμή βέβαια, και αυτό κράτησε μέχρι τον Ιούλιο μήνα, κάπου δηλαδή έξι μήνες.

Αλλά μαύρη πληρωμή έκανα σε εκείνον τον καλό και φιλόξενο άνθρωπο, τον οποίο για να τον πληρώσω πολλές φορές τον κυνηγούσα στις σκάλες του σταθμού, χώρια που η μερίδα ενός στομάχου δεν ήταν μερίδα, ιδιαίτερα όταν έφερνε κάτι νοστιμότατα κρεατικά γάλακτος, αλλά διπλάσια μερίδα και τότε δοκίμαζαν τη νοστιμιά του φαγητού και όσοι συνάδελφοι βρισκόντουσαν στον σταθμό.

Τότε τρώγοντας κρεατικά έπιναν, πίναμε κιόλας, το κρασάκι, που, χωρίς να του το πούμε, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου το έφερνε, η δε φιλοξενία του μένει αλησμόνητη, όπως αλησμόνητη μένει και η φιλία του που κράτησε χρόνια και μετά την αναχώρησή μου από την Αργαλαστή.

Και δεν ήταν μόνο η φιλία με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου που κράτησε χρόνιαν υπήρξαν και άλλοι ζεστοί και φιλόξενοι άνθρωποι από την Αργαλαστή, όπως ήταν και άλλοι φίλοι μου που δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχουν στη ζωή και αυτοί ήταν οι Κονιόρδος Δημήτρης, Σατραζέμης Νίκος, Ρακκής Κων/νος γιατρός του χωριού, Τηλέμαχος Σολίνης, Φωτεινάκης, Ακροτηριαννάκης Γιώργος ειρηνοδίκης και ο ιδιαίτερα αγαπημένος μου φίλος Γιώργος Γαλλέας συμβολαιογράφος, ο οποίος ζει και …βασιλεύει στο μαγνησιακό στερέωμα.

Γεια σου καλέ μου φίλε Γιώργο, που έχω μερικούς μήνες να σε δω και προσεύχομαι να είσαι καλά, όπως άλλωστε είσαι, επειδή σε ακούω καμιά φορά και από τηλεφώνου, παρά τις δυσκολίες και των δυο μας να ακουγόμαστε καθαρά επειδή μάλλον οι τηλεφωνικές μας συσκευές έχουν πρόβλημα και όχι η ακοή μας, όπως κακές γλώσσες δικών μας φίλων και συγγενών πάνε να μας φορτώσουν.

Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι, όπως όλοι τους στα χωριά του Πηλίου, εάν καλά σε μάθουν, γίνονται θυσία και οι πόρτες των σπιτιών τους ανοίγονται διάπλατα, χωρίς να περιμένουν κάποιο αντάλλαγμα όπως άλλωστε τότε ανοιγόντουσαν πόρτες σπιτιών και σε όλα τα χωριά της Ελλάδος επειδή οι Ελληνες, στη μεγάλη τους πλειονότητα, είναι φιλόξενοι, ακόμη και τη σήμερον ημέρα, που όλους μάς διακατέχει φόβος και τρεμούλα όμως ως ευκολόπιστοι, ακόμη και με ένα χαμόγελο αγνώστου, τον εμπιστευόμαστε, του ανοίγουμε την πόρτα και εκείνος, αντί ευχαριστώ, μας κόβει και την καρωτίδα.

Ας επιστρέψω όμως στον τίτλο της γραφής μου.

Πριν χρόνια δύο φίλοι μου, στην Καρτάλη, μεταξύ Ιάσονος και Δημητριάδος, διατηρούσαν μανάβικο και πολλές φορές πηγαίνοντας εκεί το κουτσομπολεύαμε κιόλας.

Μια μέρα που πολλοί πελάτες τους ψώνιζαν, έρχεται στο μανάβικο και ένας δικός μου φίλος, που πίσω του τον σχολίαζαν ότι ήταν φοβερά τσιγκούνης και αυτό το είχε ο ίδιος μάθει χωρίς να του κακοφαίνεται και, μπορώ να πω, το διασκέδαζε κιόλας.

Αρχισε να ψωνίζει, αλλά είχε και τα κέφια του για αυτό πήρε μόνο δύο ντομάτες, ισάριθμες μπανάνες, τα ζύγισε και ρώτησε πόσο κάνουν, παίρνοντας την απάντηση.

Κατσούφιασε ο φίλος μου, μου έκλεισε το μάτι και από τη ζυγαριά έβγαλε μία ντομάτα, μια μπανάνα και τα εναπομείναντα πλήρωσε.

Κάποιος έβαλε τα γέλια, αλλά και εκείνος αφού γελώντας τους κοίταξε όλους, είπε.

-Τσιγκούνη και Αυστριακό δεν με λέτε; Ορίστε, λοιπόν, σας δείχνω την τσιγκουνιά μου για να με γνωρίσετε καλύτερα.

Ολοι βέβαια γελάσαμε, ενώ εκείνος στη συνέχεια άρχισε να γεμίζει το καλάθι του ψώνια για το σπίτι του, αλλά με παράκληση του Αχιλλέα (του μανάβη) μας είπε μια δική του ιστορία που του είχε συμβεί στην Αθήνα.

Βρισκόταν, μας είπε, για δουλειές του στην Αθήνα και όταν τις τελείωσε σταμάτησε στον δρόμο ταξί και σοβαρά λέει στον οδηγό.

-Παρακαλώ, πηγαίνετέ με στο Αυστριακό Πρακτορείο.

Και ο οδηγός περισσότερο σοβαρός από τον πελάτη του απαντά.

-Μάλιστα κύριε και συνέχισε την οδήγηση χωρίς να μιλάνε, οπότε κάποια στιγμή ο πελάτης ρωτά τον οδηγό.

-Ξέρετε καλά πού βρίσκεται το Αυστριακό Πρακτορείο;

-Και βέβαια ξέρω, στις Τρεις Γέφυρες είναι. Το Πρακτορείο του Βόλου δεν θέλετε;

-Ναι αλλά εσείς πώς το ξέρετε αυτό, ενώ εγώ σας είπα να με πάτε στο Αυστριακό Πρακτορείο;

-Μα καλέ μου φίλε καλά το ξέρω, επειδή και εγώ Βολιώτης είμαι και οι εδώ συνάδελφοί μου Αυστριακό με λένε και όχι μόνο έτσι αλλά μου έχουν κολλήσει και τη ρετσινιά ότι είμαι τσιγκούνης.

Γέλασαν και οι δυο τους, έγιναν φίλοι και άφησαν τους άλλους να τους φωνάζουν τσιγκούνηδες.

Ακούγοντας τα όσα μας είπε σκάσαμε στα γέλια και χειροκροτήσαμε τον τσιγκούνη φίλο μας που δεν ήταν τσιγκούνης όμως, επειδή ήταν Βολιώτης, του είχε βγει το όνομα! Οπως λέμε όλοι συχνά, καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου