ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Σαλαμίνα: Η Ναυμαχία του Κόσμου

σαλαμίνα-η-ναυμαχία-του-κόσμου-849493

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή

[email protected]

Ο περσικός στρατός, μετά τη νίκη στις Θερμοπύλες, συνέχισε την πορεία του προς τη Βοιωτία και την Αττική. Ο Θεμιστοκλής μίλησε στους Αθηναίους και, προβλέποντας κινδύνους για την περιοχή και την ίδια τους τη ζωή, τους προέτρεψε να εγκαταλείψουν την Αθήνα και να καταφύγουν στα «ξύλινα τείχη», δηλ. στα πλοία, επικαλούμενος το χρησμό της Πυθίας. «Και άρχισε αμέσως η τραγική εκείνη μετανάστευση των γυναικών, των παιδιών, των γερόντων… Αλλοι σώθηκαν πηγαίνοντας στην Τροιζήνα, άλλοι στην Αίγινα και κάποιοι στη Σαλαμίνα». Οι νέοι επάνδρωσαν τις τριήρεις του στόλου και οι μόνοι που παρέμεναν στην πόλη ήταν οι ασθενείς και οι ηλικιωμένοι.

Εν όψει του κινδύνου κατάληψης και της Πελοποννήσου, κατέφθασαν στη Σαλαμίνα όλοι οι αρχηγοί με τα πλοία τους και συζήτησαν τον τρόπο αντιμετώπισης του περσικού στόλου. Ο Σπαρτιάτης Ευριβιάδης πρότεινε να παραταχθεί ο ελληνικός στόλος στον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ ο Θεμιστοκλής να ναυμαχήσουν εκεί. Στις διαβουλεύσεις κάποιοι αγρίεψαν και ο Ευριβιάδης επιχείρησε να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή, ο οποίος, αποφεύγοντας το χτύπημα, απάντησε στον Σπαρτιάτη στρατηγό: «Πάταξον μεν, άκουσον δε»! (Κατά τον Ηρόδοτο, δεν έγινε ποτέ το επεισόδιο, ούτε ελέχθη η φράση από τον Θεμιστοκλή. Αντάλλαξε κουβέντες μόνο με τον Αδείμαντο). Τελικά, όλοι συμφώνησαν με την πρόταση του διορατικού Αθηναίου αρχηγού.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι ο ελληνικός στόλος, που παρατάχθηκε στα Αμπελάκια, αποτελούνταν από 378 τριήρεις (η τριήρης, εξέλιξη της διήρους, ήταν κωπήλατο πολεμικό πλοίο με τρείς σειρές κωπηλατών, έπλεε με πρωτοφανή ταχύτητα), ο Αισχύλος, ο οποίος έλαβε μέρος στη ναυμαχία, από 300 τριήρεις και ο Υπερείδης από 220. Στο συμβούλιο, αρχηγός του στόλου χρήστηκε ο Θεμιστοκλής και διοικητής ανέλαβε ο Σπαρτιάτης Ευριβιάδης, παρόλο που η Σπάρτη δεν είχε ναυτική παράδοση.

Πριν τη ναυμαχία συνεδρίασαν στο Φάληρο και οι Πέρσες και στη συζήτηση για την αντιμετώπιση των Ελλήνων υπήρξαν μεταξύ τους διχογνωμίες. Ο συνετότερος λόγος όλων ήταν της Αρτεμισίας Α΄ της Καρίας, βασίλισσας της Αλικαρνασσού, υποτελούς στους Πέρσες, η οποία, απευθυνόμενη στον Μαρδόνιο, μεταξύ άλλων είπε τα εξής:

«… Πες στον βασιλιά (τον Ξέρξη), Μαρδόνιε, …μην δώσει μάχη στη θάλασσα. Οι άνδρες τους (οι Ελληνες) είναι ανώτεροι από τους δικούς μας… Αν δεν επιτεθεί και κρατήσει το στόλο στην ακτή…, θα πετύχει τους στόχους του χωρίς κόπο… Αν όμως αποφασίσει να ναυμαχήσει, φοβάμαι ότι ο στόλος μας θα καταστραφεί. Πες και αυτό στον βασιλιά, τον πιο άριστο άνδρα στον κόσμο, ότι κανένας από τους Αιγύπτιους, τους Κύπριους, τους Κίλικες και τους Πάμφυλους, τους δήθεν σύμμαχους του, δεν θα μας ωφελήσει». Τελικά, ο Ξέρξης (519-475) αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους Ελληνες στη Σαλαμίνα με το στόλο του, στον οποίο έλαβε μέρος και η Αρτεμισία, επικηρυγμένη από τους Ελληνες αντί 10.000 αττικών δραχμών.

Η ναυτική δύναμη των Περσών περιελάμβανε 1.207 πλοία. Τον αριθμό αυτόν αποδέχεται και ο Ηρόδοτος, αν και οι περισσότεροι φαίνεται να δέχονται ότι τα περσικά πλοία δεν υπερέβαιναν τα 600 με 800. Αρχηγοί του στόλου, εκτός από τον Μαρδόνιο, ήταν ο Αριαβίγνης και ο Αχαιμένης (ομοπάτριοι του Ξέρξη) και ο Μεγάβαζος.

Tη νύχτα, ο πανέξυπνος Θεμιστοκλής έστειλε κρυφά στο περσικό στρατόπεδο το δούλο Σίκινο να πει, ψευδώς βέβαια, στους αρχηγούς των βαρβάρων, ότι οι Ελληνες αποφάσισαν να αποχωρήσουν, μεγάλη ευκαιρία για να τους καταστρέψουν με άνεση. Αυτοί τον πίστεψαν και έκλεισαν τον κόλπο. Το πρωί ο Ξέρξης ανέβηκε στο όρος Αιγάλεω για να παρακολουθήσει τη ναυμαχία, να χαρεί τη νίκη του, καθισμένος σε θρόνο με ασημένια πόδια.

2.500 χρόνια πριν, στο λυκαυγές της 22ας Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. αντήχησε πρώτη η σάλπιγγα του Ευριβιάδη. Αμέσως επανέλαβαν το σύνθημα οι σάλπιγγες των υπολοίπων στρατηγών και όλα τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων, με όλη τη δύναμή τους, τραγούδησαν: «Ω΄ παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδες, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων. Νυν υπέρ πάντων αγών». Η ελληνική παράταξη όρμησε μπροστά, το ίδιο έκαναν και τα περσικά πλοία. Η ναυμαχία γενικεύτηκε. Όταν νύχτωσε, η λαμπερή πανσέληνος φώτισε την Ελλάδα και φάνηκε ο θρίαμβος των Ελλήνων. Ο αλαζόνας και υπερόπτης Ξέρξη, που αγνόησε το μήνυμα της Αρτεμισίας, έπεσε στην παγίδα του Θεμιστοκλή. Η ήττα απροσδόκητη, ήταν και οδυνηρή.

Ο Αισχύλος στους «Πέρσες» έτσι περιγράφει τη ναυμαχία: «… σε λίγο δε μπορούσες πια να βλέπεις τη θάλασσα γεμάτη απ’ τα ναυάγια και τα κορμιά των σκοτωμένων και τριγύρα οι ακρογιαλιές μυρμήγκιαζαν κι οι ξέρες από κουφάρια. Τότες όσα ακόμη καράβια είχαν μείνει δίχως τάξη ρίχνονταν στο φευγιό λαμνοκοπώντας γοργά…, με κομμάτια κουπιών ή ναυαγίων συντρίμμια βαρούν, τσακίζουν ράχες κι ένας βόγγος εσκέπαζε και θρήνος του πελάγου την άπλα ολούθε, ώσπου της μαύρης νύχτας έπεσ’ η σκοτεινιά κι όλα τελείωσαν. Της συμφοράς το πλήθος μήτε δέκα μέρες κι αν είχα στη σειρά, δε θα μπορούσα να εξιστορήσω ολάκερο, γιατί να ξέρεις, ποτέ σε μια μονάχα μέρα τόσοι πολλοί δεν αφανίστηκαν ως τώρα».

Η πανωλεθρία του στόλου του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ανάγκασε τον Ξέρξη να τραπεί σε φυγή, να επιστρέψει στην Περσία. Μετά τον θρίαμβο στον Μαραθώνα, τον άθλο και τον ηρωισμό των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων στις Θερμοπύλες, η νίκη στη Σαλαμίνα, υπόδειγμα ηγεσίας και στρατηγικής, αποτέλεσε ιστορικό πρότυπο. Σύμφωναμε τους ιστορικούς, αν στη Σαλαμίνα, την πιο σημαντική ναυμαχία της ανθρώπινης ιστορίας, νικούσαν οι Πέρσες, ο δυτικός ευρωπαϊκός πολιτισμός, χωρίς τα επιτεύγματα του αθηναϊκού Χρυσού Αιώνος, θα βυθιζόταν στο σκοτάδι της αμάθειας, θα μαράζωνε.

Η τελική νίκη των Ελλήνων εναντίον των Περσών σημειώθηκε ένα χρόνο μετά, στις Πλαταιές, τότε τερματίστηκαν οι Μηδικοί Πόλεμοι.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου