ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

300 Μαργαριτάρια στον Βυθό

300-μαργαριτάρια-στον-βυθό-757768

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

29ο

Αρχίζει να νυχτώνει. Κοιτάζω απ’ τη βεράντα μου τα μακρινά βουνά και οσμίζομαι την ερημιά. Σε λίγο, θ’ ακούσω, μες στα κλαριά και στα νερά, το σύρσιμο της νύχτας. Βρέχει ασταμάτητα. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας και γίναμε όλοι σπλαχνογνώστες. Μαζέψαμε γύρω μας όλους τους αγαπημένους. Πάλι μόνοι μας είμαστε! Μόνο ο Θεός μπορεί να σπάσει το φράγμα τής απέραντης μοναξιάς. Αν δεν υπάρχει Θεός, δεν έχεις με ποιον να μιλήσεις. Αν δεν υπάρχει Θεός, είσαι απόλυτα μόνος. Και φοβάσαι. Δύο αισθήματα εμπνέει ο Θεός. Φόβο, όταν τον αισθάνεσαι σαν κάτι έξω από σένα, και γαλήνη, όταν τον αισθάνεσαι μέσα σου, ταυτισμένο με σένα. Αρχίσαμε να πονάμε. Ο πόνος είναι το αλέτρι, που ανοίγει στην ψυχή μυστηριώδη αυλάκια για να εισδύσει η Θεία Δύναμη. Φορέσαμε (μάλλον μας φόρεσαν) μάσκες να προστατευτούμε. Όμως, της υποκρισίας τη μάσκα, που τη φοράμε πάντα, αυτή πρέπει να βγάλουμε, για να εξασφαλίσουμε την ηθική μας υγεία! Έχουμε υποχωρήσει στα μικροπράγματα, η συνείδησή μας αμβλύνθηκε, η ψυχή μας δεν είναι καθαρή και φιλόθεη, σταματήσαμε τα ζωοποιά μας έργα, πήραμε αποφάσεις χωρίς σκέψη και φέραμε καταστροφή, δίχως θεραπεία. Οι φτωχοί τού κόσμου ζητούν φαγητό, οι πλούσιοι όρεξη. Όνειρα άσπλαχνα άρχισαν να γρατσουνίζουν τα μελίγγια μας. Δεν είναι πια μονάχα μία φωνή, που νιώθουμε να μας σκίζει τα σωθικά, δεν είναι πια μονάχα η αχόρταγη χοντρόπετση γενιά μας, μήτε και ανθρώπου μόνο πια φωνές, που αναβλύζουν μέσα μας. Μουγκανητά, ουρλιάσματα, κελαηδίσματα, γέλια και κλάματα, σαν αφρισμένα κύματα, πηδούν, αναπηδούν, μέσα από το είναι μας. Κι όλη, συθέμελη, ματωμένη, η Ελλάδα κλυδωνίζεται. Τον Έλληνα τον ρημάξανε στην πείνα και στην αρρώστια. Τον αφήσανε χωρίς φωτιά, χωρίς στοργή, ανυπεράσπιστο, με μόνο μία χλωμή γυναίκα στο πλευρό του. Και τώρα, σαν βόδια που, σκυμμένα στο ζυγό, οργώνουνε τη χέρσα γη, το ανθρώπινο αυτό ζευγάρι καλλιεργεί και θερίζει το μόχθο του, και στα μαύρα αυλάκια, παραχώνει το σπόρο τής ελευθερίας. Μέσα σε τόση μαυρίλα, ελευθερώνονται τα χέρια και σηκώνουν ψηλά τη σημαία… Δεν ξέρουμε πια πού πηγαίνουμε, αλλά και πού βρισκόμαστε. Κάτω απ’ την καρέκλα μας, ποιοι είναι; Πού στέκεται η καρέκλα μας; Ποιος πλαγιάζει στο κρεββάτι μας; Όχι εμείς… Όχι εμείς…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου