ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Το «Ανσλους» της Αυστρίας και ο νεοφανής άγιος

το-ανσλους-της-αυστρίας-και-ο-νεοφαν-24268

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή

[email protected]

Στις 12 Μαρτίου 1938 η Βέρμαχτ διέσχισε τα αυστριακά σύνορα, στις 13 ανακήρυξε την Προσάρτηση («Ανσλους») της Αυστρίας και στις 15 Μαρτίου ο Χίτλερ απευθύνθηκε σε εκατοντάδες χιλιάδες παραληρούντες Αυστριακούς, από τον εξώστη του αυτοκρατορικού παλατιού. Μετά τη λήξη του Β’ Π.Π., αυτή η συνεργασία των Αυστριακών με το Γ’ Ράιχ δεν θεωρήθηκε επιλήψιμη και κανένας δεν κατηγορήθηκε ως συνεργάτης των Γερμανών! Αντιθέτως, με τις ευλογίες των Συμμάχων, χαρακτηρίστηκαν… θύματα της παράλογης περιόδου, ενώ αργότερα, επιμένοντας στη σπουδαιότητα της ναζιστικής φιλίας (!), εξέλεξαν ως πρόεδρο της Αυστρίας τον ναζί Κουρτ Βαλντχάιμ (1986-1992).

Για να νομιμοποιηθεί η Προσάρτηση, οργανώθηκε στις 10 Απριλίου δημοψήφισμα, το οποίο υπερψήφισαν οι Αυστριακοί oμοθυμαδόν. Το σύνολο των κατοίκων (99,75%) ενέκριναν τη συνοδοιπορία της πατρίδας τους με τη ναζιστική Γερμανία, ενώ, όπως αποδείχθηκε, σε εκείνο το ελάχιστο ποσοστό 0,25% που δεν την ψήφισαν, ήταν και ένας αγρότης, κάτοικος στο Σανκτ Ράντεγκουντ της Ανω Αυστρίας, στα σύνορα με τη Βαυαρία.

Όταν το βράδυ ανοίχθηκε η κάλπη, η μοναδική αρνητική ψήφος στο ορεινό χωριό των Αλπεων ανήκε στον Φραντς Γαιγκερσταίτερ (1907-1943). Ο Φραντς, οικογενειάρχης και πατέρας τριών μικρών κοριτσιών, ζούσε μια ειρηνική αγροτική ζωή στο καταπράσινα ορεινά λιβάδια των Αλπεων και, ως ενεργό μέλος των καθολικών της ενορίας του, έβαζε την κρίση και τη δικαιοσύνη του Θεού πάνω από την κρίση και τη δικαιοσύνη των ανθρώπων. Πιστός σε όσα εντέλλεται το ιερό Ευαγγέλιο, θεωρούσε το «ου φονεύσεις» υπεράνω κάθε εντολής του Κυρίου. Στο δημοψήφισμα έριξε αρνητική ψήφο, διότι δεν μπορούσε να συνταχθεί με τον ναζισμό και τη φονική του ιδεολογία. Εξάλλου, δεν έπαιρνε τα επιδόματα που χορηγούσε το κράτος, δεν χειροκροτούσε στις ναζιστικές ομιλίες, δεν προσέφερε τον όβολό του στον έρανο για τον ναζιστικό στρατό. Παρόλο που γνώριζαν οι συγχωριανοί του την «επανάστασή» του, του φέρονταν καλά, η σχέση τους μαζί του κυλούσε χωρίς προβλήματα, ώσπου…

…μια μέρα του 1943 όλα ανατράπηκαν. Η ζωή του Γαιγκερσταίτερ άλλαξε τελείως. Η κοινοποίηση της επιστράτευσης επέβαλε την παρουσίασή του σε στρατιωτική μονάδα και ύστερα στο μέτωπο, να πολεμήσει υπέρ των κελευσμάτων του Χίτλερ. Δεν πτοήθηκε, όμως, καθόλου από τη δυσάρεστη εξέλιξη, μάλιστα όλοι εξεπλάγησαν μόλις έμαθαν την απόφασή του να μην παρουσιαστεί στο στρατόπεδο. Προκειμένου να μην απεμπολήσει τα ιδανικά, τη βαθιά πίστη του, αρνήθηκε να υπηρετήσει στον ναζιστικό στρατό και να συμπολεμήσει με τους ναζί σε έναν άδικο πόλεμο.

Η προσπάθεια των περισσοτέρων να τον μεταπείσουν πέφτει στο κενό. Και αυτός ακόμα ο επίσκοπος, που επιμένει ότι ο Φραντς είναι υποχρεωμένος να υπερασπιστεί την πατρίδα, δεν καταφέρνει το παραμικρό. Εκείνος αρνείται, επιμένοντας ότι κανένας πόλεμος δεν είναι ευλογημένος. Δεν υποχωρεί ακόμη και όταν κάτοικοι του χωριού στρέφονται εναντίον του, εναντίον της γυναίκας του και των τριών κοριτσιών του. Κάποιοι, πολύ λίγοι, τον συνδράμουν και του συμπαραστέκονται με μικρές πράξεις καλοσύνης, ενώ άλλοι του προτείνουν να υπηρετήσει ως νοσοκόμος στον στρατό, «αυτό θα ήταν πράγματι», είπαν, «ένας συμβιβασμός, αλλά όχι προδοσία της πίστης σου». Ο Φραντς παραμένει αμετάπειστος. Αρνείται τον όρκο στη χιτλερική σημαία, θεωρώντας ότι σωστότερο είναι να υπακούς στο Θεό, παρά στους ανθρώπους. Το επιχείρημά τους ότι η πράξη του δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, δεν θα αλλάξει τον κόσμο, δεν τον αγγίζει. Παραμένει πιστός στο Ευαγγέλιο.

Το στρατοδικείο τον καταδικάζει σε θάνατο. Ο Φραντς πορεύεται στο μαρτύριο ως μιμητής του Χριστού, πορεύεται προς τη θυσία με μοναδική προσευχή στο στόμα, το «Πάτερ ημών», που το ψιθυρίζει ακατάπαυστα. Η ποινή, «αποκεφαλισμός δια πελέκεως» (γκιλοτίνα), εκτελείται χωρίς καθυστέρηση στη φυλακή Μπράντενμπουργκ, στο Βερολίνο, την 9η Αυγούστου 1943. Ο άγιος Φραντς μαρτυρεί ως χριστιανός και πεθαίνει, όχι ως πολιτικός αγωνιστής, αλλά για την πίστη του. Πεθαίνει άφοβα, πιστεύοντας ακλόνητα στη βασιλεία του Θεού, στην οποία, όπως υποστηρίζει, θα συναντηθεί αργότερα με τη γυναίκα και τα κορίτσια του.

Εληξε ο Πόλεμος και η Αυστρία αποφασίζει να τιμήσει τα παιδιά της, τους στρατιώτες, που γύρισαν στην πατρίδα, όσους έκαναν το πατριωτικό τους καθήκον. Αλλά ποιό καθήκον; Είναι δυνατόν να τιμηθούν ως ήρωες όλοι εκείνοι που πολέμησαν με τους Γερμανούς ναζί εναντίον των λαών της Ευρώπης; Μήπως αυτή η κρατική απόφαση δεν πρέπει να εκτελεσθεί και ως ήρωας να τιμηθεί μόνο ο αρνητής Φραντς Γαιγκερσταίτερ; Αν τιμηθεί, όμως, ο αγρότης των Αλπεων, θα κατηγορηθούν συλλήβδην οι Αυστριακοί! Η περίπτωση δεν είναι απλώς ακατανόητη, είναι και ενοχλητική, γι’ αυτό πρέπει να ξεχαστεί τελείως, να μη μιλούν για τον Φραντς, το ίδιο απαιτούν και από τη γυναίκα του: Να μην πολυμιλάει για τον άνδρα της!

Η αφανής θυσία του αυστριακού αγρότη, – οι ναζί τον σκότωσαν, αλλά δεν τον υπέταξαν -, δεν ξεχάστηκε τελικά. Μπορεί να μην τιμήθηκε από το επίσημο κράτος της Αυστρίας, αλλά όταν ξεπεράστηκαν οι ανθρώπινες αδυναμίες με την αγάπη του Κυρίου και της γυναίκας του, ο μαρτυρικός του θάνατος δικαιώθηκε. Το 2007 ανακηρύχτηκε άγιος από τον Πάπα Βενέδικτο τον 16ο, η μνήμη του δε τιμάται πανηγυρικά την 21η Μαΐου στον καθεδρικό ναό του Λίντς, με πρωτοβουλία της χριστιανικής οργάνωσης Pax Christi.

O άγιος Φραντς, μέχρι το 2018 δεν ήταν γνωστός, ούτε καν στους πιστούς Καθολικούς. Εγινε, όμως, γνωστός στα πέρατα του κόσμου το 2019, όταν προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία του Τέρενς Μάλικ «Μια κρυφή ζωή». Η επιτυχημένη δημιουργία του Αμερικανού σκηνοθέτη, το σενάριο της οποίας στηρίχθηκε στην αληθινή ιστορία θάρρους και ηρωισμού, που ο Φραντς Γαιγκερσταίτερ επέδειξε στον Πόλεμο χωρίς όπλα και μάχες, συνέβαλε στη διάδοση του ονόματος αυτού του νεοφανούς αγίου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου