ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Δεν αρκεί μόνο ο τουρισμός…

δεν-αρκεί-μόνο-ο-τουρισμός-24385

Αυτή η οικονομική κρίση θα είναι χειρότερη της προηγούμενης

Του Μάκη Γ. Μπαλλή

Δημοσιογράφου

πρ. Βουλευτή Μαγνησίας/ΣΥΡΙΖΑ

Είναι όλο και πιο συχνή πλέον η αναφορά στις αρνητικές επιπτώσεις που έχει (και θα έχει στο μέλλον) για την οικονομία η πανδημία του κορονοϊού στη χώρα μας και η αναπόφευκτη σύγκριση με την πρόσφατη οικονομική κρίση μετά το 2008. Δεν έχουν άδικο, μάλιστα, όσοι υποστηρίζουν (απλοί πολίτες αλλά και παράγοντες της οικονομίας και επιχειρηματικότητας) ότι η παρούσα οικονομική κρίση θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη.

Ας δούμε, όμως, τη σημερινή εικόνα που διαμορφώνεται για την ελληνική οικονομία…

Στην Ευρώπη, οι ισχυρές οικονομικά χώρες (π.χ. Γερμανία, Σουηδία) αντιμετώπισαν τη νέα κρίση με μέτρα «εντός των εθνικών ορίων» τους. Με αποφάσεις τους ενίσχυσαν την εθνική οικονομία τους, κλάδους που επλήγησαν περισσότερο και κυρίως τους εργαζόμενους. Μπορούσαν και το έκαναν. Εκ των πραγμάτων οι ασθενέστερες οικονομίες (όπως η ελληνική) έμειναν να ελπίζουν σε «κινήσεις αλληλεγγύης» και να υφίστανται τον διπλό (σε επίπεδο οικονομιών της Ε.Ε. και σε εσωτερικό επίπεδο) ανταγωνισμό που προκλήθηκε και που ωφέλησε τους ισχυρούς.

Η πρόταση για το ευρω-ομόλογο (κυρίως από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου) ναυάγησε λόγω άρνησης των ισχυρών κρατών όπως η Γερμανία, η Ολλανδία κ.ά. Ο λόγος προφανής: θα απαιτούνταν η οικονομική συνδρομή των ισχυρότερων κρατών υπέρ των ασθενέστερων. Προκρίθηκε η συμβιβαστική λύση ενός μεγάλου πακέτου για τόνωση της ρευστότητας (από ΕΚΤ, ΕΣΜ, Κομισιόν, Τρ. Επενδύσεων) κυρίως μέσω δανεισμού των κρατών. Μένει να δούμε τις λεπτομέρειες και αν θα αποφευχθεί ένας νέος κύκλος κρίσης επιτοκίων και αύξησης του δημόσιου χρέους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η Ευρώπη έδειξε να μην συμμερίζεται την άποψη για το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα και την κοινή πορεία.

Στην Ελλάδα, τώρα, οι επιπτώσεις είναι φυσικά αναπόφευκτες, για μία οικονομία που είχε μπει σε ύφεση και πριν την πανδημία (ήδη από τον Οκτώβριο του 2019 σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ). Ολα τα στοιχεία, δε, συνηγορούν στην εκτίμηση ότι στη χώρα μας αυτές οι επιπτώσεις θα είναι βαρύτερες από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Οι αρχικές κυβερνητικές εκτιμήσεις για ύφεση κοντά στο 4,6% γρήγορα αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω ανεβαίνοντας σταδιακά στο 7%, στο 8% και τελευταία (με αισιόδοξη ματιά) στο 9,7-10%%, ενώ το χρέος θα αυξηθεί το 2020 κατά περίπου 20 ποσοστιαίες μονάδες και θα ανέλθει στο 196,4% του ΑΕΠ, σύμφωνα και με εκτιμήσεις της Κομισιόν και της ΕΚΤ.

Οι λόγοι έχουν αναλυθεί και στο παρελθόν και με διάφορες αφορμές. Καθυστέρηση στην αναδιάρθρωση, εγκατάλειψη σημαντικών παραγωγικών τομέων, αναγκαστικός προσανατολισμός κυρίως στον τουρισμό. Δεν αποκλείεται αυτό να πληρώσουμε τώρα.

Ο κλάδος του τουρισμού έχει μεγάλη συμμετοχή (με άλλους υπολογισμούς 12-15% και με άλλους 20%) στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας. Επιπλέον, το 95% του τουριστικού τζίρου είναι από τουρίστες του εξωτερικού, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη που είναι τουριστικοί προορισμοί. Με απλά λόγια, δεν ήρθε ο ξένος τουρίστας, δεν έχεις τουριστικά έσοδα. Δεν έχεις τουρισμό, δεν έχει «καύσιμο» για να κινηθεί η οικονομία σου.

Γι αυτό, άλλωστε και η πρεμούρα να ανοίξει ο τουρισμός, να προσελκύσουμε τους ξένους, καθώς η πανδημική κρίση μας βρήκε πάνω στην ετοιμασία για το άνοιγμα της τουριστικής περιόδου.

Αυτό το δεδομένο και μόνο, ότι δηλαδή η ελληνική οικονομία εξαρτάται σημαντικά από τον τουρισμό και μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, κυρίως μικρών, κινείται αποκλειστικά γύρω από τον τουριστικό κλάδο, αρκεί για να ενισχύσει την εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει μία πιο έντονη κρίση το επόμενο διάστημα.

Η Ελλάδα, σε επίπεδο Ε.Ε. είναι στην πρώτη θέση των χωρών σε αριθμό πολύ μικρών επιχειρήσεων και στο μερίδιο του τουρισμού στη διαμόρφωση του ΑΕΠ.

Αντίθετα, ο τομέας των υπηρεσιών και κυρίως εκείνος της βιομηχανικής παραγωγής και της μεταποίησης είναι σε συνεχή φθίνουσα πορεία, όπως δείχνουν και τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΙΟΒΕ (Αποτελέσματα ερευνών οικονομικής συγκυρίας – Μάιος 2020).

Στις εκτιμήσεις για το «αύριο» της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τα εξής:

– Οι μικρές επιχειρήσεις βγήκαν ιδιαίτερα λαβωμένες από την οικονομική κρίση και ήδη είχαν (τώρα έχουν ακόμη περισσότερο) πρόβλημα επιβίωσης.

– Το 97,3% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι μικρού μεγέθους και οι περισσότερες είναι επιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων. Η συμμετοχή τους στην απασχόληση είναι στο 57,1% και στο 22,7% η συμμετοχή τους στην συνολική προστιθέμενη αξία.

– Στην πλειοψηφία τους αντιμετωπίζουν ανεπάρκεια κεφαλαίων, σημαντική φορολογική επιβάρυνση και αδυναμία δανεισμού

– Στα παραπάνω να υπολογίσουμε την άνοδο της ανεργίας (ήδη είμαστε κοντά στα επίπεδα του 2010-2014, με 19,9%), τη μείωση του μισθολογικού εισοδήματος, την ανησυχία για την πορεία των δημοσιονομικών, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει ακόμη και για το επίπεδο των συντάξεων

– Σημαντικό στοιχείο για την πορεία κάθε οικονομίας, είναι το κλίμα στην αγορά και στην κοινωνία. Αν υπάρχει αισιοδοξία ή όχι για το μέλλον.

Σε ό,τι αφορά σε αυτό το τελευταίο, η ίδια μελέτη του ΙΟΒΕ (Μάιος 2020) δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Σύμφωνα με αυτήν, «ο δείκτης οικονομικού κλίματος επιδεινώθηκε έντονα τον Μάιο και υποχώρησε στις 88,5 μονάδες, έναντι 99,3 μονάδων τον προηγούμενο μήνα. Επιδείνωση των προσδοκιών καταγράφηκε σε όλους τους τομείς πλην των Κατασκευών, με εντονότερη την υποχώρηση στις Υπηρεσίες και το Λιανικό Εμπόριο, και ηπιότερη αυτή στη Βιομηχανία. Στην καταναλωτική εμπιστοσύνη η απαισιοδοξία κλιμακώθηκε οριακά σε σχέση με τον Απρίλιο, με τα περισσότερα νοικοκυριά να διατυπώνουν αρνητικές προβλέψεις για την πορεία των δικών τους οικονομικών τους δεδομένων και της ευρύτερης οικονομίας στους επόμενους 12 μήνες».

Τα παρακάτω γραφήματα, από την ίδια μελέτη, αποτυπώνουν το πώς βλέπει κάθε νοικοκυριό την πορεία της οικονομίας και των δικών του προοπτικών:

Είναι μάλλον αυτονόητο ότι τα όποια μέτρα αποφασισθούν και όποιες πολιτικές σχεδιασθούν θα πρέπει να έχουν διπλό χαρακτήρα και στόχο:

Από τη μία, η στήριξη και αναπλήρωση των εισοδηματικών απωλειών για μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους, μικροεπιχειρηματίες, ώστε να περιορισθεί η δημοσιονομική επιβάρυνση (από μη πληρωμή φόρων, μή καταβολή ασφαλίστρων κ.ά.) και παράλληλα να διασφαλισθεί η συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας (και η κατανάλωση) για να προφυλαχθεί η συνοχή του κοινωνικού ιστού. Η στήριξη μισθωτών, η ενίσχυση (και όχι δανειοδότηση) της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, η προστασία της κατοικίας και της επαγγελματικής στέγης και η τόνωση του εσωτερικού τουρισμού, είναι κάποια άμεσα μέτρα για το «σήμερα», ώστε να υπάρξει χρόνος σχεδιασμού για το «αύριο».

Από την άλλη, σχέδιο αναδιάρθρωσης της οικονομίας και της παραγωγής, με διαφορετική αναπτυξιακή στρατηγική. Με έμφαση στην καινοτομία και στον εξαγωγικό προσανατολισμό. Αποδείχθηκε ότι δεν είναι «βιώσιμο» να στηρίζουμε της προσδοκίες μας αποκλειστικά στον εξωτερικό τουρισμό. Αν δεν στηριχθεί ο πρωτογενής τομέας, δεν αναδιαταχθεί η παροχή υπηρεσιών και δεν γίνει «εθνική υπόθεση» η ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας (και κυρίως της μικρομεσαίας) θα είμαστε διαρκώς ακάλυπτοι σε κάθε μεταβολή στον τουριστικό κλάδο, ο οποίος μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες όπως έδειξε η πανδημία.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου