ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Κίονες και κάδοι

κίονες-και-κάδοι-50063

Της Εύας Λόλιου

Αγρια πράγματα σας λέω, ξημέρωσα χωρίς να κλείσω μάτι. Μου έφταιγε βέβαια και ο χαλασμένος διακόπτης. Σφήνωσα ένα μολύβι να τον κρατάει κλειστό μα κάθε που με πλησίαζε ο Μορφέας πεταγόταν σαν ελατήριο να μου βγάλει τα μάτια. Αγανακτισμένη άναψα τσιγάρο, βγήκα στο μπαλκόνι. Μόλις ένας εργολάβος έφτασε, κουβάλησε κάποιους απ’ άλλα κράτη στη καρότσα. Είχα περίσσιο ένα πακέτο Μάλμπορο, πανέξυπνος ο αλλοδαπός το ’πιασε στο φτερό. Με ένα νεύμα γεμάτο «ευχαριστώ» με αποχαιρέτησε. Ταρίφες ωχροί με σημαιούλες ν’ ανεμίζουν, έκαναν κύκλους γύρω απ’ την πλατεία, στα πεζούλια της ένα τρανζίστορ, ένας μεθυσμένος απ’ το φεγγάρι σκεπασμένος με τ’ άστρα.

Πλέον ήμουν εκεί έξω, δεν έβλεπα από ψηλά, κατέβηκα κι εγώ. Στην γωνία το περίπτερο ολοφώτιστο, έγερνε κουρασμένο απ’ την πραμάτεια στο πεζοδρόμιο. «Ενα χέρι ρε παιδιά!», μου ήλθε να φωνάξω στους μόρτηδες και στα τακούνια ανάμεσα τους. Τσάμπα κάθεται ο άνθρωπος ξυπνητός όλη νύχτα. Αγόρασα δυο μικρά εμφιαλωμένα. Κάθισα στο πεζούλι, δίπλα στην ανάσα του άστεγου. Σαν να ’κουσα τ’ όνειρο του, διψούσε μου τραύλισε. Ταλαίπωρε σκέφτηκα, του εφιάλτη πρόσφυγας πως έπεσες στην εξαθλίωση τούτης της μεγαλούπολης. Ανάμεσα στα δάχτυλα των γυμνών ποδιών του είχε σπίρτα κι ένα ανέγγιχτο τσιγάρο. Θρασύς ένας σπίνος ράμφιζε τον καπνό. Λίγα ψίχουλα ζητούσε απ’ το φως και την ευτυχία. Γραπώθηκα απ’ τα κάγκελα μιας συννεφιασμένης Δευτέρας.

Στον πέμπτο όροφο τα παντζούρια κλειστά, στον τρίτο ξεχειλωμένα εσώρουχα κρεμασμένα σε σύρματα, δίπλα τους πουλιά. Στον δεύτερο όροφο ένα παράθυρο, αναμμένο καντήλι. Στον τέταρτο δεν υπήρχαν παντζούρια και παράθυρα, στον πρώτο ένας τέντζερης με φασολάκια και πατάτες, τσιγαρισμένο κρεμμυδάκι και φρέσκια ντοματούλα. Αφουγκράζομαι τους βιαστικούς περαστικούς, σέρνουν βαλίτσες, καρότσια μισοάδεια. Τους εμποδίζουν οι πράσινοι κάδοι . Κι ύστερα λένε πως η Αθήνα δεν έχει πράσινο χρώμα.. Ενα μωλωπισμένο πρόσωπο στέκεται για λίγο μπροστά μου, με κοιτά με μαυρισμένα μάτια και φεύγει. Δε προλαβαίνω την ιστορία του. Το σαθρωποιείο σταματά την κυκλοφορία, μαζεύει μια μαγκούρα, σπασμένα τζάμια. Μπιπ! το κορνάρισμα από πίσω μου με τρόμαξε, τον κοίταξα για μια ανάσα μα χάθηκε μέσα στο πλήθος. Είχε μάτια ελαφιού, αυτό κράτησα.. Προχωρώ στους δρόμους, ξεχειλίζουν πίσω απ’ τις επαύλεις βιτρίνες, ο πόνος και η θλίψη.

Ψάχνω να βρω ένα κουστούμι, χωρίς μπαλώματα στους αγκώνες και στα γόνατα. Ο ήλιος με ίδρωσε, σηκώνω τα γυαλιά ψηλά στο φεγγίτη. Παραπέρα μόλις και βλέπω δυο μαρμάρινες κολόνες. Ακουμπώ πάνω τους και διαβάζω μια επιγραφή. «Οι στύλοι του Ολυμπίου Διός». Ψάχνω να βρω δυο κίονες πολιτισμού ανάμεσα στους πράσινους κάδους. Η αίσθηση της όρασης με παρακαλεί να κοιτάξω μπροστά μου, εδώ ήταν δα, πώς έχασα τον δρόμο μου.. Γρηγόρης Ξενόπουλος. Νίκος Καζαντζάκης, Κωστής Παλαμάς, Αγγελος Σικελιανός.. Κατέβασα τα μάτια μου που ντράπηκαν πάνω στο πλατύσκαλο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Κίονες και κάδοι…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου