ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αντισυνταγματική η εξαγορά αγροτικών εκτάσεων – Σοβαρό πλήγμα στην τοπική αγροτική οικονομία

αντισυνταγματική-η-εξαγορά-αγροτικώ-66401

Των

1.Χρυσούλας Τσαγανού,

Περιφερειακής Συμβούλου Μαγνησίας

2. Μιχαήλ Βασιλικού,

Δικηγόρου Βόλου

Πρόσφατα εκδόθηκε η με αριθμό 710/2020 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις που προβλέπουν την εξαγορά αγροτικών κτημάτων, τα οποία σύμφωνα με τους δασικούς χάρτες χαρακτηρίστηκαν ως δασικές εκτάσεις της κατηγορίας ΔΑ. Είχαν προηγηθεί οι με αριθμούς 643, 644, 645/2019 αποφάσεις του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί αιτήσεων ακυρώσεως της Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ), του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΓΕΩΤΕΕ) και του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, που παρέπεμψαν το ζήτημα στην ολομέλεια του δικαστηρίου, αφού προηγουμένως έκριναν κατά πλειοψηφία αντισυνταγματικές τις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 5-14 και 47Β του ν. 998/1979, οι οποίες εισήγαγαν την, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, δυνατότητα εξαγοράς ή γεωργικής εκμετάλλευσης δασών και δασικών εκτάσεων που εκχερσώθηκαν παράνομα, πριν και μετά το 1975.

1) Το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 5-14 ν. 998/1979.

Συγκεκριμένα έκρινε ότι η κατ’ άρθρο 47 παρ. 5-14 του ν. 998/1979 εξαγορά δασών και δασικών εκτάσεων που εκχερσώθηκαν προ του 1975 αυτογνωμόνως, προκειμένου να καλλιεργηθούν, και η μεταβίβαση κυριότητας έναντι τιμήματος στους κατόχους τους, υπό την προϋπόθεση ότι η αγροτική χρήση συνεχίζεται έως την έκδοση της πράξεως εξαγοράς και θα συνεχισθεί και στο μέλλον, αντίκεινται προς τα άρθρα 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος.

Δέχθηκε παραπέρα το Δικαστήριο ότι ναι μεν επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, να εγκριθεί επέμβαση σε παρανόμως αποψιλωθείσες δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η επέμβαση εξυπηρετεί ανάγκη με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή οικονομική σημασία, στην προκειμένη όμως περίπτωση, η επίκληση της ενίσχυσης της εθνικής οικονομίας και της απασχόλησης γίνεται όλως αορίστως, ενώ η αυθαίρετη εκχέρσωση και εν συνεχεία αγροτική εκμετάλλευση δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων -και μάλιστα από πρόσωπα μη ασχολούμενα κατ’ επάγγελμα με τη γεωργία, η δημιουργία πολυετών πραγματικών καταστάσεων και η αποτροπή αντιδικίας πολιτών και υπηρεσιών για τη χρήση των ακινήτων, δεν συνιστούν επ’ ουδενί επίκληση εξαιρετικής ανάγκης με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή έστω οικονομική σημασία, που θα δικαιολογούσε την έγκριση των αυθαιρέτως πραγματοποιηθεισών προ του 1975 εκχερσώσεων δασών και δασικών εκτάσεων, αδιαφόρως αν οι εκτάσεις αυτές καλλιεργήθηκαν έκτοτε επί δεκαετίες.

2) Ομοίως το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις του άρθρου 47Β του ν. 998/1979, με τις οποίες προβλέφθηκε αφ΄ ενός η έκδοση αδείας επεμβάσεως για γεωργική ή δενδροκομική καλλιέργεια σε δάση, δασικές ή και αναδασωτέες εκτάσεις, οι οποίες εκχερσώθηκαν αυθαιρέτως και καλλιεργούνται μετά την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1975 και έως την 7η Μαρτίου 2017 και αφετέρου η μεταβίβαση της χρήσεως (και όχι της κυριότητος) των εκτάσεων αυτών, υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) ότι η χρήση αυτή (αγροτική) διατηρείται έως σήμερα, β) ότι δεν πρόκειται για εκτάσεις εντός περιοχών του άρθρου 19 του ν. 1650/1986 (ήτοι προστατευόμενων περιοχών, πάρκων, ΕΖΔ, ΖΕΠ κ.ο.κ.), γ) ότι η έγκριση παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 και της παρ. 2 του άρθρου 47, η δεύτερη των οποίων προβλέπει τη διαπίστωση, κατόπιν εκπόνησης οικονομοτεχνικής μελέτης βιωσιμότητας της γεωργικής εκμετάλλευσης, ότι οι εδαφολογικές και οικολογικές συνθήκες συνηγορούν υπέρ αυτού του τρόπου εκμετάλλευσης χωρίς να παραβλάπτεται η λειτουργία του δασικού οικοσυστήματος, από την απώλεια του φυσικού του στοιχείου, εκτός αν η έκταση είναι ήδη εντεταγμένη στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης και Ελέγχου (ΟΣΔΕ), οπότε δεν απαιτείται τέτοια μελέτη, παρά μόνο γνωμοδότηση της δασικής υπηρεσίας με το νόμιμο περιεχόμενο, δ) ότι θα καταβληθεί χρηματικό αντάλλαγμα για την απώλεια του δάσους και αντισταθμιστική δαπάνη για να υλοποιηθεί αναδάσωση ή δάσωση και ε) ότι η έγκριση επέμβασης διαρκεί όσο διατηρείται η γεωργική – δενδροκομική καλλιέργεια, άλλως, επί μεταβολής της χρήσεως, ανακαλείται η έγκριση, θεωρούνται αυτοδικαίως άκυρες η σχετική διαπιστωτική πράξη και η πράξη μεταβίβασης της χρήσεως, εφαρμόζονται οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις.

Κατά το Δικαστήριο, η διάταξη του άρθρου 47Β του ν. 998/1979, με την οποία παρέχεται δυνατότητα υποβολής αιτημάτων με το ως άνω περιεχόμενο χωρίς χρονικό περιορισμό, αντιβαίνει στο Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη έγκριση επέμβασης νομιμοποιεί τις εκχερσώσεις που έγιναν αυθαιρέτως σε δάση και δασικές εκτάσεις, μετά την ισχύ του Συντάγματος του 1975 και έως την 7η Μαρτίου 2007, και την αλλαγή χρήσεως των εκτάσεων από δασικές ή και αναδασωτέες σε αγροτικές, κατά παράβαση των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Επιπλέον, η μεταβίβαση της χρήσεως των εν λόγω εκτάσεων προς τους καλλιεργητές δημιουργεί μεταγραπτέο, μεταβιβάσιμο και εμπορεύσιμο τίτλο, με οικονομική αξία, και δημιουργεί αδικαιολόγητη ευμενή μεταχείριση των αυθαιρέτως καλλιεργησάντων δάση και δασικές εκτάσεις.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Σε αντίθεση με τα κριθέντα από το Δικαστήριο οι ρυθμίσεις των παρ. 5 και 13 του άρθρου 47 του ν. 998/1979 αφορούν δάση και δασικές εκτάσεις που έχουν παρανόμως αποψιλωθεί προ μακρού χρόνου (προ του 1975) και έκτοτε καλλιεργούνται διαρκώς, με αποτέλεσμα να μην παρίσταται αδικαιολόγητη, κατά τον ασκούμενο οριακό έλεγχο συνταγματικότητας, η εκτίμηση του νομοθέτη ότι, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν ενδείκνυται η αναδάσωση των εκτάσεων, αλλά η διατήρηση των γεωργικών καλλιεργειών που ασκούνται στη συγκεκριμένη θέση επί σχεδόν 40 έτη και η, κατόπιν εξαγοράς, μεταβίβαση της κυριότητας στους κατόχους τους υπό διαλυτική αίρεση ή, κατ’ επιλογήν τους, η έγκριση (αναδρομικώς) επέμβασης και αλλαγής χρήσης. Τούτο ενόψει και του ότι μόνη η αγροτική εκμετάλλευση εξαγγέλλεται ρητώς, στο άρθρο 24 παρ. 1 του Σ., ως τομέας σημαντικός για την εθνική οικονομία και, κατά συνέπεια, ως κατ’ εξοχήν λόγος υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί την αλλαγή χρήσης δασικών εκτάσεων. Ο σκοπός δε αυτός, της διατήρησης των υφισταμένων από μακρού γεωργικών εκμεταλλεύσεων, εξυπηρετείται λυσιτελώς με την επιβολή υποχρέωσης συνέχισης της καλλιέργειας στο διηνεκές, επί ποινή, αφενός, ανάκλησης («αυτοδίκαιης ακύρωσης») της παραχώρησης και του χορηγηθέντος τίτλου κυριότητας και, αφετέρου, υπαγωγής της έκτασης στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, ενώ, παραλλήλως, λαμβάνεται μέριμνα για την εξαίρεση από τη δυνατότητα εξαγοράς των εκτάσεων που εμπίπτουν σε περιοχές ειδικής προστασίας του άρθρου 19 του ν. 1650/1986 (περιοχές απόλυτης προστασίας ή προστασίας της φύσης, φυσικά, εθνικά ή περιφερειακά πάρκα, ΕΖΔ, ΖΕΠ, ΚΑΔ, εκτός αν η αγροτική χρήση προβλέπεται από το ειδικό καθεστώς τους) και για τη διατήρηση του περιβαλλοντικού – δασικού ισοζυγίου, κατά τρόπον ώστε η παραχωρούμενη, εν τοις πράγμασι μη δασική, έκταση να αναπληρώνεται από άλλη που αναδασώνεται ή δασώνεται. Θα εμφανιζόταν δε ως αδικαιολογήτως αντιφατικός ο συνταγματικός νομοθέτης αν εθεωρείτο ότι επιτρέπει μεν την εφεξής δημιουργία νέων πραγματικών καταστάσεων εις βάρος του δασικού πλούτου, επιτρέποντας σήμερα τις εκχερσώσεις για αγροτική εκμετάλλευση, απαγορεύει, όμως, τη νομιμοποίηση, με πολλαπλό αντάλλαγμα, εκχερσώσεων που έχουν γίνει πριν από σαράντα χρόνια, για σταθερή αγροτική εκμετάλλευση, που συνεχίζεται αδιαλείπτως. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, άλλωστε, δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος για προστατευτέο οικοσύστημα, αφού αυτό έχει προ πολλού απολέσει την ιδιότητα αυτή, χωρίς δυνατότητα ανάταξης. Συνιστά δε, πάντως, λόγο εξαιρετικού δημοσίου συμφέροντος, ανάλογο με τις λοιπές νομοθετικά ή νομολογιακά γενόμενες δεκτές εξαιρέσεις από τη διατύπωση της ρύθμισης του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος, η, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις και συνθήκες, άδεια προς συνέχιση γεωργικής εκμεταλλεύσεως. Εξάλλου, η ταχεία κατάρτιση και ολοκλήρωση του δασολογίου, που συνιστά λόγο υπερτέρου δημοσίου συμφέροντος, όχι μόνο δεν διευκολύνεται με την υιοθέτηση της αντίθετης γνώμης, αλλά καθυστερεί και παρακωλύεται περαιτέρω από την ανάγκη περιπτωσιολογικής εξέτασης πλήθους διοικητικών και άλλων πράξεων, που προδήλως θα έχουν εκδοθεί κατά τη διαρρεύσασα τεσσαρακονταετία.

Δυστυχώς, οι συντάκτες των επίμαχων ρυθμίσεων των δασικών χαρτών, όσο και οι αρμόδιοι του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης μετά την έκδοση των αποφάσεων του Τμήματος του ΣτΕ, δεν αιτιολόγησαν επαρκώς τις ρυθμίσεις, όσον αφορά στον αναπτυξιακό τους χαρακτήρα, με βάση ολοκληρωμένο σχέδιο αγροτικής ανάπτυξης και έτσι οδήγησαν το Ανώτατο Δικαστήριο να κρίνει ότι δεν αιτιολογείται η αναγκαία εξυπηρέτηση της εθνικής αγροτικής οικονομίας ως λόγος δημοσίου συμφέροντος, που θα επέτρεπε την κατ΄ εξαίρεση αλλαγή χρήσης δασικής εκτάσεως.
Μάλιστα, ενώ ήταν γνωστές οι αποφάσεις του Τμήματος από τον Απρίλιο του 2019 και το ζήτημα εκκρεμούσε στην Ολομέλεια, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, μολονότι γνώριζε τα επιχειρήματα υπέρ της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων δεν έσκυψε στο πρόβλημα και δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία.

Μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης οι καλλιεργητές οφείλουν να εγκαταλείψουν αμέσως τις εκτάσεις αυτές, γιατί αν συνεχίσουν να τις καλλιεργούν κινδυνεύουν να εκδοθούν σε βάρος τους πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής και παράλληλα να ασκηθούν εναντίον τους ποινικές διώξεις, με απειλούμενες ποινές τόσο στερητικές της ελευθερίας, όσο και χρηματικές. Περαιτέρω, θα εκδοθούν σε βάρος τους πρωτόκολλα αποζημίωσης, λόγω αυθαίρετης χρήσης.

Παράλληλα, θα διακοπούν οι επιδοτήσεις, αφού δεν επιδοτούνται παράνομα καλλιεργούμενες εκτάσεις και ανοίγει ο δρόμος για να αναζητηθούν όσες επιδοτήσεις έχουν καταβληθεί μέχρι σήμερα.

Τα χωράφια στα οποία αφορά η ανωτέρω απόφαση ανέρχονται σε ολόκληρη την Ελλάδα σε πάνω από 2.000.000 στρέμματα εκ των οποίων 554.952 στρέμματα βρίσκονται στην περιφερειακή ενότητα Λάρισας και 149.695 στρέμματα στην περιφερειακή ενότητα Μαγνησίας και καλλιεργούνται από εκατοντάδες χιλιάδες αγροτικές οικογένειες.

Οι οικογένειες αυτές καλλιεργούν τα χωράφια αυτά για πάνω από εξήντα χρόνια, στο πέρασμα των ετών οι αρχικοί δικαιούχοι τα έχουν μεταβιβάσει στα παιδιά τους, δηλώνονται στην Εφορία και πληρώνεται ΕΝΦΙΑ και φόρος εισοδήματος, έχουν δηλωθεί στο κτηματολόγιο, έχουν υποβληθεί δηλώσεις καλλιέργειας, έχουν εισπραχθεί επιδοτήσεις.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων δεν αναφερόμαστε σε εκτάσεις που οικοδομήθηκαν ή αποτέλεσαν αντικείμενο άλλης εκμετάλλευσης πλην της αγροτικής. Δεν αναφερόμαστε σε καταπατητές ή βίλες πλουσίων, αλλά στα χωράφια μικρομεσαίων αγροτών.

Η αγροτική παραγωγή στη χώρα μας θα μειωθεί σημαντικά, θα χαθούν θέσεις εργασίας, θα πληγεί η εικόνα της χώρας μας στις διεθνείς αγορές.

Λόγω της σοβαρότητας του προβλήματος οφείλει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης άμεσα, πριν την παγίωση της κατάστασης και την επέλευση άσχημων εξελίξεων, να θεσπίσει νέα νομοθετική ρύθμιση του προβλήματος στο πλαίσιο ολοκληρωμένου σχεδιασμού αγροτικής ανάπτυξης που θα εξηγεί αναλυτικά και ολοκληρωμένα, όπως απαιτεί το Δικαστήριο, την αναγκαιότητα της συνέχισης της καλλιέργειας των εκτάσεων αυτών, επειδή αυτή αποτελεί πυλώνα για την προαγωγή της αγροτικής εθνικής οικονομίας.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου