ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Το διακύβευμα της αμοιβαιοποίησης & η σύγκρουση των δικαστηρίων

το-διακύβευμα-της-αμοιβαιοποίησης-η-66474

Του Απόστολου Παπατόλια,

Διδάκτορος Συνταγματικού Δικαίου, μέλους του ΑΣΕΠ

Το ισχυρό αίτημα για δράσεις αμοιβαιοποίησης στο επίπεδο της ΕΕ έχει αναδείξει έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό ενωσιακών και εθνικών οργάνων με επίδικο τον προσανατολισμό για την «επόμενη μέρα» της Ένωσης. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρσλρούης (ΟΣΔ) για το Πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ της περιόδου 2015-2019. Με την απόφασή του αυτή, το ΟΣΔ έκρινε πρώτον, ότι το Πρόγραμμα αντίκειται στο Γερμανικό Σύνταγμα, δεύτερον, ότι οι σχετικές αποφάσεις της ΕΚΤ και του ΔΕΕκινήθηκαν καθ’ υπέρβαση των ενωσιακών αρμοδιοτήτων τους («ultravires») και τρίτον, ότι δεν δεσμεύεται από τις αντίθετες κρίσεις του ΔΕΕ.Η απόφαση, όμως, αυτή δεν αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία». Οι «προειδοποιητικές βολές» για το περίφημο «ultravires» είχαν ήδη εκτοξευθεί πριν από τέσσερα χρόνια στην υπόθεση αντίστοιχου προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, ενώ εγγράφονται και στο νομολογιακό συνεχές των αποφάσεων, με τις οποίες τέθηκανοι συνταγματικές προϋποθέσεις συμμετοχής της Γερμανίας στην ΕΕ. Κοινό «δογματικό» θεμέλιο των αποφάσεων είναι τα «συνταγματικά όρια» της «δημοκρατικής αρχής» και της «αρχής της λαϊκής κυριαρχίας» από τις οποίες απορρέουν οι ενωσιακές αρχές της «δοτής αρμοδιότητας» των οργάνων της ΕΕ. Με βάση τη σκέψη αυτή, το ΟΣΔ προτάσσει σταθερά το δικαίωμά του να ασκεί το ίδιο τον έλεγχο υπέρβασης των ορίων της αρμοδιότητας, σε περίπτωση «προφανούς παραβίασης» των Συνθηκών. Ανήκουν δε τα εύσημα στο δάσκαλό μας Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος αποτύπωσε κριτικά, στην εμβριθέστερη μελέτη που έχει κατατεθεί μέχρι σήμερα, αυτούς τους περίτεχνους συλλογισμούς του ΟΣΔ.

Το Δικαστήριο έχει την τάση να ερμηνεύει τέτοια προγράμματα ως συνταγματικώς συμβατά, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα διαπιστώνεται «πρόδηλη παραβίαση» της απαγόρευσης των Συνθηκών για τη νομισματική χρηματοδότηση κρατών – μελών. Η στάση του αυτή φανερώνει την έντονη καχυποψία του απέναντι στα ισχυρά παρεμβατικά εργαλεία του ευρωσυστήματος και καθιστά «ουτοπική» την προσδοκία ότι με τόσο αυστηρά οριοθετημένες παρεμβάσεις θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθεί η διογκούμενη κρίση χρέους και οι πολλαπλές αρνητικές προεκτάσεις της πανδημίας.

Σε αυτά τα συμφραζόμενα, το ΟΣΔ υλοποιεί την «απειλή» που προοιωνιζόταν η νομολογία του, στις 5 Μαΐου,επαναλαμβάνοντας τους ίδιους περίτεχνους συλλογισμούς που εστιάζουν στον πλημμελή έλεγχο αναλογικότητας του και την υπέρβαση της εκχωρημένης εξουσίας («ultra-vires») από μέρους της ΕΚΤ και του ΔΕΕ. Εάν όμως δεν αιφνιδιάζει η συνήθης ρητορική του Δικαστηρίου, εκπλήσσει η για πρώτη φορά ευθεία άρνησή του να εφαρμόσει ενωσιακό δίκαιο στη Γερμανία. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο. Η στάση του προδίδει μια διάθεση ευθείας αναμέτρησης με κάθε ερμηνεία ή αντίληψη που θα περιόριζε ουσιωδώς την αποκλειστική εξουσία του Γερμανικού Κράτους στα πεδία που αφορούν τον πυρήνα της οικονομικής κυριαρχίας του. Το ΟΣΔ εξαπολύει ένα μεθοδευμένο «τριπλό κτύπημα»: Πρώτον, εγκαλεί την ΕΚΤ ότι υπερέβη τα όρια της «δοτής της αρμοδιότητας» αντιποιούμενη δημοσιονομικές εξουσίες των εθνικών οργάνων. Δεύτερον, ελέγχει το ΔΕΕ για «ultravires» ενέργειες και αυθαίρετες ερμηνείες. Τρίτον, απευθύνει προειδοποίηση στα εσωτερικά εθνικά όργανα, Κοινοβούλιο και Καγκελαρία, ότι ούτε με τροποποίηση Συνθηκών δεν θα μπορούσαν να υπερβούν τη συνταγματική τους υποχρέωση να ενεργούν για την προστασία της κυριαρχίας του Γερμανικού Εθνικού Κράτους. Με όλη αυτή τη δέσμη των επιθετικών ερμηνειών και της αιχμηρής φρασεολογίας που υιοθετεί, το Δικαστήριο θέλει να καταστήσει κατάδηλο ότι λειτουργεί ως ο «φύλακας», τελευταίος καταφυγής μάλιστα, της αρχής του «ηθικού κινδύνου» και του διακυβερνητικού πυρήνα της Ένωσης. Διεκδικεί για τον εαυτό του συγχρόνως το ρόλο του «Φύλακα του Συντάγματος» και του «Κυρίου των Συνθηκών», υποκαθιστώντας, μάλιστα, τα κυρίως αρμόδια όργανα (Κοινοβούλιο, Κυβέρνηση), όταν αυτά αδρανούν να εκπληρώσουν τη συνταγματική τους αποστολή.

Ποια θα είναι όμως η «επόμενη μέρα» της απόφασης αυτής;

Όλοι αντιλαμβάνονται ότι η νομική αντιπαράθεση μεταξύ ΔΔΕ και ΟΣΔ δεν εξαντλείται στο νομικό ή δικαιοδοτικό διακυβευμάτων σχέσεων ενωσιακού και εθνικού δικαίου, αλλά έχει πολύ βαθύτερες πολιτικο-θεσμικές ρίζες, που παραπέμπουν σε διαφορετικές αντιλήψεις για το μέλλον της ΕΕ.

Κατά την άποψη του Π. Παυλόπουλου, η συνοχή του ενωσιακού οικοδομήματος συναρτάται στενά με την ισορροπημένη ενωσιακή διακυβέρνηση και τη συνεργατική λειτουργία ευρωπαϊκών και εθνικών οργάνων. Ίσως σε καθαρά νομικό επίπεδο, η λύση να εντοπίζεται πράγματι στην ερμηνευτική αλληλοεξισορρόπηση ενωσιακού και εθνικού δικαίου και στη θεμελίωση δύο παράλληλων εννόμων τάξεων. Μπορεί, όμως, να ισχύει κάτι ανάλογο και για τις αντιτιθέμενες θεσμικές και πολιτικές επιδιώξεις ως προς την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης; Χωρεί, άραγε, κάποια αλληλοεξισορρόπηση του διακυβερνητικού χαρακτήρα με την ομοσπονδιακή προοπτική;

Εκείνο που αναδεικνύει εμφατικά η απόφαση του ΟΣΔ είναι ότι πολύ δύσκολα μπορεί πλέον να στεγασθεί ένας ποιοτικά νέος προσανατολισμός της ΕΕ στο ασφυκτικά προδιαγεγραμμένο πλαίσιο των Συνθηκών. Τα όρια της υφιστάμενης ενωσιακής νομιμότητας δείχνουν να έχουν εξαντληθεί και μαζί τους κάθε «έκτακτη ερμηνεία» του γράμματος των Συνθηκών. Το ΟΣΔ και το ΔΕΕ λειτουργούν σήμερα αμφότερα ως προκάλυμμα αμιγώς πολιτικών επιδιώξεων και σχεδιασμών. Όσο όμως οι πολιτικές λύσεις μετατίθενται στο επίπεδο είτε του δικαιοδοτικού (ΔΕΕ) είτε του δημοσιονομικού ακτιβισμού (ΕΚΤ), τόσο θα βαθαίνει το αδιέξοδο. Αυτή ακριβώςη επίγνωση του αδιεξόδου γεννά την ανάγκη του πολιτικού βολονταρισμού. Όποιος θέλει «περισσότερη Ευρώπη» στην κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης, πρέπει επομένως να τολμήσει να επιχειρήσει ένα ποιοτικό άλμα εξόδου από την παραλυτική λογική των έντιμων, αλλά ατελέσφορων συμβιβασμών. Άλλως ειπείν, δεν απομένει πια άλλη λύση από τη γενναία αναθεώρηση των Συνθηκών.

Από «Τα Νέα»

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου