ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο δικηγόρος και η Εισαγγελεύς

ο-δικηγόρος-και-η-εισαγγελεύς-75630

Του Ν. Ε. Εμμανουηλίδη,

Δ.Ν. – δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω

Στη δίκη ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, η Εισαγγελεύς της Έδρας, κατά τη διατύπωση της προτάσεώς της, στη δίκη που αφορά στο βιασμό και στην ανθρωποκτονία από πρόθεση της Ελένης Τοπαλούδη, διετύπωσε, μεταξύ άλλων, και τις ακόλουθες σκέψεις, που επιβεβαιώθηκαν και από τους παράγοντες της διαδικασίας, και από την διεξοδική αναφορά στην πρότασή της από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως.

Η εισαγγελική λειτουργός, μεταξύ άλλων, φέρεται να είπε «υπάρχει μια άποψη ότι ο εισαγγελικός λειτουργός είναι αποκεκομμένος από την κοινωνία. Ο εισαγγελέας δεν έχει μόνο τα χαρτιά μπροστά του ή μόνο τη διαδικασία, οφείλει να ακούει και να καταλαβαίνει τι ακριβώς γίνεται. … Είπα στον κ. Τοπαλούδη μην ανησυχείτε εγώ ζω με αυτή την κοπέλα».

Στη συνέχεια, η ιδία εισαγγελική λειτουργός προσέθεσε: «Η πρώτη απολογία του 21χρονου είναι η μόνη που είναι πιο κοντά στα γεγονότα. … Από τη στιγμή που οι συνήγοροι μπαίνουν στην υπόθεση αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για τη συσκότιση της αλήθειας. Έχω ακούσει από συνηγόρους των κατηγορουμένων να λένε ότι είμαστε συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης. Συλλειτουργός στη Δικαιοσύνη είναι αυτός που αποσκοπεί σε αυτό που αποσκοπεί όλη η Δικαιοσύνη. Στην ανεύρεση της αλήθειας».

Από τη Γαλλική Επανάσταση και την κατάκτηση της Δημοκρατίας στην Ηπειρωτική Ευρώπη, εγίνετο δεκτό, όπως μας έλεγε στην καθαρεύουσα ο παλαιός νομοθέτης [Β.Δ. 3026/1954] ότι ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός «δικαιούμενος σεβασμού και τιμής παρά των δικαστηρίων και πάσης αρχής».

Στοιχούμενος προς την ίδια πεποίθηση, ο νεώτερος νομοθέτης επανέλαβε την παραπάνω αποκρυσταλλωθείσα άποψη που από πολλών δεκαετιών αποτελεί στην πατρίδα μας δόγμα.

Έτσι, στο άρθρο 1 ν. 4194/2013 με παράτιτλο «Η φύση της δικηγορίας», ορίζονται τα ακόλουθα:

«1. Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημα του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου.

2. Περιεχόμενο του λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο, αρχή …………….».

Και στο άρθρο 2 με παράτιτλο «Η θέση του δικηγόρου στην απονομή της Δικαιοσύνης», ορίζονται τα ακόλουθα:

«Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Η θέση του είναι θεμελιώδης, ισότιμη, ανεξάρτητη και αναγκαία για την απονομή της».

Με την πρότασή της η κ. Εισαγγελεύς Πρωτοδικών Αθηνών, παρά την κατίσχυση της Δημοκρατίας στη χώρα μας, παρά τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, παρά τις ομογνωμούσες διεθνείς προσεγγίσεις στο λειτούργημα του δικηγόρου, είπε στην πραγματικότητα ότι ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης, μόνον όταν ταυτίζεται, κατά την υπεράσπιση του εντολέως του ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, με τον εκπρόσωπο της κατηγορούσης αρχής.

Είναι πραγματικά λυπηρό και αναμφιβόλως ο πανικός της πανδημίας δεν θα μπορέσει να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση για την κ. Εισαγγελέα.

Μάλλον γιατί δεν έμαθε μέχρι σήμερα κατά την άσκηση των καθηκόντων της, ποια είναι τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του συνηγόρου υπερασπίσεως.

Εξ’ όσων ολίγων γνωρίζω δυστυχώς το αντικείμενο αυτό δεν διδάσκεται στην Εθνική Σχολή Δικαστών.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κ. Εισαγγελεύς νομιμοποιείται να ταυτοποιεί ουσιαστικώς με την αγόρευσή της, τον φερόμενο ως κατηγορούμενο, όποιο κι αν είναι το αδίκημα που έχει διαπράξει, με το συνήγορο υπερασπίσεώς του.

Φοβούμαι ότι ακόμη και σήμερα, όπως προέκυψε από την αγόρευση της κ. Εισαγγελέως, ο όρος συλλειτουργός στην απονομή της δικαιοσύνης να παραμένει ένα άδειο πουκάμισο.

Λησμόνησε, ακόμη, η κ. Εισαγγελεύς, όχι μόνο τον ουσιαστικό και διαδικαστικό ρόλο του συνηγόρου στην ποινική δίκη, αλλά και τους ορισμούς του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, στο άρθρο 177 του οποίου, με παράτιτλο «Αρχή της ηθικής απόδειξης», ορίζεται κατά λέξη:

«1. Οι δικαστές δεν ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων, αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποια αποδεικτικά μέσα και με ποιους συλλογισμούς σχημάτισαν τη δικανική τους κρίση».

Ενώ το άρθρο 332 του ιδίου Κώδικα με παράτιτλο «Συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών», ορίζει κατά λέξη:

«Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο οι δικαστικοί λειτουργοί δεν μεταχειρίζονται τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δίκη κατά τρόπο αμερόληπτο, ευπρεπή, απαθή και ψύχραιμο, διαπράττουν βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα».

Φοβούμαι ότι τα επίθετα «απροσωπόληπτος», «αμερόληπτος», «απαθής» και «ψύχραιμος» δεν ήσαν γνωστά στην κ. Εισαγγελέα της Έδρας.

Τα παραπάνω μου επιβεβαιώνουν τη ρήση του παλαιού ποινικολόγου «ο Εισαγγελεύς παιδί μου κάθεται στην ίδια έδρα με τους Δικαστές από λάθος του μαραγκού».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου