ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Βγαίνουμε. Σε μία «κανονικότητα» φόβου και αγωνίας

βγαίνουμε-σε-μία-κανονικότητα-φόβο-97095

Του Μάκη Γ. Μπαλλή, Δημοσιογράφου, πρ. Βουλευτή Μαγνησίας ΣΥΡΙΖΑ

Ηρθε, λοιπόν, η ώρα να βγούμε από την «καραντίνα» του κορονοϊού. Το lockdown σταδιακά καταργείται και επιστρέφουμε σε μία νέα «κανονικότητα». Αυτή που κυρίως θα χαρακτηρίζεται από μία νέου είδους «κοινωνικότητα» και μία διαφορετική καθημερινότητα. Με μάσκα, γάντια, αποστάσεις στις επαφές και τη δημόσια παρουσία μας σε χώρους που θα υπάρχουν κι άλλοι. Αλλά και σε μία διαφορετική «κανονικότητα» σε ό,τι αφορά στις εργασιακές σχέσεις, τους όρους απασχόλησης και αμοιβής. Σε ένα διαφορετικό τοπίο λειτουργίας της αγοράς γενικότερα.

Μπαίνουμε στην «μετά την καραντίνα» εποχή, χωρίς όμως να έχουν απαντηθεί επαρκώς τα ερωτήματα τα σχετικά με αυτή την περίοδο, αλλά και με αρκετά νέα να παραμένουν για τη «νέα εποχή». Ερωτήματα που, αντίθετα, εντείνονται από κάποιες φορές αλληλοαναιρούμενες ή και αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις και απόψεις των ειδικών επιστημόνων, ως προς τα μέτρα ελέγχου της εξάπλωσης της πανδημίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό, οι κατά καιρούς απόψεις για τη χρήση μέσων ατομικής προστασίας ή για το κλείσιμο – άνοιγμα των σχολείων και το ρόλο των παιδιών στην πιθανή μετάδοση του ιού.

Σύμφωνα με τον «οδικό χάρτη» εξόδου από την καραντίνα, σε λίγες μέρες θα μπορούμε να κάνουμε όσα μας απαγορεύονταν ως τώρα αρκεί να φοράμε γάντια – μάσκα και να κρατάμε τις αποστάσεις (η μέθοδος …ΧΑΜ κατά τον υφυπουργό Ν. Χαρδαλιά).

Οπως ανακοίνωσε στις 29 Απριλίου ο Σ. Τσιόρδας, που αντιμετωπίζεται κάτι σαν τοτέμ της ενημέρωσης για τον ιό και τις αποφάσεις των κυβερνητικών μέτρων, «οι πολίτες θα είναι υποχρεωμένοι πλέον να φορούν μάσκες σε κλειστούς χώρους, κουρεία, καταστήματα και στα μέσα μαζικής μεταφοράς». Προβλέπεται και πρόστιμο 150 ευρώ στους παραβάτες.

Υποχρεωτικό μέτρο προστασίας λοιπόν η μάσκα, με ευθύνη του κάθε πολίτη.

Θυμίζω ότι στις 9 Απριλίου ο κ. Σ. Τσιόδρας και η Επιστημονική Επιτροπή έλεγαν κατηγορηματικά «όχι» στη χρήση μάσκας και γαντιών μίας χρήσης, διότι «αυτός ο εξοπλισμός μπορεί να αποβεί περισσότερο βλαπτικός».

Αλήθεια, τι άλλαξε στο μεταξύ στη συμπεριφορά του ιού και στο βαθμό επικινδυνότητας μετάδοσης ώστε η μάσκα από σχεδόν απαγορευτική να γίνει υποχρεωτική; Αν έμπαινες μέχρι τώρα στο μάρκετ χωρίς μάσκα, κανένα πρόβλημα. Τώρα, θα εισπράττεις πρόστιμο. Ισως το μόνο που άλλαξε είναι ότι πλέον στη Λάρισα ο επιχειρηματίας φίλος της πρωθυπουργικής οικογένειας θα παράγει 9 εκατ. μάσκες το μήνα που θα διαθέτει προς 0,45 λεπτά το κομμάτι. Υπολογίστε μόνοι σας.

Παρομοίως, με τις αποφάσεις για τα σχολεία.

Στις 5 Μαρτίου ο διευθυντής του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Αθανάσιος Τσακρής δήλωνε: «Τα σχολεία είναι εστία από την οποία εξαπλώνονται οι ιοί στην οικογένεια».

Στις 10 Μαρτίου η Επιστημονική Επιτροπή υπό τον Σ. Τσιόδρα έλεγε ότι «το κλείσιμο των σχολείων κρίνεται ως μία απολύτως αναγκαία ενέργεια, καθώς τα παιδιά έως 12 ετών θεωρούνται ως μία από τις κρίσιμες παραμέτρους στη μετάδοση του κορονοϊού.

Έχει διαπιστωθεί πως φέρουν πολύ υψηλό ιικό φορτίο και έχουν υψηλή μεταδοτικότητα έως και 14 μέρες μετά την αρχική λοίμωξη».

Τώρα, ανοίγουν και τα δημοτικά – νηπιαγωγεία για να λειτουργήσουν περίπου 15 ημέρες μέχρι τη λήξη της σχολικής χρονιάς.

Βοήθησε το κλείσιμο των σχολείων ή ήταν άχρηστο μέτρο; Οπως δήλωσε στις 21 Απριλίου ο Σ. Τσιόδρας «υπήρξε μια επίδραση της τάξης του 15% – 20% χωρίς να το πει αυτό κανείς με σαφήνεια. Θα δούμε πώς το άνοιγμα των σχολείων θα επηρεάσει την πορεία της επιδημιολογικής καμπύλης στη χώρα μας πολύ γρήγορα».

Χωρίς να έχει επιτευχθεί συλλογική ανοσία στην κοινότητα, τι άλλαξε και τα δημοτικά – νηπιαγωγεία – γυμνάσια από «εστίες εξάπλωσης» γίνονται ακίνδυνα για μικρά παιδιά, δάσκαλους, γονείς, κοινωνικό περίγυρο; Ισως φταίει το γεγονός ότι αν δεν ολοκληρωθεί η σχολική χρονιά στις προβλεπόμενες ημερομηνίες τα ιδιωτικά σχολεία δεν μπορούν να εισπράξουν τα δίδακτρα του τελευταίου τριμήνου. Υπολογίστε μόνοι σας.

Σε ένα προηγούμενο άρθρο μου («Ταχυδρόμος», 5 Απριλίου 2020), με τίτλο «κερδίζουμε χρόνο, όμως τον αξιοποιούμε;» έγραφα ότι ένα σημαντικό ερώτημα σχετικό με τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, είναι σε τι κόσμο θα βγούμε όταν τελειώσει το «μένουμε σπίτι». Μεταξύ άλλων, σχολίαζα το γεγονός ότι το σύνολο των μέτρων είχαν το χαρακτηριστικό της «ατομικής ευθύνης», δηλαδή ο κάθε πολίτης είναι υπεύθυνος για την προστασία του συνόλου μέσα από την προσωπική του προστασία και ευθύνη και, ότι, αντί το κράτος να σταθεί αρωγός στον πολίτη, αντίθετα ο πολίτης καλείται να συνδράμει το αδύναμο κράτος.

Αυτή η κατάσταση της «ατομικής ευθύνης» εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τις αποφάσεις.

Μπαίνουμε στην επόμενη φάση και με ερωτηματικά και με αγωνία δικαιολογημένη, καθώς οι επιδημιολόγοι θεωρούν περισσότερο από πιθανό ένα δεύτερο κύμα της νόσου, αλλά με την ελπίδα ότι ως τότε θα έχει βρεθεί αποτελεσματικό φάρμακο και θα έχει προχωρήσει η έρευνα για το εμβόλιο, ενώ θα έχει επιτευχθεί ένας ικανοποιητικός βαθμός συλλογικής ανοσίας. Αυτό το τελευταίο, πάντως, για την Ελλάδα είναι δύσκολο. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ένα ποσοστό 30% του πληθυσμού με ανοσία είναι επαρκής βαθμός, όταν σήμερα στη χώρα μας αυτό το ποσοστό είναι στο 12% – 15% περίπου.

Το πιο σημαντικό, όμως, για την καθημερινότητα του καθένα μας στη νέα εποχή, είναι ότι μπαίνουμε σε αυτήν με τον ίδιο φόβο απέναντι στη νόσο και τις επιπτώσεις της.

Ενας φόβος που άρχισε να καλλιεργείται από την πρώτη μέρα με τα συνεχή δημοσιεύματα και κυρίως την ασταμάτητη ροή εικόνων (Λομβαρδία, Κίνα, Ισπανία, ΗΠΑ, Βρετανία κ.λπ.) με τα θανατηφόρα αποτελέσματα του κορονοϊού.

Ενας φόβος που εστιάζει στην «ατομική ευθύνη» ως απάντηση και καθησυχασμό. Αυτή η «ατομική ευθύνη» με τη σειρά της προβάλλεται ως «συλλογική ενοχή». Αν κάτι στραβώσει θα φταίμε όλοι εμείς που δεν υπακούσαμε.

Και, ίσως εδώ να φθάνουμε στο ζουμί της όλης υπόθεσης.

Στα αιτήματα για πιο γενναία στήριξη εκείνων που θα πληγούν περισσότερο από άλλους, ακούμε την απάντηση – απόρριψη για «άκαιρες και ασυλλόγιστες διεκδικήσεις». Στην αγωνία για το «πώς επιβιώνει μία μέση οικογένεια» με κουτσουρεμένο το εργατικό της εισόδημα, ακούμε για «το βάρος που πρέπει όλοι μας να επωμιστούμε». Είναι ακριβώς η ίδια λογική του «μαζί τα φάγαμε».

Η αλήθεια είναι ότι όλη αυτή η ιστορία αιφνιδίασε τους πάντες. Από το πολιτικό προσωπικό, τα κόμματα, τις συλλογικότητες, που για πολλές μέρες παρακολουθούσαν αμήχανα τις εξελίξεις και αποδέχονταν ασμένως τις όποιες αποφάσεις, μέχρι το σύνολο της κοινωνίας.

Το ιδανικό σκηνικό, θα έλεγα, για να ξεδιπλωθεί στην πράξη η «θεωρία του σοκ». Σύμφωνα με την οποία κάθε κρίση είναι ιδανική ευκαιρία για να περάσεις πράγματα που σε κανονικές συνθήκες θα ξεσήκωναν στο δευτερόλεπτο θύελλα αντιδράσεων.

Οπως υποστήριζε ο γκουρού αυτής της θεωρίας Milton Friedman (της γνωστής «Σχολής του Σικάγου»), όταν ξεσπάσει μια κρίση, αποτελεί ζήτημα καθοριστικής σημασίας η ακαριαία δράση. Εκτιμούσε ότι μια καινούργια κυβέρνηση έχει στη διάθεσή της 6 με 9 μήνες για να επιβάλλει μείζονες αλλαγές. Το δικαιολογούσε ως εξής:

«Ο φόβος και οι ενοχές για τα αποτελέσματα μίας κρίσης ή καταστροφής κάνει τους πολίτες ανεκτικούς και απαθείς σε επαναλαμβανόμενες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις ακριβώς επειδή πιστεύουν ότι κάτι άλλο χειρότερο έρχεται».

Αν για την εξέταση των παραπάνω δεν αρκεί το παράδειγμα της νέας πραγματικότητας που διαμορφώνουν για την Ελλάδα οι αποφάσεις του υπ. Εργασίας για τις εργασιακές σχέσεις, τις αμοιβές, τα vouchers, αλλά και η συνεχιζόμενη νομοθέτηση με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου χωρίς τον δημοκρατικό έλεγχο της Βουλής κ.ά., τότε να κλείσω με το παράδειγμα του Τραμπ.

Ο Αμερικανός πρόεδρος προτείνει ως μέτρο αναχαίτισης των επιπτώσεων της πανδημίας ένα πακέτο περικοπών 700 δισ. δολαρίων που θα περιλαμβάνουν και φόρους στις αμοιβές των μισθών (κάτι που καταστρέφει το σύστημα συντάξεων και περίθαλψης) για να προσφέρει βοήθεια στις βιομηχανίες που θα παρουσιάσουν ελλείμματα ως αποτέλεσμα της πανδημίας

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου