ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

500 Μαργαριτάρια στον Βυθό

500-μαργαριτάρια-στον-βυθό-115605

Tου Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

18ο

Νύχτωσε πια, τα ουρανοκάντηλα άναψαν στον ουρανό. Περήφανη η ψυχή τού ανθρώπου, την αποθαυμάζουμε που έμαθε να στέκεται πάνω στον γκρεμό. Η μοίρα γράφει στο νερό, όμως φυσάει ο άνεμος και τη σβήνει. Εμείς σωπαίνουμε. Χαϊδεύουμε το μικρό παιδί, κατασταλάζει ο νους μας, βυθίζεται στον τρόμο τής συλλογής. Στους τέσσερις τοίχους κολνάει το αυτί, χαρούμενο μαντάτο θέλει ν’ ακούσει: Από την παγίδα να βγούμε και να περπατήσουμε. Σαν φλογισμένη αστραπή ο χρόνος περνάει, αγριεύει η μνήμη. Αισθανόμαστε άδειοι, σαν ίσκιοι! Ας μην αναρωτιόμαστε πια, κι ό,τι βγει, χίλια καλώς να ορίσει.

Ο κόσμος ρόδο ήταν και μάδησε, και η μυρωδιά του χάθηκε! Ωϊμέ, στη γη τούτη, με βιασύνη μεγάλη προχωρήσαμε, προσπαθώντας ν’ ανοίξουμε έναν καινούργιο δρόμο. Από πού, όμως, να πάμε; Δεξιά ή ζερβά, είναι ο δρόμος τής ντροπής, πώς θα γλιτώσουμε, Θεέ μου; Νύχτωσε πια, ισκιώθηκαν όλοι οι δρόμοι. Στην άκρη, είναι στραβοί, στον ίδιο γκρεμό μάς φέρνουν. Η καρδιά τρέμει και δεν κατέχει πια το κατά πού να πάει… Είναι να εξοργίζεσαι και να φωνάζεις: «Δειλοί, εξουθενωμένοι, συμβιβασμένοι, μπαγιάτικοι!» Ας γίνουμε δυνατότεροι. Ποιος τόπος αλλού; Ο τόπος είναι εδώ. Και ποιος χρόνος; Εδώ θα κριθούμε, εδώ θα πράξουμε το καθήκον μας.

Οι έμποροι εδώ κι οι μεταπράτες, έτοιμη και η πρόχειρη βρύση για τα βρώμικα χέρια – χυμένο λάδι από σπασμένο βαρέλι ναυαγίου, πάνω στη φουρτούνα. Δεν είναι η ανυπαρξία ο τόπος μας, δεν είναι η ανυπαρξία η ύπαρξή μας. Είναι ετούτος ο τόπος όλη η ύπαρξή μας. Είναι οι σεβαστές και λιγοστές γερόντισσες, Ελπίδα, Ελευθερία. Μας λένε: «Μείνετε στην πατρίδα, καλοί τού Χριστού αγωνιστές», και, με μάγουλα και χείλια βαμμένα στ’ όνειρο και στο αίμα, προσεύχονται: «Χριστέ μας Πελαγίτη, που περπάτησες στο νερό και κάτω απ’ την πατούσα σου μερεύαν του κυμάτου οι χαίτες, βάλε το χεράκι σου μη μας χαθεί ο λαός μας. Αυτές οι ογλήγορες γριές που ξέρουνε το νόμο τής μικρής χελώνας και το ανήλιο μυστικό, από γενιά σε γενιά, τής βαφής τής πορφύρας, αυτές που ξέρουνε τα μυστικά τού ροδιού, του αλευριού, του πετμεζιού, της κουκουβάγιας τής κλειστής, στο πολυζούναροπυθάρι…». Αυτές οι σεβαστές γερόντισσες, Ελπίδα, Ελευθερία, Σωτηρία, τις λένε!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου