ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Προς τα πού να κρυφτώ;

προς-τα-πού-να-κρυφτώ-120623

Της Εύας Λόλιου

Eβρεχε πολλές μέρες, σχεδόν όλο τον Απρίλη κι ως αρχές του Μάη ακόμη το νερό έκανε κύκλους γύρω απ’ την πόλη. Ο βοριάς έφερνε μπόλικο χιονόνερο απ’ τις χιονισμένες βουνοκορυφές κι έλεγα πως μαζί με την αρρώστια που ’πεσε στα κεφάλια των ανθρώπων, όλο αυτό μου ’δειχνε πως μας σιχάθηκε ο θεός και θα χαλούσε τον παράδεισο που εγκάρδια μας έδωσε. Δε μπορούσα να κοιμηθώ, προσευχόμουν κι άλλες φορές σκεφτόμουν τι άραγες να είναι η ζωή κι ο άνθρωπος, το αντίτιμο της αχαριστίας του κι έως εκεί μου ’φτανε ακόμη, στην ματαιότητα, με τα μάτια μου ορθάνοιχτα προς τα σκοτάδια του δωματίου μου.

Oταν έφτανα στο «γενηθήτω το θέλημα Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης» παρατηρούσα τον εαυτό μου να κατακλύζεται από ντροπή, καθώς τούτο ήταν το θέλημα του και δεν ήμουν έτοιμος να το δεχτώ.. Δε μ’ άφηναν οι μεγάλες μου σκέψεις κι ο εγωισμός.

Να, έλεγα ότι ο άνθρωπος είναι τόσο μικρός στο κέλυφος του και σκύβει το κεφάλι, καμπουριάζει αργότερα να χωθεί στη γη και κλαίει. Μα επίσης ότι γνωρίζω καλά εμένα, πως μέσα στο στέρνο μου βρίσκεται μια θάλασσα που αν χυνόταν έξω δε θα ’φτανε ο πλανήτης να ’χει στεριά, δέντρα και πλαγίτσες με κρινάκια.

Για φαντάσου δηλαδή απ’ ολάκερο τον κόσμο να ξεχείλιζαν έξω οι καημοί, σήμερα, χτες, απ’ όλα τα χρόνια και τους αιώνες, ακόμη οι αγάπες, τα όνειρα, τ’ ανείπωτα λόγια κι οι σκέψεις σαν μεγάλα ποτάμια.. Κι ο καθείς να ’βγαζε απ’ την καρδιά τ’ αστεράκια του, πως ο ουρανός θα βάραινε τόσο και θα χαμήλωνε στο χώμα να βυθιστεί.

Απ’ τα πουλιά να άνοιγαν σαν σπασμένα ρόδια τα στήθη, απ’ τ’ άλογα, τους σκύλους κι όλα τα ζωντανά πως θα γύριζε τούμπα η δημιουργία του θεού και θα χύνονταν όλα του τα χρώματα βροχή κι επιπλέον μια μεγάλη καταιγίδα, αστραπές και κεραυνοί με όσα δεν τους έδωσε δικαίωμα να γράψουν ή να μιλήσουν..

Κι ύστερα ξανά μ’ έλουσε η ενοχή με φόβο γι’ αυτές τις σκέψεις μου.

«Ω, πόσο αμαρτωλός, προς τα που να κρυφτώ, σε ποια σπηλιά , ποια θάλασσα και άβυσσο για την αλαζονεία μου; Ημαρτον θεέ μου, τι ήταν όλα αυτά που έφτιαχνε ο νους μου;» Απ’ έξω η βροχή δυνάμωνε κι ο αγέρας τράνταζε τα τζάμια των παραθύρων.

Ξεκίνησα πάλι την προσευχή και φτάνοντας στο ’’μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς απ’ του πονηρού’’, άκουσα απ’ την ύπαιθρο μετά από τόσες ημέρες θεομηνίας, το πρώτο χελιδόνι να κελαηδε

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου