ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Κερδίζουμε χρόνο, όμως τον αξιοποιούμε;

κερδίζουμε-χρόνο-όμως-τον-αξιοποιούμ-130319

Οχι μόνο προστασία από τον ιό, αλλά και προετοιμασία για την επόμενη μέρα

«Παίρνουμε μέτρα, γιατί πρέπει να κερδίσουμε χρόνο» έλεγε, για μία ακόμη φορά, πριν από δέκα μέρες ο εκπρόσωπος του υπ. Υγείας καθηγητής Σωτ. Τσιόρδας.

Πολύ σωστά. Ο χρόνος φαίνεται να είναι το κλειδί στη μάχη κατά του κορονοϊού. Για να μην υπερφορτωθεί από τώρα το κουτσουρεμένο Εθνικό Σύστημα Υγείας, να μην γεμίσουν οι ελάχιστες κλίνες στις ΜΕΘ των Νοσοκομείων μας, για να μην εξαντληθούν πρόωρα τα ελάχιστα μέσα προφύλαξης και προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους οι «πραγματικοί ήρωες» όπως σωστά χαρακτηρίστηκαν οι υγειονομικοί που παλεύουν με άνισους όρους στα Νοσοκομεία.

Να κερδίσουμε χρόνο και για τις επιταχυνόμενες επιστημονικές έρευνες και προσπάθειες για κάποιο αποτελεσματικό φάρμακο και κυρίως κάποιο σωτήριο εμβόλιο. Για να είμαστε περισσότερο θωρακισμένοι για το επόμενο κύμα εμφάνισης της νόσου.

Αυτόν τον χρόνο προσπαθούν να κερδίσουν και οι άλλες χώρες. Με αρκετές διαφορές στα μέτρα που παίρνουν προς αυτή την κατεύθυνση, όπως δείχνουν τα παραδείγματα της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ. Εκεί, φαίνεται να βαρύνει περισσότερο στην σκέψη τους η οικονομική επίπτωση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων που παίρνονται αλλού όπως και στην Ελλάδα.

Ενα πρώτο ερώτημα είναι πώς αξιοποιείται ο χρόνος που κερδίζουμε από μέτρα όπως η «καραντίνα» του πληθυμσού με απαγόρευση των άσκοπων μετακινήσεων και των συναθροίσεων.

Ενα δεύτερο ερώτημα είναι αν αυτά τα μέτρα μπορούν πλέον να καλύψουν το έδαφος που χάθηκε στη μάχη κατά του κορονοϊού από την καθυστέρηση αρκετών εβδομάδων στη λήψη τους. Με χαρακτηριστικά παραδείγματα την ελευθερία ταξιδιών πλην των χωρών που είχαν κρούσματα, τις ανοιχτές εκκλησίες, τα κέντρα διασκέδασης, τα γήπεδα κ.λπ.

Ενα τρίτο ερώτημα, είναι σε τι κόσμο θα βγούμε όταν τελειώσει το «μένουμε σπίτι».

Στο πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι απλή. Αξιοποιούμε τον χρόνο ισχυροποιώντας το Σύστημα Υγείας, προετοιμάζοντας επιπλέον χώρους νοσηλείας των ασθενών, αυξάνοντας τον εξοπλισμό σε κρεβάτια, μέσα, υλικά, προσθέτοντας κι άλλους γιατρούς, νοσηλευτές, λοιπό προσωπικό στα νοσοκομεία, εντάσσοντας τις δομές πρωτοβάθμιας περίθαλψης στην προνοσοκομειακή εξέταση και αντιμετώπιση πιθανών κρουσμάτων. Παράλληλα, εντοπίζοντας όσο γίνεται καλύτερα το μέγεθος της διασποράς του ιού στην κοινότητα μέσω μαζικών τεστ ανίχνευσης για την πληρέστερη χαρτογράφησή του. Και, φυσικά, εκπαιδεύοντας και προετοιμάζοντας τον πληθυσμό για τα αναγκαία περιοριστικά μέτρα.

Αλλιώς, το «μένουμε στο σπίτι» για βδομάδες θα καταστεί μέτρο ανεπαρκές και δύσκολο χωρίς απόδοση.

Αυτά δείχνει η διεθνής εμπειρία, αυτά συνιστούν οι επιστήμονες παγκοσμίως. Η Κίνα επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς και παράλληλα έστησε ειδικά νοσοκομεία σε μία βδομάδα, ιχνηλατώντας μαζικά τη διασπορά. Η Νότια Κορέα και η Σιγκαπούρη έκαναν εκατοντάδες χιλιάδες τεστ σε όλο τον πληθυσμό για να εντοπίσουν και να απομονώσουν τους φορείς και τους ασθενείς. Σήμερα και οι τρεις χώρες έχουν ελεγχόμενη την κατάσταση.

Εμείς; Οι εξαγγελθείσες μαζικές προσλήψεις μόνιμου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού έγιναν 4.200 προσλήψεις συμβασιούχων διετούς διάρκειας, μετακινήσεις από τα Κέντρα Υγείας προς τα Νοσοκομεία και προσκλήσεις «εθελοντισμού». Η ενίσχυση σε κρεβάτια ΜΕΘ ήταν η πρόσθεση 40 κλινών ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα προς 1.600 ευρώ την ημέρα (από 800 που ίσχυε) αντί να επιταχθούν στο σύνολό τους. Στα Γιάννενα το κόστος για μία πλήρη νέα μονάδα ΜΕΘ ήταν 40.000 ευρώ. Ο επιπλέον εξοπλισμός αφέθηκε στη γαλαντομία δωρητών (είτε από κράτη όπως η Κίνα είτε από επιχειρηματίες και άλλους φορείς, είτε από τις τοπικές κοινωνίες).

Από το «είμαστε πλήρως έτοιμοι για τον νέο ιό» των αρχών Φεβρουαρίου μέχρι το «αν δεν φορτωθεί υπέρμετρα το ΕΣΥ θα αντέξουμε» των τελευταίων ημερών, μεσολάβησαν πολλές εβδομάδες χωρίς ουσιαστική ενίσχυση του Συστήματος Υγείας.

Το μόνο που ακούμε είναι ότι «αν χρειαστεί τα μέτρα περιορισμού θα παραταθούν και αν κριθεί θα παρθούν και άλλα προς αυτή την κατεύθυνση». Μέτρα καθαρά αμυντικού χαρακτήρα. Μέτρα καθαρά «ατομικής ευθύνης». Με τον πολίτη να παραμένει με πολλά και αγωνιώδη ερωτηματικά. Οπως το απλούστατο ερώτημα δημοσιογράφου που ενόχλησε σφόδρα τον κ.Τσιόδρα: «Μας λέτε μείνετε σπίτι και απευθυνθείτε στον γιατρό σας. Πόσοι πολίτες όμως έχουν οικογενειακό γιατρό; Πού θα απευθυνθούν οι υπόλοιποι;». Το ίδιο ερώτημα που διάβασα πριν λίγες μέρες να απευθύνει και ο «Ταχυδρόμος» στον πρόεδρο του τοπικού Ιατρικού Συλλόγου.

Μα, υπάρχει η οικονομική δυνατότητα για κάτι διαφορετικό; Εύλογο το ερώτημα. Το έδαφος υπάρχει. Το Σύμφωνο Σταθερότητας, που μας είχε εγκλωβισμένους για χρόνια, δεν ισχύει λόγω κορονοϊού. Η υποχρέωση για πλεόνασμα 3,5% δεν υφίσταται σήμερα. Οι δαπάνες του προϋπολογισμού για την αντιμετώπιση του ιού εξαιρούνται των δημοσιονομικών περιορισμών. Ενώ στο Ταμείο παραμένουν αναξιοποίητα τα περίπου 37 δισ του «μαξιλαριού ασφαλείας» που είχε αφήσει η προηγούμενη κυβέρνηση.

Σε όλο τον κόσμο, το μεγάλο όπλο για την αντιμετώπιση όχι μόνο του ιού αλλά και των επιπτώσεων της πανδημίας (οικονομικές και κοινωνικές) ήταν ένα: το κράτος. Ακόμη και στις ΗΠΑ του Τραμπ όπου πρώτο μέλημα είναι η προστασία των επιχειρήσεων και της οικονομίας από την μεγάλη διασπορά και τη θνητότητα, διατέθηκαν πολλά δισεκατομμύρια γι αυτό. Σ’ εμάς συμβαίνει το αντίθετο: Ο πολίτης έρχεται να συνδράμει το αδύναμο κράτος. Σήμερα με περικοπή μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Αύριο με περικοπή μισθού στο Δημόσιο και αναπόφευκτα και στις συντάξεις.

Πριν το δεύτερο, ας δούμε όμως λίγο το τρίτο ερώτημα. Για εμάς, ο κίνδυνος δείχνει διπλός. Εκτός από την ελλιπή αντιμετώπιση τηςεπιδημικής κρίσης, στην Ελλάδα να προκληθεί και μία κοινωνική κρίση.

Οι οικονομολόγοι παντού συμφωνούν ότι οι οικονομικές επιτπώσεις θα είναι τεράστιες. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου προειδοποιεί για ζημιά μεγαλύτερη από εκείνη της κρίσης του 2008. Το ΔΝΤ προβλέπει μεγάλη ύφεση. Πολλές από τις επιχειρήσεις που κλείνουν αναγκαστικά, δεν θα μπορέσουν να ξαναλειτουργήσουν.

Στην Ευρώπη, οι ελπίδες εστιάζουν στη συμφωνία για έκδοση ειδικού ευρωομόλογου. Μικρή η πιθανότητα όπως δείχνει η στάση Γερμανίας και Ολλάνδίας. Μεγάλη η πιθανόητα να ξαναμπούμε σε δύσκολα χρόνια, καθώς η προτεινόμενη «προληπτική γραμμή πίστωσης» για τα κράτη που την χρειαστούν, προϋποθέτει νέα Μνημόνια και εμπλοκή του ΔΝΤ.

Στην Ελλάδα, η επιδημική κρίση (με τις συνακόλουθες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις), μας βρήκε σε περίοδο διάψευσης των προβλέψεων για ανάπτυξη, επιτείνοντας έτσι το κακό κλίμα. «Οι προβλέψεις αναθεωρούνται» είπε λογικά ο Σταϊκούρας, ανακοινώνοντας τα μέτρα για τους μισθωτούς που θα μείνουν χωρίς δουλειά, για τις επιχειρήσεις που θα πληγούν, για τους επιστήμονες και επαγγελματίες που θα πάρουν επίδομα… επιμόρφωσης. Μόνο που όπως φαίνεται αυτά τα μέτρα όχι μόνο δεν αρκούν για να λειτουργήσουν ανασχετικά στην επερχόμενη κοινωνική κρίση και επιβραδυντικά στην αναμενόμενη ύφεση, αλλά μάλλον την επιτείνουν κι όλας.

Εμείς, νομοθετήσαμε την εκ περιτροπής εργασία, δηλαδή την περικοπή του μισθού κατά 50% και αντικαταστήσαμε τον μισθό για τις κλειστές επιχειρήσεις με 800 ευρώ για 50 μέρες (για το μετά είναι άγνωστο ακόμη). Το βάρος πέφτει και πάλι στα πιό αδύναμα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα.

Στις άλλες χώρες επιχειρείται η προστασία της κοινωνικής συνοχής, με ένα μείγμα πολιτικής με κύριο υλικό την κρατική προστασία προς τους βαλλόμενους χαμηλόμισθους. Στη Γαλλία, το κράτος πληρώνει το 100% του μισθού, στη Σουηδία πληρώνει το 95% του μισθού, στην Ολλανδία το 90%, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Νορβηγία και την Ισπανία το 80%, στη Δανία και την Πορτογαλία το 75% μισθού, στην Ιρλανδία το 70% και στη Γερμανία το 65% κατά μέσο όρο του μισθού.

Ας δούμε λίγο και το δεύτερο ερώτημα. Κατ’ αρχάς πήραμε όντως πρώτοι εμείς και έγκαιρα τα αυστηρότερα μέτρα; Μάλλον όχι αλλά αυτό έχει τη μικρότερη σημασία καθώς όλοι στην Ευρώπη – και εμείς – τα περιοριστικά μέτρα, που είναι οδηγίες του ΠΟΥ, τα πήραμε με καθυστέρηση κρίσιμων εβδομάδων. Τα πήραμε αφού προηγήθηκε η διευκόλυνση της διασποράς με τα ανοιχτά σύνορα σε ταξιδιώτες, με τις ανοιχτές εκκλησίες σε ευάλωτες ομάδες ηλικιωμένων, με ανοιχτούς δρόμους για ελεύθερες μετακινήσεις και με ανοιχτούς χώρους μεγάλων συναθροίσεων.

Στην πραγματικότητα τα ουσιαστικά μέτρα τα πήραμε από τις 10 Μαρτίου και μετά, με το προληπτικό κλείσιμο σχολείων και Πανεπιστημίων. Για να ακολουθήσει στις 16 Μαρτίου το κλείσιμο εκκλησιών και καταστημάτων.

Οι μετακινήσεις παραμένουν ελεύθερες μέχρι που έρχεται η 22α Μαρτίου με την καθολική απαγόρευση των άσκοπων μετακινήσεων σε όλη την επικράτεια. Είχαν προηγηθεί βδομάδες με εκτιμήσεις ότι ο ιός δεν είναι περισσότερο επιθετικός από την γρίπη, ή ότι δεν μπορούν να παρθούν μέτρα στρατιωτικού χαρακτήρα.

Τα μέτρα ήλθαν με καθυστέρηση και άφηναν ανοιχτή την πόρτα στον ιό.

Εχουμε χάσει χρόνο στη δύσκολη μάχη. Κάποιες δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων αρχίζουν να προετοιμάζουν την κοινή γνώμη για την παράταση των αυστηρών μέτρων. Οχι μόνο για την περίοδο του Πάσχα αλλά και για αρκετό διάστημα μετά.

Ετσι, αναγκαστικά το αρχικό ερώτημα επανέρχεται: Εχουμε κερδίσει τον απαραίτητο χρόνο και κυρίως τον αξιοποιούμε σωστά, ή απλώς ελπίζουμε ότι στο μεταξύ θα αποδώσουν οι προσπάθειες για αποτελεσματικά φάρμακα και εμβόλιο; Θα ανιχνεύσουμε όχι μόνο τη διασπορά στον πληθυσμό (ώστε να παρθούν εξειδικευμένα μέτρα) αλλά και την πιθανή ανάπτυξη αντισωμάτων ώστε να είμαστε περισσότερο έτοιμοι στο επόμενο κύμα; «Κάντε τεστ, τεστ, τεστ…» συστήνει ο ΠΟΥ. Θα προστατεύσουμε την κοινωνία και την οικονομία ώστε η επόμενη μέρα να μην ξεκινήσει πάνω σε ερείπια; Θα φανεί…

Ως τότε υπομονή και κουράγιο. Κυρίως για τους «ήρωες της πρώτης γραμμής», γιατρούς, νοσηλευτές, προσωπικό των μονάδων Υγείας, αλλά και όσους βιώνουν την καθημερινή αγωνία στο σπίτι τους.

Του Μάκη Γ. Μπαλλή Δημοσιογράφου, πρώην βουλευτή Μαγνησίας ΣΥΡΙΖΑ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου