ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Κακό όνειρο

κακό-όνειρο-140980

Της Εύας Λόλιου

Oλα έγιναν ποτάμια στο κόσμο, δεν είχα να σταθώ κι έτσι που έτρεχαν πράσινα τα δέντρα κατάφερα να πιαστώ απ’ ένα πουλί. Δεν ήταν άγνωστο, είδα στα μάτια του την συμπόνια και θυμήθηκα το πρώτο μου καναρίνι. Ανέβηκα στα φτερά του και σίγουρα όλο αυτό δεν ήταν πραγματικότητα, παρόλο που η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, μα ένα όνειρο καλό η κακό.. Στου προφήτη Ηλία είχε μείνει ο σταυρός άτρωτος και λευκός, εκεί στο ύψωμα καθίσαμε με το πουλί.

Μια βοή με ακαθόριστες φωνές, τραγούδια, κλάματα, προσευχές ακολουθούσε τα τσιμεντένια ρυάκια στις κοίτες της πόλης, με τα παραθύρια, τις πόρτες και τα φυλακισμένα μάτια των ανθρώπων. Κι άλλα μετά χύνονταν απ’ την πλαγιά του Πηλίου, πολύχρωμα καθώς παρέσυραν τ’ αγριολούλουδα και τις καστανιές, τα σπίτια ακόμη έβλεπα πως έλιωναν οι τοίχοι και οι σκεπές τους, οι ροδακινιές και τα πορτοκάλια απ’ τα περιβόλια τους. Απ’ την ανατολή ο ήλιος κόκκινος σαν πηχτό αίμα ξεχείλιζε στο Αιγαίο κι απ’ την δύση ένα φεγγάρι ανάποδο, ξαπλωμένο στις κορυφές έβαφε με το θλιβερό κίτρινο χρώμα του τις Αλυκές, λαβωμένο κι έτοιμο θαρρείς να ξεψυχήσει.. Ο ουρανός ήταν μισός μισός, νύχτα και ημέρα, συννεφιασμένος και γαλανός που μόνο πουλιά έβλεπες να πετούν προς τον ήλιο. Απόρησα που ήμουν ολόκληρη, κοίταξα να βρω το σπίτι μου που ήταν χτισμένο ψηλά μήπως και είχε σωθεί.

Μα γνώριζα πως ήταν γεμάτο αμαρτίες και σε μια ενδεχόμενη συντέλεια του κόσμου πρώτο θα είχε καταγκρεμνιστεί.. Τίποτα δεν υπήρχε απ’ τον τόπο μου, όλα είχαν γίνει μια τεράστια λίμνη που έπεφτε στη θάλασσα.. Ω! τρόμαξα τότε τόσο που αγκάλιασα τον αετό, κι εκείνος έγειρε τρυφερά το ράμφος του στο λαιμό μου. Πρέπει να μείναμε έτσι για ώρα πολύ, είχε κουρνιάσει πίσω απ’ τα μαλλιά μου να μη βλέπω τα δάκρυά του. Άγγιξα με το βλέμμα μου λυπημένο τις βουνοπλαγιές.

Και για μια στιγμή μονάχα θαύμασα τα πολύχρωμα νερά με τους δαντελωτούς αφρούς των αμυγδολοανθών που ανάβλυζαν σαν ακαθόριστα κάδρα απ’ τα ορθογώνια και τετράγωνα ταριχευμένα κομμάτια της γης.. Κλείσαν τα μάτια μου που άλλο πόνο δεν άντεχαν. Το πουλί περπάτησε σιγανά στο διάδρομο του σαλονιού μη ξυπνήσει τους αθώους, αφήνοντας με τ’ όνειρο απαλά στο κρεβάτι μου. «Εις οιωνὸς άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης” (Ιλιάδα, Μ 243)

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου