ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

500 Μαργαριτάρια στον Βυθό

500-μαργαριτάρια-στον-βυθό-146626

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

13ο

Κρατώ στο μυαλό μου, πάντα, τις νοσταλγικές εικόνες από ξέγνοιαστες, ζεστές νύχτες τού Ιουλίου, τής δεκαετίας τού ’70, που τις περνούσα μαζί με φίλους, ποιητές και πεζογράφους, στα υπαίθρια τραπεζάκια των ζαχαροπλαστείων τής Φωκίωνος Νέγρη – ανάμεσά τους ο Θανάσης Ντόκος, η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ και ο Μένης Κουμανταρέας. Τώρα, είναι σαν να ξαναβλέπω να πλησιάζουν τα τραπεζάκια μας γυναίκες τής Φωκίωνος, με ηλιοκαμένα κορμιά, που λικνίζονται μπροστά μας, κι άλλες, να κάθονται σε διπλανά τραπέζια και να χαχανίζουν. Ήταν μία εποχή, που τα ποιήματα γράφονταν μέσα από ερωτικές παρορμήσεις και κατατριβές της καθημερινής ζωής. Παρεμβάλλονταν, σαν ριπές πολυβόλου, τα χρώματα της νυχτερινής ζωής, οι τελευταίοι λαχειοπώλες, βιαστικοί, σκυμμένοι και βαλαντωμένοι, και κάποιοι πεινασμένοι σκύλοι, αλητήριοι, που τους δαχτυλοδείχνει η πραγματικότητα – ένας ολόκληρος κόσμος, που ενεδρεύει πίσω από την πρόσοψη της λαμπερής νύχτας! Όλες, εικόνες μιας αμέριμνης νύχτας και ονείρου, μακριά από τις ελεγχόμενες εικόνες τής μέρας, που συγχωνεύονται και πληθαίνουν σαν καθρέφτες – αινίγματα, βαθαίνοντας ως το άπειρο… Αυτές οι εικόνες δεν σβήνουν απ’ το μυαλό μου, ή μάλλον η μία εικόνα σβήνει μέσα στην άλλη, ο Έρωτας και το Όνειρο. Ήταν στιγμές διαποτισμένες από τη νύχτα και το σκοτάδι, από το όνειρο και την προσδοκία. Μισοί ξυπνητοί και μισοί στο όνειρο, ζούσαμε την ερωτική επιθυμία μας μέσα στην ποίηση της νύχτας, αρωματισμένη από τις λικνιστές γυναίκες τής Φωκίωνος… Τώρα, κάποιοι από την παρέα μας «φύγαν» και το όνειρο έσβησε, ενώ εμείς μείναμε μόνοι στον ξύπνο μας, και μεγάλα δάκρυα, δάκρυα πολλά, ανεβαίνουν στα μάτια, μας πονούν και μας καίνε…

14ο

Η Ευρώπη δεν μας έδωσε, παρά λίγα μόνο σύμβολα. Η ίδια αναγεννήθηκεκαι πλούτισε, μέσα από τα δικά μας σύμβολα και τους δικούς μας μύθους, ενώ αισθητή είναι η Εγγύς Ανατολή, οι ανατολίτικες και αφρικάνικες αποχρώσεις, που συναντούμε, ας πούμε, στην ποίηση του Καβάφη και του Καζαντζάκη. Κι αν ο Εγγονόπουλος θεωρεί τον «Μπολιβάρ», σύμβολο του ελευθερωτή, είναι για να τον διεκδικήσει (από την πατρίδα του) και να τον ανακηρύξει ωραίο σαν Έλληνα. Τέτοιες αναφορές είναι οικείες στους δυτικούς αναγνώστες, που θα μπορούσαν να εκπλαγούν βλέποντας την κυριαρχία τής τελετουργίας των εικόνων και του ήθους ενός πολιτισμού, που δεν τον έχουν ξεκάθαρο στο μυαλό τους, εκείνου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του ζωντανού ακόμα κληρονόμου της, της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που, κατά διάφορους τρόπους, έχει επηρεάσει βαθιά τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και ζωγραφική, είτε με την πίστη, τα σύμβολα και τις εικόνες της, είτε με την τέχνη της. Επίσης, υμνολογικά και εκκλησιαστικά στοιχεία μπορεί να βρει κανείς πολλά στην ποίηση του Σικελιανού, του Καβάφη, του Θέμελη, του Πεντζίκη, της Καρέλλη, του Παπατσώνη και, ειδικότερα, στη δομή, στο λεξιλόγιο και στους ρυθμούς τού «Άξιον Εστί» του Ελύτη. Θα ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητικό να πραγματοποιηθεί, από έναν φοιτητή των Φιλοσοφικών Σχολών μας, μία έρευνα, σ’ αυτή την περιοχή τής ποίησης και της λογοτεχνίας. Όσο για τον Καβάφη, στο ποίημά του «Στα Περίχωρα της Αντιοχείας» (και αλλού) εξετάζεται η σύγκρουση στον χριστιανικό και τον παγανιστικό πολιτισμό, που αποτελεί γνωστικό πεδίο μιας ακόμα διερεύνησης ενός άλλου θέματος. Ένα δεύτερο, λοιπόν, ντοκτορά ζητάει (και διψάει γι αυτό) ο Καβάφης, από ένα ωραίο Ελληνόπουλο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου