ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Μη και με προσέξει ο Θεός…

μη-και-με-προσέξει-ο-θεός-163740

Της Εύας Λόλιου

Αχ, να ’ταν λέει ο κόσμος μόνο μια θάλασσα κι ένας ουρανός ακόμη θα μου ’φτανε. Βαποράκια, καΐκια και καράβια με τα άρμπουρα τους ν’ αγγίζονται, αυτά τα πλεούμενα της γης τα όνειρα, με τ’ άλλα τ’ ουρανού τα άστρα. Τις νύχτες που όλοι οι καπεταναίοι και τα ναυτάκια θα κοιμόντουσαν να κουρνιάζω στο κατάστρωμα και να γράφω ποιήματα. Γλάροι και γερανοί θε μου, θα μου ’φτανε ακόμη το κύμα το λευκό που σαν μούτσος ’γω την ώρα που θα ’πλενα τα παλιόρουχα μου σκυμμένος απ’ την πλώρη, θα ’βλεπα πώς ασπρίζουν τα φτερά τους στο ασήμι του αφρού πριν ξημερώσει.

Πώς μετακινεί την γη η θάλασσα και πώς ο ουρανός χρωματίζει τα βουνά με την βροχή και τον ήλιο ανάλογα των διαθέσεων του. Πώς πάλι ανοίγει δρόμους με νερά απ’ τα ορμητικά ποτάμια μέσα στις σπηλιές ξεσηκώνοντας φώκιες και αρκούδες να πολεμήσουν καρχαρίες και λύκους για ένα τόπο ειρηνικό κάποτε κι ένα θαλασσί παράδεισο χωρίς σπαρμένες παπαρούνες, δω και κει στα λιβάδια της πλάσης Του απ’ τις αιματοχυσίες.. Τις ημέρες που όλοι οι καπεταναίοι και τα ναυτάκια θα γλεντούν στα λιμάνια, στα κατάρτια να στέκομαι θαρρείς σαν πελεκάνος, ζωγραφίζοντας ένα κόσμο ανύπαρκτο και αγγελικό στις αμμουδιές, μόνο με παιδιά και κοχύλια..

Στη σιωπή της νύχτας να κρυφακούω τα σι σι και τα μι μι, του άνεμου την λαλιά στα τσιτωμένα πανιά απ’ την παγωνιά του νεκρού προσώπου μέσα απ’ την άβυσσο που ’φερε. Και για ένα δελφίνι που ήταν καβαλάρης ο Μέγα Αλέξανδρος μα χάθηκε κι αυτό άδικα απ’ την λύσσα της μυθικής γοργόνας.. Τις νύχτες που όλοι οι καπεταναίοι και τα ναυτάκια θα κοιμόντουσαν, να γράφω για τα ταξίδια τους ολάκερα έπη. Και άλλες λέξεις αρχαίες, με τα μυστικά σχέδια του ουρανού και της θάλασσας για την κάθε Ιθάκη..

Κει να παίρνω πρωτοβουλίες φωνάζοντας «βίρα τις άγκυρες! όρτσα τα πανιά!» , μη και με προσέξει ο Θεός, με λυπηθεί και δώσει εύσπλαχνα σε μένα τον φτωχό γραφιά ένα κουπί κι ένα κατάρτι..

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου