ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η Σιμόν Βέιλ και η Σιμόν Βέιλ

η-σιμόν-βέιλ-και-η-σιμόν-βέιλ-172635

Του Γιάννη Ν. Καλαντζή

Γεννήθηκαν με διαφορά 18 ετών η μια από την άλλη στη Γαλλία, η πρώτη το 1909 στο Παρίσι, η δεύτερη το 1927 στη γαλλική Ριβιέρα της Νίκαιας. Η μια πέθανε στις 24 Αυγούστου 1943 στο Λονδίνο στην ωραιότατη ηλικία των 34 ετών, η άλλη, πλήρης ημερών, στις 30 Ιουνίου 2017, στα 90 της, στο Παρίσι. Και οι δυο τέκνα του 20ού αιώνα, από Εβραίους γονείς, διαφορετικών σπουδών και αντιλήψεων, έγιναν γνωστές στην πατρίδα τους και την Ευρώπη χάρη στην ξεχωριστή προσωπικότητά τους, την επιτυχημένη παρουσία τους στην φιλοσοφία η πρώτη, στην πολιτική η δεύτερη.

Η Σιμόν Βέιλ, κόρη φιλελεύθερων Γαλλοεβραίων, της Σαλώμης και του γιατρού Μπερνάρ Βέιλ, από μωρό η υγεία της ήταν κακή μέχρι το θάνατό της. Οι γονείς της ήταν αγνωστικιστές, αρκετά εύποροι και μεγάλωσε σε ένα ήρεμο και προσεγμένο περιβάλλον. Παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκε, από άτομα της ηλικίας της, αρκετά ελκυστική γυναίκα, συγκάλυψε, αργότερα, την «εύθραυστη ομορφιά» της και υιοθέτησε μια αρρενωπή εμφάνιση. Εκτοτε κυκλοφορούσε φορώντας συχνά ανδρικά ρούχα, ενώ δεν χρησιμοποίησε ποτέ μακιγιάζ.

Από την ηλικία των 12 ετών γνώρισε τα αρχαία ελληνικά και όταν μπήκε στην Ecole Normale Superieur to 1928, άριστη φοιτήτρια, σπούδασε φιλοσοφία και κλασική φιλοσοφία, μετά δε το διδακτορικό της, δίδαξε σε διάφορα λύκεια. Την εποχή αυτή αντιμετώπιζε δυσκολίες στη ζωή της (με διευθυντές σχολείων, με τους γονείς της) λόγω των εξωεπαγγελματικών δραστηριοτήτων της, των συμμετοχών της σε διαδηλώσεις και της συγγραφής άρθρων σε αριστερές εφημερίδες, όπως η «Προλεταριακή Επανάσταση».

Παρά την επιδείνωση της υγείας της (προσεβλήθη από πλευρίτιδα), το 1936 κατατάχθηκε σε μια μονάδα αναρχικών κοντά στη Σαραγόσα, τα μέλη της οποίας εκπαιδεύονταν για να πάρουν μέρος στον ισπανικό πόλεμο. Επειδή, όμως, οι φιλειρηνικές της αντιλήψεις δεν της επέτρεπαν να χρησιμοποιεί όπλα, έγινε μαγείρισσα της μονάδας. Στην Πορτογαλία βρέθηκε για ανάρρωση μετά από σοβαρό έγκαυμα από βραστό λάδι.

Είχε αρχίσει να σπουδάζει σανσκριτική φιλοσοφία και, μολονότι καταγόταν από Εβραίους, τα γεμάτα παραδοξολογίες θρησκευτικά της κείμενα, θεωρήθηκαν από μερικούς κριτικούς σχεδόν αντισημιτικά. Ηταν τα χρόνια, που έτεινε προς τον υπαρξιακό χριστιανισμό, ό,τι προανήγγειλαν τα κείμενα του Δανού συγγραφέα Κιρκέγκωρ.

Μετά την κατάληψη του Παρισιού από τους Γερμανούς, πήγε στη Μασσαλία, όπου έγραφε σε εφημερίδες, συνδεδεμένες με την Αντίσταση. Το 1942 ακολούθησε τους γονείς της στις ΗΠΑ. Στην Αγγλία βρέθηκε για να εργαστεί για τη γαλλική αντίσταση, αλλά οι ηγέτες της απέρριψαν την αίτησή της να πέσει με αλεξίπτωτο στην κατεχόμενη Γαλλία. Συμμεριζόμενη τις τύχες των Εβραίων συμπατριωτών της, έπαιρνε ελάχιστη τροφή, διαδικασία που επιτάχυνε το τέλος της από φυματίωση.

Τα συγγράμματά της δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό της. Το κυριότερο έργο «Η βαρύτητα και η χάρη» δείχνει την επίγνωσή της για την εξουσία του Χριστού, καθώς όπως γράφει, ενώ με τη βαρύτητα τα πάντα έλκονται προς τα κάτω, ανυψώνονται μόνον εκείνα στα οποία επενεργεί η θεία χάρη! Αλλα έργα: «Αναμένοντας τον Θεό» (μια πνευματική αυτοβιογραφία), «Ανάγκη για ρίζες», «Ενδείξεις Χριστιανοσύνης στους Αρχαίους Ελληνες», «Σημειωματάρια». Μολονότι επικρίθηκε για τις ανορθόδοξες αντιλήψεις της, ακόμη και οι επικριτές της τη θεώρησαν είτε ηρωίδα, είτε αγία. Εχει πει: «Οι καταπιεσμένοι που επαναστάτησαν δεν μπόρεσαν ποτέ να ιδρύσουν μια κοινωνία μη καταπιεστική».

Η άλλη Σιμόν Βέιλ, κόρη του Εβραίου αρχιτέκτονα Αντρέ Γιακόμπ και της Υβόν Στάινμετζ , είναι η γνωστή πρώην υπουργός, φυσιογνωμία της γαλλικής πολιτικής ζωής, η πρωτεργάτρια του νόμου του 1974, που νομιμοποίησε στη Γαλλία τις αμβλώσεις. Υπήρξε ακαδημαϊκός και πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Τον Απρίλιο του 1944, 16 ετών, συνελήφθη από τους Γερμανούς με όλη την οικογένειά της και κρατήθηκε στο στρατόπεδο του θανάτου Αουσβιτς και, αργότερα, στο Μπέργκεν-Μπέλσεν (το Νο 78651 ήταν χαραγμένο στο μπράτσο της). Δεν οδηγήθηκε στους θαλάμους αερίων, όπου στέλνονταν οι συνομήλικές της, λέγοντας ψέματα για την ηλικία της. Ετσι γλύτωσε. Στα απομνημονεύματά της έχει γράψει: «Από τότε ο καθένας μας ήταν απλώς ένας αριθμός, χαραγμένος στη σάρκα μας. Ενας αριθμός που έπρεπε να απομνημονεύσουμε, αφού είχαμε χάσει κάθε άλλη ταυτότητα». Ως μια από τους περισσότερους από 76.000 Εβραίους, που εκτοπίστηκαν από τη Γαλλία στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το όνομά της εμφανίζεται στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Παρίσι, με το πατρικό της όνομα: Σιμόν Γιακόμπ.

Μετά την απελευθέρωση σπούδασε νομική και πολιτικές επιστήμες στο διάσημο πανεπιστήμιο του Παρισιού Sciences Po, όπου γνωρίστηκε με τον μελλοντικό σύζυγό της, τον επιχειρηματία Αντουάν Βέιλ. Παντρεύτηκαν το 1946 και απέκτησαν τρεις γιούς, ο ένας από τους οποίους πέθανε το 2002.

Δικηγόρος αρχικά,το 1956 έγινε δικαστής και μια δεκαετία αργότερα διορίστηκε υπουργός Υγείας στην κεντροδεξιά κυβέρνηση του προέδρου Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, αρχίζοντας μια πολιτική σταδιοδρομία, κατά τη διάρκεια της οποίας έδωσε μάχες για την πρόσβαση των γυναικών στην αντισύλληψη. Στην παρακαταθήκη της περιλαμβάνονται οι προσπάθειες για την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών και η αποφασιστικότητα, με την οποία προσπερνούσε την αντίσταση, που συναντούσε από τους άνδρες.

Εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, η έκτη γυναίκα στην ιστορία του Ανωτάτου Ιδρύματος των «Αθανάτων», ενώ μετά την εκλογή της στο ευρωκοινοβούλιο το 1979, έγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Σώματος, θέση που διατήρησε μέχρι το 1982. Το 1998 της απονεμήθηκε ο τίτλος της Επίτιμης Κυρίας του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και διορίστηκε στο Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας, την ύψιστη συνταγματική αρχή. Το 2012 της απονεμήθηκε το βραβείο της Λεγεώνας της Τιμής.

Η Βέιλ, απολαμβάνοντας τον σεβασμό ολοκλήρου του πολιτικού φάσματος της Γαλλίας, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της στο όραμα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου