ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Έθιμα της Αποκριάς στην Καππαδοκία

έθιμα-της-αποκριάς-στην-καππαδοκία-180124

Του Ευθύμιου Ζιγγιρίδη

BEngMScAMIEEMILT

Συμβούλου Στρατηγικών Επενδύσεων,

Πρόεδρου Καππαδοκών Αργιλοχωρίου Αλμυρού

Οι Απόκριες άνοιγαν τον κύκλο των μεγάλων κινητών ανοιξιάτικών γιορτών, τον οποίο κορύφωναν οι γιορτές του Πάσχα, ώς και την Πεντηκοστή. Ακολουθώντας πανάρχαια έθιμα, οι Καππαδόκες μεταμφιέζονταν κατά τις δύο τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς και διασκέδαζαν, παριστάνοντας και δρώμενα όπως η εικονική σατιρική δίκη, αλλά και ο θάνατος και η ανάσταση ενός νέου άνδρα, που συμβόλιζε βεβαίως την επερχόμενη και ποθητή ανάσταση της φύσης, μέσω της αναβλάστησης των καρπών, που ως σπόροι είχαν πέσει στη γη κατά την σπορά του φθινοπώρου, καθώς επίσης και το ζευγάρι νύφης και γαμπρού, με τον άνδρα να πεθαίνει και τελικά να ανασταίνεται.

Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις της Καππαδοκίας όλοι τηρούσαν τη νηστεία και τις εδαφιαίες μετάνοιες κάθε πρωί και βράδυ, την Τετάρτη και Παρασκευή. Είχαν δύο Κυριακές Αποκριάς. Την Κυριακή – κρεατινή, έτρωγαν κρέας, ενώ την Κυριακή – τυρινή, έτρωγαν αβγό και τυρί. Tα πιο εκλεκτά φαγητά ήταν το μαντί (ζυμαρικό είδος χυλοπίτας που όταν έβραζε και το στράγγιζαν από το νερό του το περιέβρεχαν με μπόλικο τσιγαρισμένο βούτυρο και κατόπιν το ανακάτευαν με γιαούρτι που μέσα είχε σκόρδο ψιλοκομμένο, όταν έτρωγαν κρέας έβαζαν και κιμά). Από την Κυριακή που άρχιζε η Αποκριά άρχιζαν και οι διασκεδάσεις. Σ’ αυτές λάμβαναν μέρος όλοι οι κάτοικοι και έδιναν πανηγυρικό χαρακτήρα. Αυτές γίνονταν όχι μόνο μέσα στα σπίτια μεταξύ συγγενών, αλλά και στους δρόμους, στις αυλές και στις πλατείες. Τις ημέρες των Αποκριών τις θεωρούσαν μέρες ψυχαγωγίας με εκδήλωση ευθυμίας και χαράς όλων των κατοίκων σαν μία οικογένεια χωρίς παρεξηγήσεις μεταξύ των. Τα χαρακτηριστικά των διασκεδάσεων ήσαν οι χαριτολογίες, οι εύθυμοι σατιρισμοί, οι αστεϊσμοί, τα καλαμπούρια, οι ομαδικοί χοροί, τα τραγούδια, διάφορες κωμικές παραστάσεις και πολλά διασκεδαστικά παιγνίδια όπως οι μεταμφιέσεις, η καμήλα, η αρκούδα, το κρέμασμα μουσταλευριάς ή το χαλβά. Εκείνες τις μέρες επίσης τιμούσαν τους νεκρούς, καθώς πίστευαν ότι ανακουφίζουν τις ψυχές τους με τα μνημόσυνα που διατελούσαν, τις συχνές διανομές κολλύβων, πιλαφιών, κρεάτων και φαγητών στους φτωχούς. Είχαν την πεποίθηση ότι με αυτόν τον τρόπο, αν δεν πεινάνε οι φτωχοί, τα κοντινά τους πρόσωπα που έχουν πεθάνει θα είναι σε καλύτερη θέση.

Οι εβδομάδες της Αποκριάς στην Ανακoύ ήταν δύο. Της Κρεατινής που έτρωγαν μόνο κρέας και της Τυρινής που έτρωγαν μόνο μακαρόνια, τυρόπιτες, αβγά, ψάρια και όχι κρέας. Τις δύο Κυριακές της Αποκριάς οι νέοι, μόνο οι άνδρες και ποτέ οι γυναίκες, γίνονταν μασκαράδες. Φορούσαν σαλβάρια, έπαιρναν νταούλια από τους Τούρκους και τα χτυπούσαν. Γίνονταν νιφάδες, μουτζουρώνονταν, υποκρίνονταν τις έγκυες, έκαναν ότι θα γεννήσουν, φώναζαν και ο κόσμος γελούσε. Το βράδυ της δεύτερης Αποκριάς μαζεύονταν οι συγγενικές οικογένειες κι έτρωγαν μαζί, το τελευταίο φαγητό, ένα σφιχτοβρασμένο αβγό.

Στο Προκόπι οι άντρες και γυναίκες φορούσαν τα πιο παλιά τους ρούχα ή τα φορούσαν και ανάποδα. Συνήθως οι άντρες φορούσαν γυναικεία και οι γυναίκες αντρικά. Έναν μικρόσωμο άντρα τον έντυναν με νυφικά και μία ψηλόσωμη γυναίκα με αντρικά ρούχα σαν γαμπρό με στριμμένο ψεύτικο μουστάκι. Τα πρόσωπά τους ήσαν βαμμένα λογιών-λογιών χρώματα, ακόμη και με μαύρη καπνιά. Κάποιος φορούσε μαύρο αντερί σαν ράσο και στο κεφάλι μαύρο ψηλό καπέλο με μαύρο βέλο σαν καλυμμαύκι και στεφάνωνε τη νύφη και το γαμπρό.

Αλλοι μεταμφιέζονταν σε διάφορες μορφές ζώων, που προκαλούσαν τα γέλια στους υπόλοιπους. Οι μεταμφιεσμένοι σχημάτιζαν ομάδες από 5 -10 άτομα και είχαν μαζί τους αν όχι κλαρίνο ή βιολί, οπωσδήποτε ένα ντέφι και όπως ήταν αγνώριστοι έμπαιναν σε όποιο σπίτι ήθελαν απρόσκλητοι, γιατί όλες οι πόρτες τις ημέρες αυτές ήσαν ανοιχτές σε όλες τις παρέες και τις υποδέχονταν μετά χαράς. Εκεί με εύθυμα καλαμπούρια, ευχάριστα και τολμηρά ανέκδοτα ξεκαρδιστικά γέλια και ανάμεσα στα κεράσματα έβγαζαν από τις ζώνες τους ανά δύο ζευγάρια, τα ξύλινα κουτάλια (χουλιάρια) και αφού πέρναγαν ένα κουτάλι ανάμεσα (στο μεγάλο δάκτυλο και στο δείκτη και ανάμεσα στο μεσαίο δάκτυλο και το παράμεσο) δύο στο κάθε χέρι και με τους ρυθμικούς ήχους από το ντέφι άρχιζαν το χορό, του καρσιλαμά, το τσιφτετέλι και το κόνιαλη (το οποίο κόνιαλη εμείς οι απόγονοι χορεύουμε μέχρις σήμερα). Οι μεταμφιεσμένοι πέρναγαν σχεδόν από όλα τα σπίτια, σε όλα υπήρχε στρωμένο τραπέζι με ποτά και μεζέδες.

Στο Μιστί και το Τσαρικλί όταν ξημέρωνε η Καθαρά Δευτέρα συνήθιζαν να καθαρίζουν το σπίτι, αλλά να αφήνουν τα πιάτα της Κυριακής άπλυτα, για να χορτάσουν οι πεθαμένοι. Μέσα στα σπίτια, πάνω στους τοίχους έκαναν σκίτσα καμήλας με αλεύρι, το είχανε για καλό αυτό. Αν τα παιδιά ήθελαν να φάνε κρέας στο διάστημα της σαρακοστής τα φοβέριζαν με τη φράση: «Παπάς κοφτ’ τα’ αυτιά σ’». Οταν υπήρχε αρραβωνιασμένη στο σπίτι μαζευόταν συγγενείς του αρραβωνιαστικού και έτρωγαν όλοι μαζί. Οσοι πάλι είχαν παντρεμένα παιδιά πήγαιναν και έτρωγαν όλοι μαζί στο πατρικό σπίτι. Έτρωγαν κρέας, αβγά, πίτες, γαλατόπιτες, γλυκά, και χυλοπίτες, χόρευαν και απόκρευαν. Τελευταία έτρωγαν ένα αβγό. Τα παιδιά αυτή τη μέρα έπαιζαν τζαρτζούτ, την τραμπάλα. Έστηναν μια σε κάθε μικρογειτονιά και έπαιζαν «μυτερεύοντας ένα τζαρτζούτ», ξύνοντας το μυτερό.

Εμείς έχουμε υποχρέωση να μεταφέρουμε αυτές τις παραδόσεις στις νεότερες γενιές. Ελπίζουμε ότι με την ατομική και συλλογική προσπάθεια θα μεταδώσουμε και στις επόμενες γενιές όσα δημιούργησαν οι πρόγονοί μας. Πιστεύω ακράδαντα ότι παράδοση δεν σημαίνει οπισθοδρόμηση, αλλά πηγή γνώσεων, αρχών και αξιών από το παρελθόν για μια σωστή πορεία στο μέλλον.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου