ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Έφηβοι και μέσα κοινωνικής δικτύωσης

έφηβοι-και-μέσα-κοινωνικής-δικτύωσης-187973

Του Δημήτρη Χρυσόπουλου,

Φιλόλογου – Ιστορικού

Αναμφισβήτητα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με το πλήθος δυνατοτήτων που προσφέρουν στους χρήστες έχουν αλλάξει δραστικά την έννοια της επικοινωνίας στη σύγχρονη εποχή, επηρεάζοντας σημαντικά, τις διαπροσωπικές και επαγγελματικές μας σχέσεις. Όπως είναι φυσικό η επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μελετάται ήδη εδώ και αρκετά χρόνια, καθώς είναι προφανές πως θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στην ανθρώπινη επικοινωνία, ανανεώνοντας κάθε φορά το χαρακτήρα της.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρέχουν τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης μεταξύ ατόμων μέσω διαδικτυακών υπηρεσιών που επιτρέπουν στους χρήστες τη δημιουργία ατομικών προφίλ, την επικοινωνία με άλλα άτομα μέλη της υπηρεσίας, καθώς και το μοίρασμα κάθε είδους ψηφιακών αρχείων, αλλά και προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων. Υπάρχει ήδη ένας μεγάλος αριθμός μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως είναι το Instagram, το Facebook και το Twitter, που συνεχώς αυξάνεται, παρέχοντας παρόμοιες ή πιο πρωτότυπες αντίστοιχες υπηρεσίες και προσελκύοντας ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό χρηστών. Ήδη, άλλωστε, ο βαθμός διάδοσης και εδραίωσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι εξαιρετικά μεγάλος, καθώς η πλειονότητα των χρηστών του διαδικτύου, και ιδίως των ατόμων νεότερης ηλικίας, χρησιμοποιεί ή επισκέπτεται ένα ή περισσότερα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σχεδόν καθημερινή βάση.

Σίγουρα πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταστρέφουν τη σημερινή νεολαία. Όταν όμως συζητάμε για τη σημερινή σχέση εφήβων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η αλήθεια δεν πρέπει να πιστεύουμε πως είναι μονόπλευρη. Η ένταση και η κοινωνική πίεση που μπορεί να προκαλεί η χρήση τους αποτελεί τη μια όψη του νομίσματος, η οποία κάποιες φορές όμως αντισταθμίζεται από τα συναισθήματα σύνδεσης και υποστήριξης που οι έφηβοι νοιώθουν αποδεδειγμένα μέσα στις αγαπημένες τους πλατφόρμες. Επίσης, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε σημαντικό φορέα ενημέρωσης, αφού επιτρέπουν την αναμετάδοση ειδήσεων από επίσημα ειδησεογραφικά πρακτορεία.

Επιπλέον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν στους χρήστες να ενισχύουν τις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς τους δίνεται η ευκαιρία να συζητούν για τα συναισθήματα και τις εμπειρίες τους, απαλλαγμένοι από τη συστολή και το δισταγμό που δημιουργεί κάποτε η δια ζώσης επικοινωνία. Η εκμυστήρευση που προκύπτει οδηγεί συχνά στην εμβάθυνση των σχέσεων και την αλληλοϋποστήριξη.

Παρόλα αυτά οι κίνδυνοι όταν γίνεται αλόγιστη χρήση και φυσικά όταν υπάρχει ελλιπής ή και καθόλου εποπτεία των παιδιών από τους γονείς, αναντίρρητα είναι πάρα πολλοί. Πρόσφατη, μάλιστα, έρευνα του ΙΤΕ σε 13.000 μαθητές έδειξε ότι υπάρχουν παιδιά δημοτικού που ξενυχτούν παίζοντας σε κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές «games», παιδιά γυμνασίου που σ’ ένα μεγάλο ποσοστό τους έχουν δεχθεί μέσω διαδικτύου παρενόχληση και ταυτόχρονα μια αδυναμία των γονέων να ελέγξουν τα παιδιά τους σε ό,τι αφορά την ασφαλή χρήση του διαδικτύου. Στοιχεία δηλαδή άκρως ανησυχητικά ειδικά από τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε πως

ένα μεγάλο ποσοστό γονιών δεν θέτει όρια ούτε στο χρόνο που δαπανούν τα παιδιά στο διαδίκτυο, ούτε στο περιεχόμενο που επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση.

Στο σημείο, λοιπόν, αυτό θα ήταν παράλειψη να μην τονιστεί ότι την ώρα που τα περισσότερα παιδιά δεν έχουν τον έλεγχο που θα έπρεπε, κρίνεται απαραίτητο ο ρόλος του γονιού να ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς είναι άκρως επικίνδυνο τα παιδιά να σερφάρουν μόνα τους σε έναν χώρο που είναι φτιαγμένος -στην πλειονότητά του- για ενήλικες.

Οι γονείς έχουν τη δυνατότητα να διαδραματίσουν έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό ρόλο για την προστασία των ανηλίκων από τη λανθασμένη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και από την υπερβολική έκθεση σε αυτά. Βασικό, λοιπόν, ζητούμενο σε πρώτο επίπεδο είναι η ενίσχυση και η ενθάρρυνση της κοινωνικότητας των νέων, με ποικίλες δραστηριότητες και δημιουργικό καθημερινό πρόγραμμα, ώστε να μην παρασύρονται από τα θέλγητρα του διαδικτυακού εικονικού κόσμου.

Επιπρόσθετα, ωφέλιμο θα ήταν να παρακολουθούν με διακριτικό τρόπο τη δραστηριότητα των παιδιών τους στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διατηρώντας πάντοτε ανοιχτή και άνετη επικοινωνία μαζί τους, ώστε εκείνα να αισθάνονται πως μπορούν οποιαδήποτε στιγμή να ζητήσουν τη συμβουλή ή την καθοδήγησή τους. Η κακόβουλη διάθεση ορισμένων ενηλίκων δεν γίνεται πάντοτε έγκαιρα αντιληπτή από τους ανήλικους, γι’ αυτό κι οι γονείς θα πρέπει να επισημαίνουν και να εξηγούν τους πιθανούς κινδύνους στα παιδιά τους.

Όμως κάπου εδώ θα πρέπει να απευθυνθούμε και στους ενήλικους εαυτούς μας απευθύνοντάς μας την ερώτηση «εμείς γιατί κολλάμε;». Ίσως αυτό και μόνο αρκεί για να βοηθήσουμε τα παιδιά να αλλάξουν, φτάνει να καταλάβουμε γιατί εμείς «κολλάμε» με όλα αυτά και πρώτα εμείς οι ίδιοι να αλλάξουμε… Οφείλουμε εμείς οι ίδιοι να λειτουργήσουμε ως θετικά πρότυπα για τον έφηβο σε ό,τι αφορά την ορθή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου του. Η μελέτη βιβλίων, οι αθλητικές δραστηριότητες, όπως και κάθε άλλη δημιουργική δραστηριότητα που δεν απαιτεί τη χρήση υπολογιστή ή κινητού, λειτουργούν -έστω και έμμεσα- ως καίρια ερεθίσματα για την πιθανή υιοθέτηση νέων συνηθειών από τον έφηβο.

Κλείνοντας σκόπιμο κρίνεται να αναφερθεί ότι η εκπαίδευση και η παιδεία, σε συνδυασμό με την τόνωση της αυτοπεποίθησης του ατόμου από την οικογένεια και το φιλικό περιβάλλον, είναι δυνατόν να σταματήσουν ή έστω να περιορίσουν το φαινόμενο της αλόγιστης χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Με τον τρόπο αυτόν οι πιο «αδύναμοι» χρήστες θα ξεπεράσουν την αναζήτηση επιβεβαίωσης και το εν δυνάμει κυνήγι των «likes», αφού θα γνωρίζουν ότι στο τέλος της ημέρας σημασία έχει ο χαρακτήρας μας, η πραγματική εικόνα και η ψυχοσύνθεσή μας εκτός διαδικτύου, και όχι το ψηφιακό μας πρότυπο.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου