ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η επόμενη μέρα για τους δανειολήπτες και τα «κόκκινα δάνεια»

η-επόμενη-μέρα-για-τους-δανειολήπτες-κ-188063

Της Στέλλας Γ. Χαραλαμπίδου

δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω,

διαπιστευμένης διαμεσολαβήτριας

Οι συζητήσεις για τα «κόκκινα δάνεια» και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκάλεσαν και προκαλούν στην εθνική οικονομία, αλλά κυρίαρχα στους δανειολήπτες τους, απασχολούν όλους τα τελευταία χρόνια. Το πρόβλημα επικαιροποιείται εντονότερα πλέον σήμερα ενόψει της κατάργησης της προστασίας της πρώτης κατοικίας, ενώ προωθείται ένα σύστημα διαμεσολάβησης και επιδιαιτησίας για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.

Με το νέο σύστημα που μελετάται, όταν ένα δάνειο έχει καθυστέρηση άνω των τριών μηνών, η υπόθεση θα εισάγεται σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα μέσω της οποίας θα γίνεται μια σχεδόν αυτοματοποιημένη πρόταση ρύθμισης του δανείου από την τράπεζα ή την εταιρεία που έχει αποκτήσει το δάνειο. Εφόσον ο δανειολήπτης δεν αποδέχεται την πρόταση ρύθμισης ή κρίνει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να την εξυπηρετήσει, όλα τα περιουσιακά του στοιχεία θα μπορούν να οδηγηθούν σε πλειστηριασμό, εκτός και αν πετύχει προηγουμένως μια διαφορετική ρύθμιση μέσα από μια διαπραγμάτευση που θα γίνεται υπό την αιγίδα ενός διαμεσολαβητή ή επιδιαιτητή, σε μια τελευταία προσπάθεια να καταλήξουν οι δύο πλευρές σε συμφωνία, στο πλαίσιο μιας προ-πτωχευτικής διαδικασίας.

Εξετάζονται διάφορες προτάσεις για το ποιος θα αναλαμβάνει τη διαμεσολάβηση, οι οποίες περιλαμβάνουν δικαστικούς, δικηγόρους, εκπροσώπους επιμελητηρίων ή πιστοποιημένους διαμεσολαβητές, αλλά τελικές αποφάσεις ακόμη δεν έχουν ληφθεί.

Είναι αλήθεια ότι όλα τα χρόνια της κρίσης κανένα από τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν έχει δώσει πραγματικές λύσεις στη διαχείριση των κόκκινων δανείων. Έχουμε κουραστεί να ακούμε για δήθεν προστασία των πραγματικά αδύναμων και «τιμωρία των στρατηγικών κακοπληρωτών». Το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: οι δανειολήπτες οχλούνται-απειλούνται καθημερινά από τις εισπρακτικές εταιρίες, ενώ όσοι αποτολμούν μία νέα ρύθμιση του δανείου τους, αντιμετωπίζουν την τραπεζική αδιαλλαξία και όταν υπό την απειλή του πλειστηριασμού σπεύδουν να ρυθμίσουν τα δάνειά τους, με μόνο αποτέλεσμα το να παίρνουν μία πρόσκαιρη παράταση από τον κίνδυνο του πλειστηριασμού, ενώ η τράπεζα έχει πετύχει την λήψη μιας νέας αναγνώρισης της οφειλής, η οποία συνήθως περιέχει και χρεώσεις από αβάσιμες ή και υπερβολικές αξιώσεις τόκων.

Στην εκπνοή του ερχόμενου Απριλίου παύει πλέον η ισχύς του νόμου Κατσέλη για όσους κόκκινους δανειολήπτες δεν έχουν ενταχθεί στο νόμο αυτό. Αντίθετα, όσοι ήδη έχουν υπαχθεί θα ληφθεί μέριμνα έτσι ώστε ο μεγάλος όγκος των εκκρεμών υποθέσεων στα ειρηνοδικεία της χώρας, που ανέρχεται στις 90.000 περίπου, να προχωρήσει και να κλείσουν οι δικογραφίες μέχρι την εκπνοή του 2021. Δηλαδή θα συντομευτούν οι προσδιορισμοί του νόμου Κατσέλη, που φτάνουν έως το 2032.

Στις 30 Απριλίου λήγει και η προθεσμία για την ένταξη στην πλατφόρμα για την ρύθμιση του δανείου, με επιδότηση μέρους της δόσης από το Ελληνικό Δημόσιο.

Έτσι, από την 1η Μαΐου θα επέλθει πλήρης απελευθέρωση των πλειστηριασμών, με αποτέλεσμα το σκηνικό να αλλάξει ριζικά και όσοι δανειολήπτες δεν μπορούν να ακολουθήσουν τη ρύθμιση του δανείου τους θα βρεθούν σε δυσχερή θέση, καθώς δεν καταργείται μόνο κάθε προστασία για την πρώτη κατοικία, αλλά και νομικές ρυθμίσεις που προέβλεπαν, για παράδειγμα ότι οι αναδιαρθρώσεις των δανείων θα πρέπει να γίνονται σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες του δανειολήπτη. Με το νέο σύστημα, εάν ο δανειολήπτης δεν έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει τα ρύθμιση, η οποία είναι αναγκαία για την εξόφληση της οφειλής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία θα οδηγούνται σε πλειστηριασμό.

Τι σημαίνει αυτό; Ότι και ο απλός πλέον δανειολήπτης θα πτωχεύει, όπως ακριβώς συνέβαινε μέχρι σήμερα με τον έμπορο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την εν τοις πράγμασι σχεδόν ανύπαρκτη δικαστική προστασία που έχει ο πολίτης απέναντι στους πλειστηριασμούς, αλλά και το γεγονός ότι οι πλειστηριασμοί διενεργούνται πλέον ηλεκτρονικά, σημαίνει πρακτικά ότι αν ο δανειολήπτης δεν κατορθώσει να επιτύχει μία βιώσιμη και ρεαλιστική ρύθμιση των δανείων του, τότε η ακίνητη περιουσία του είναι εκτεθειμένη, χωρίς καμία προστασία, έναντι οιουδήποτε πρόθυμου πλειοδότη, ο οποίος από οπουδήποτε κι αν βρίσκεται θα δύναται ηλεκτρονικά να πλειοδοτήσει.

Μια μικρή ανάσα συζητείται να δίνεται σε μία κατηγορία «ευάλωτων νοικοκυριών», η οποία, αφού πρώτα χάσει το σπίτι της θα είναι επιλέξιμη για προνοιακά στεγαστικά επιδόματα, με εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια. Να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι.

Ως ένα ύστατο στάδιο πριν την πτώχευση και τον πλειστηριασμό εξετάζεται η δυνατότητα Τράπεζα και δανειολήπτης να προσέλθει στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ή της διαιτησίας, προκειμένου να προβούν σε «εκατέρωθεν»;;; υποχωρήσεις και εντέλει σε μία βιώσιμη συμφωνία. Εδώ ακριβώς γεννάται το ερώτημα κατά πόσο είναι εφικτή μία διαμεσολάβηση μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, δηλαδή μεταξύ του Γολιάθ και του Δαυίδ. Είναι αυτονόητο ότι για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η διαμεσολάβηση θα πρέπει τα μέρη να είναι ισότιμα και να έχουν εξ αρχής βούληση να περιορίσουν τις εκατέρωθεν αξιώσεις τους, ώστε η λύση που τελικά θα επιτύχουν όχι μόνο να εξυπηρετεί τα συμφέροντα και των δύο πλευρών, αλλά να είναι και σε βάθος χρόνου βιώσιμη. Στην επιτυχημένη διαμεσολάβηση σε αντίθεση με τα δικαστήρια, δεν υπάρχει νικητής και ηττημένος. Όλα τα παριστάμενα μέρη είναι ωφελημένα, καθώς έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίσουν τη μεταξύ τους σχέση με όρους διευρυμένους, να δώσουν στη συμφωνία τους το βιώσιμο περιεχόμενο και ευελιξία, και να διαμορφώσουν την συμφωνία τους με βάσει τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους. Αυτό δεν είναι εφικτό να συμβεί σε μία δικαστική απόφαση, όπου τα όρια ορίζονται αυστηρά από το νόμο και κάποιος κερδίζει, κάποιος χάνει.

Πόσο εύκολο ή εφικτό όμως είναι να εφαρμοσθεί η διαμεσολάβηση στην Τραπεζική πρακτική; Στα πολύ μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια η διαμεσολάβηση εφαρμόζεται με μεγάλη επιτυχία. Στα δάνεια όμως, του απλού πολίτη, πόσο πρόθυμη θα είναι η Τράπεζα να διαπραγματευτεί με ρεαλισμό με τον κάθε δανειολήπτη και όχι με αυτοματοποιημένους αλγόριθμους;

Ήδη οι Τράπεζες έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους, καθώς ανησυχούν ότι αυτή η διαδικασία θα προκαλέσει καθυστερήσεις, οι οποίες θα μπλοκάρουν το σύστημα των πλειστηριασμών.

Το κλειδί της υπόθεσης, ώστε να έχει η όποια διαμεσολάβηση πραγματικά οφέλη στην διαχείριση των κόκκινων δανείων και έτσι να επιλύονται και τα προβλήματα από αυτά, στην περίπτωση που αυτό νομοθετηθεί, πρέπει να αναζητηθεί στο βαθμό που αυτή θα έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για την τράπεζα ή την εταιρία που έχει αποκτήσει το δάνειο και στο κατά πόσο θα αποτελεί μοχλό πίεσης προκειμένου οι απαιτήσεις να προσαρμόζονται στις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη. Διότι διαφορετικά η χρησιμότητα του θεσμού για τον δανειολήπτη θα είναι περιορισμένη έως ανύπαρκτη, για τις τράπεζες και την εθνική οικονομία αναποτελεσματική και για τον ίδιο το θεσμό απαξιωτική.

Και αυτό γιατί ένας διαμεσολαβητής δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει εκείνος κάποια λύση, ούτε να λάβει κάποιου άλλου είδους απόφαση ή να εξαναγκάσει την τράπεζα να αποδεχτεί κάποια διευθέτηση. Ένας διαμεσολαβητής περιορίζεται στην επίβλεψη της διαδικασίας και υποβοηθά τα μέρη να εστιάσουν στα σημεία εκείνα που συγκλίνουν, ανασύροντας στο τραπέζι της συζήτησης τις απώτερες επιδιώξεις και βοηθώντας τους να αναγνωρίσουν το πραγματικό τους συμφέρον πέραν από αγκυλώσεις και στεγανά. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το μείζον πρόβλημα. Το θεσμικό πλαίσιο που θα διαμορφωθεί θα πρέπει να θέσει προϋποθέσεις τέτοιες, ώστε ο δανειολήπτης να μην είναι ο αδύναμος κρίκος, αλλά να έχει ισχυρό λόγο και να δύναται, προστατευμένος, με νομικές ασφαλιστικές δικλείδες, να αντιτάξει τα συμφέροντά του έναντι των Τραπεζών. Άλλως, κάθε προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς θα πέσει στον κάλαθο των αχρήστων και ο δανειολήπτης θα παραμείνει αποδυναμωμένος και ανίσχυρος.

Είναι έτοιμη η πολιτεία να θεσπίσει ένα γενναίο νομοθετικό πλαίσιο προστασίας του δανειολήπτη, μακριά από αλγόριθμους και αυτοματοποιημένους προσδιορισμούς «δόσεων», εστιασμένο στις πραγματικές δυνατότητες του καθενός οφειλέτη; Ή θα γίνει άλλη μία απόπειρα τραπεζικού «χαϊδέματος» που θα καταλήξει σε ταλαιπωρία των οφειλετών και ανακύκλωση του προβλήματος των κόκκινων δανείων;

Ας μη ξεχνάμε άλλωστε, ότι τα σημερινά «κόκκινα δάνεια» είναι γέννημα της κρίσης και η υπαιτιότητα για αυτά δεν βαραίνει αποκλειστικά τους δανειολήπτες. Επειδή λοιπόν το πρόβλημα των κόκκινων δανείων δεν γεννήθηκε μόνο εξαιτίας των οφειλετών, θα πρέπει για τη λύση του να νερώσουν όλοι το κρασί τους: πολιτεία, τράπεζες και οφειλέτες φέρουν όλοι σε κάποιο βαθμό την ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση.

Εφόσον λοιπόν υπάρχει συνυπαιτιότητα, δίκαιο και ηθικό είναι να υπάρξει και κάποια συνευθύνη.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου