ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

500 Μαργαριτάρια στον Βυθό

500-μαργαριτάρια-στον-βυθό-204513

Του Θωμά Στραβέλη,

συγγραφέα – πανεπιστημιακού

1ο

Αναζητώντας την αίσθηση της θείας χαράς, σου ζήτησα να μ’ αφήσεις να σε φιλήσω. Και είπες με το δίκιο σου πως άργησα. Τότε, σου ομολόγησα κι εγώ πως σε φιλούσα, πολλές φορές, στα όνειρά μου, σαν όλες τις μέρες, που δεν ήταν παρά όνειρο κι αυτές. Σου είχα πει πως, αν η ελπίδα χαθεί, μία μέρα, τότε, σε κάποιο όραμά σου, μήπως δεν θα’ σαι κι εσύ πια για μένα παρελθόν; Ό,τι κι αν βλέπουμε, όπως κι αν μας βλέπουν, δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά όνειρο ενός ονείρου…

2ο

Στέκομαι δίπλα στην παγωμένη θάλασσα, κρατώντας στην παλάμη μου άμμο χρυσαφιού, που λίγο λίγο κυλάει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μου στο βυθό, και χάνεται. Ω,Θεέ μου! Γιατί να μη μπορώ να το γλιτώσω από το ανελέητο κύμα; Φαίνεται πως ό,τι, τελικά, κάνουμε και δεν κάνουμε, δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά σκιά μιας σκιάς. «Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα».

3ο

Είναι ένας ωραίος νέος, που λατρεύει την ομορφιά και την ηδονή. Όταν ο φίλος του τού προσφέρει το πορτρέτο του – που τον παρουσιάζει στο απόγειο της ομορφιάς και της νεότητας – αυτός αισθάνεται βαθύτατο πόνο, καθώς σκέπτεται την ταχύτητα, με την οποία περνούν τα αναντικατάστατα αγαθά τής ζωής. Σκέφτεται το χρόνο, που καταστρέφει ομορφιά και νεότητα. Κάνει μία μαγική ευχή να παραμείνει νέος, και μόνο στο πορτρέτο ν’ αποτυπώνονται το γήρας και οι ρυτίδες. Αρχίζει μία έκφυλη ζωή. Περισσότερο, όμως, παντός άλλου, το πορτρέτο τού θυμίζει την απάτη τής διπλής του ζωής. Τελικά, χτυπάει το πορτρέτο μ’ ένα μαχαίρι και πέφτει νεκρός, σαν νά’ χε ο ίδιος αυτοκτονήσει. Το πρόσωπό του γερασμένο κι αποκρουστικό, Ό,τιζούμε και δεν ζούμε, μας οδηγεί στην ίδια σκέψη: Ματαιότης ματαιοτήτων… Μόνο η «μεταμόρφωση», που η τέχνη κομίζει στον κόσμο τής πραγματικότητας, με την κατάργηση των συνόρων τού καλού και του κακού, μόνο η «μεταμόρφωση» αντέχει στο χρόνο.

4ο

Το «γαλήνιο μεγαλείο» και η «απάθεια» είναι γνωρίσματα υπέρτατα της ελληνικής τέχνης. «Ομορφιά» χωρίς έκφραση, είναι κάτι το ασήμαντο, όπως και «έκφραση» χωρίς ομορφιά, είναι κάτι το δυσάρεστο. Θα πρέπει, επομένως, το ένα να επηρεάζει το άλλο, με σκοπό να προκύπτει η αρμονία. Αυτό λέγεται «χάρη». Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η διάκριση, που επιχείρησε ο Γιάννης Ρίτσος, μεταξύ ενός Έλληνα κι ενός Ιταλού, όταν, μία χειμωνιάτικη Κυριακή, τον επισκέφτηκα στο διαμέρισμά του, στη Μιχαήλ κόρακα, στα Θυμαράκια. Μου είπε: «Οι Ιταλοί είναι όμορφοι. Όμως, οι Έλληνες έχουν χάρη!». Με τον καιρό, δεν δυσκολεύτηκα να πιστέψω ότι η ανωτερότητα της ελληνικής τέχνης οφείλεται στην τελειότητα της φύσης τού λαού, που, με τη σειρά της, οφείλεται κι αυτή στον πολιτισμό του, αλλά και στο εξαίρετο κλίμα τής Ελλάδας.

(συνεχίζεται)

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου