ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

«Μισιρλού»… «Τι σε μέλει εσένανε;»!

μισιρλού-τι-σε-μέλει-εσένανε-211402

Tου Γιάννη Ν. Καλαντζή

Στο Νόξβιλ της Πολιτείας Τενεσί των ΗΠΑ, που είναι κτισμένη στις όχθες του ομώνυμου ποταμού, στη μεγάλη κοιλάδα των Απαλαχίων Ορέων, γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου 1963 ο επιτυχημένος, πασίγνωστος σκηνοθέτης κινηματογραφικών ταινιών Κουεντίν Ταραντίνο. Ο μοντέρνος δημιουργός, χρησιμοποιώντας αξιομνημόνευτους διαλόγους και χειριζόμενος με περισσή μαεστρία ωμή βία, ελκύει το ενδιαφέρον εκατομμυρίων θεατών, με αποτέλεσμα στις κινηματογραφικές αίθουσες να σημειώνεται, κάθε φορά, το αδιαχώρητο.

Χρησιμοποιεί, συνήθως, ως soundtrack στις ταινίες του διεθνείς επιτυχίες, αλλά και μουσικές συνθέσεις, των οποίων ο ήχος και ο ρυθμός παραπέμπουν στην country ή western μουσική των αγροτικών περιοχών των ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1920. Μοναδική εξαίρεση, έκπληξη θετική για τον Ελληνα κινηματογραφόφιλο, αποτελεί το soundtrack της εμβληματικής κινηματογραφικής ταινίας του «Pulp Fiction», στην οποία πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Τζον Τραβόλτα, Ούμα Θέρμαν, Σάμιουελ Τζάκσον, Μπρους Γουίλις, Τιμ Ροθ, Κρίστοφερ Γουόκεν. Στην έναρξη της προβολής της, έκπληκτος ο θεατής ακούει, ελαφρώς παραλλαγμένη, τη μουσική του ελληνικού ρεμπέτικου τραγουδιού «Μισιρλού»!

Το «Μισιρλού», (σημαίνει, η «Αιγύπτια»), έγινε γνωστό, κυρίως, στις δεκαετίες ’30, ’40 και ’50, αρχικά ως ζεϊμπέκικο (πρωτοπαίχθηκε από τη ρεμπέτικη ορχήστρα του Μιχάλη Πατρινού στην Αθήνα, το 1927, ως «Μουσουρλού») και κυριάρχησε σε ολόκληρη τη χώρα με τον «οριεντάλ» ρυθμό. Αγγλοι συνθέτες έγραψαν αγγλικούς στίχους για το τραγούδι, αλλά το 1941 ο Ελληνοαμερικανός μουσικός Νικ Ρουμπάνης άλλαξε τον τόνο και τη μελωδία και έδωσε στο τραγούδι τον ανατολίτικο ήχο, με τον οποίο είναι σήμερα γνωστό.

Το τραγούδι, ο πραγματικός στιχουργός του οποίου παραμένει άγνωστος, διασκευάστηκε στη δεκαετία του 1960 από τον λιβανέζικης καταγωγής κιθαρίστα Ντικ Ντέιλ και με αυτή την εκτέλεση γνώρισε παγκόσμια επιτυχία. Το 1994, το «Μισιρλού» έγινε – στη βερσιόν του Ντέιλ – ξανά επιτυχία ως soundtrack στην ταινία του Ταραντίνο. Η επίσημη αναγνώρισή του συνέβη το 2004, όταν επελέγη από την Οργανωτική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ως ένα από τα πιο γνωστά παγκοσμίως ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών. Στη λήξη της τελετής των αγώνων, το τραγούδησε η Αννα Βίσση. Ιδού μερικοί στίχοι:

Μισιρλού, η γλυκιά σου η ματιά/ φλόγα μου ’χει ανάψει μες την καρδιά./ Αχ, για χαμπίμπι, αχ, για λελέλι, αχ./ Τα δυο σου χείλι στάζουνε μέλι, αχ./ Αχ Μισιρλού, μαγική, ξωτική ομορφιά./ Τρέλα θα μου ’ρθει, δεν υποφέρω πια./ Αχ θα σε κλέψω μες απ’ την Αραπιά.

Στα ίδια, περίπου, δύσκολα χρόνια, πάντως όχι πολύ αργότερα από τη Μεγάλη Καταστροφή, έγιναν γνωστά στην Ελλάδα και άλλα πολλά τραγούδια με μικρασιατικές ρίζες. Οι εμπνευσμένοι ποιητάρηδες της Σμύρνης κατάφεραν να χωρέσουν, σε λίγους, απλούς στίχους, την πίκρα της ξενιτιάς, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, τον καημό τους, ακόμη και ονόματα πόλεων και χωριών. Αυτά, τα πήραν οι συνθέτες και με τη μουσική και την ξεχωριστή φωνή των τραγουδιστών δημιούργησαν αναρίθμητες, πασίγνωστες επιτυχίες. Ένα ακόμη τραγούδι, που έγινε γνωστό στα πέρατα του κόσμου, είναι το περιβόητο «Τι σε μέλει εσένανε;», που πρώτη η Μαρίκα Παπαγκίκα το τραγούδησε στη Νέα Υόρκη το 1927 και αργότερα, το 1945, ο Σλιμ Γκέιλαρντ.

Πόσοι το τραγούδησαν και πόσοι το διασκεύασαν τα επόμενα χρόνια είναι άγνωστο. Η ηχογράφηση, όμως, του Γκέιλαρντ σε μια ρυθμ εν μπλουζ ερμηνεία άφησε εποχή. Τις μέρες εκείνες του ’45, παρουσιάστηκε η νέα εκδοχή του σμυρναίικου τραγουδιού. Ο τίτλος; «Tee Say Malee”! Το κουαρτέτο της τζαζ (κιθάρα, μπάσο, πιάνο, ντραμς), και η ολοφάνερη νέγρικη φωνή του Σλιμ, που τραγουδάει στα ελληνικά με ιδιαίτερη αμερικανική προφορά, εντυπωσιάζει τους πάντες, με τον ατόφιο , ξεσηκωτικό λίντι χοπ τέμπο! «Τι σε μέλει εσένανε/ από πού είμαι εγώ/ απ’ το Καραντάσι φως μου ή απ’ το Κορδελιό./ Τι σε μέλει εσένανε/ κι όλο με ρωτάς/ από πιο χωριό είμαι εγώ/ αφού δε μ΄ αγαπάς».

Ο Γκέιλαρντ, ένας καλλιτέχνης απέραντα καλοκαιρινός και ανάλαφρος, αυτοσαρκάζεται σε έναν βαθιά προσωπικό σουρεαλισμό, με μια μελωδικότητα και έναν ρομαντισμό που ξαφνιάζει. Ηρωας του Κέρουακ στον «Δρόμο», πρωταγωνιστεί στην περίφημη σκηνή, όπου πίνει το ποτό του με τους άλλους δυο ήρωες του βιβλίου, τον Ντιν Μοριάρτι και τον Σαλ Παραντάις, ενώ παρακάτω ο συγγραφέας ενημερώνει τον αναγνώστη ότι «για τον Γκέιλαρντ όλος ο κόσμος ήταν ένα τεράστιο ορούνι».

Το 1916 γεννήθηκε, πιθανότατα, ο Σλιμ Γκέιλαρντ στην Κούβα, από Ελληνα πατέρα και αφροκουβανή μητέρα και πέρασε τα παιδικά του χρόνια κόβοντας ζαχαροκάλαμα και μαζεύοντας μπανάνες. Πότε-πότε τον έπαιρνε ο καμαρότος πατέρας του στα ταξίδια με το κρουαζιερόπλοιο, όπως έγινε το 1928, που έφτασαν στην Κρήτη. Ο Σλιμ ήταν 12 χρονών, όταν περπάτησε στα σοκάκια του Ηρακλείου – τρία χρόνια αφότου ήρθε από τη Μικρασία το «Τι σε μέλει» και το γνώρισαν οι Ελληνες. Μετά από τρεις μέρες σάλπαρε το πλοίο, ο μικρός ξεχάστηκε στο νησί και ο πατέρας του, που συνειδητοποίησε μεσοπέλαγα την απουσία του, δεν κατάφερε να τον ξαναπάρει μαζί του.

Ο Κουβανός έφηβος έμαθε ελληνικά στην Κρήτη και εκεί πρωτοτραγούδησε το σμυρναίικο τραγούδι. Στην Αμερική, μεγάλωσε στο Ντιτρόιτ, εργάστηκε ως μποξέρ, υπάλληλος σε γραφείο τελετών και μάγειρας, ενώ ως τσιράκι των γκάγκστερ, μετέφερε παράνομο οινόπνευμα στον Καναδά. Κάποτε, ανακάλυψε το σπάνιο μουσικό του ταλέντο, εξελίχθηκε σε απίθανο μίμο και έγινε δεινός βιρτουόζος της κιθάρας. Εμαθε και μιλούσε οκτώ γλώσσες, έπαιζε τέσσερα μουσικά όργανα και στα τραγούδια του ανακάτευε τα εβραϊκά γίντις με τα αραβικά.

Κοινωνικότατος, έκανε παρέα με τη Λάνα Τάρνερ και τη Ρίτα Χέιγουορθ και στο αποκορύφωμα της δόξης του (τις δεκαετίες ’40 και ’50) και ως το 1991, που πέθανε, δεν έχασε ποτέ το κέφι του. Δεν είπε ποτέ ούτε ένα λυπητερό τραγούδι…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου