ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Στο Λοζίνικο Βόλου: Το Περιβόλι με τις Αγριελιές τού Αλέξανδρου Καρακικέ

στο-λοζίνικο-βόλου-το-περιβόλι-με-τις-α-229826

(Καύχημα της Θεσσαλίας) ΜΕΡΟΣ Α΄

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Η θέα των ελαιώνων στην Ελλάδα είναι θέα γαλήνης τής ψυχής. Το λάδι τής ελιάς, σαν ποτάμι ακούραστο, αστείρευτο κι αιώνιο, θέτει τον Έλληνα προ μιας άγνωστης δύναμης, προ μιας μυστηριώδους ενέργειας τής φύσης. Η θέα αυτή διεγείρει μέσα μας, αναγκαστικά, χάριν της ιερότητας του δέντρου, το αίσθημα του θείου. Η ελιά «βλέπει» την ελληνική φύση όλη ν’ ανανεώνεται, πολλά δέντρα και φυτά κοντά της να πληθαίνουν, να μαραίνονται και να θάλλουν, τις γενιές των ανθρώπων, που τρέφονται με λάδι, να έρχονται και να παρέρχονται. Εκείνη, όμως, με μία προικισμένη ζωή και δύναμη, καρπίζει και τρέφει τους ανθρώπους, ακατάπαυστα. Σύμβολο αξιόπιστο και διαχρονικό, καταξιωμένο ως ιερό δέντρο στη συνείδηση των ελλήνων, δέντρο τής ζωής, η ελιά! Εκεί που φύτρωνε, θεωρούνταν ιερός χώρος. Οι μελετητές τού ελαιόδεντρου επισημαίνουν ότι η λέξη «Χριστός» είναι παράγωγο του ρήματος «χρίω» με λάδι. Επίσης, στη «Γένεση» παρουσιάζεται ένα περιστέρι να φέρνει στην κιβωτό τού Νώε ένα κλαδί ελιάς.

Ο Αρισταίος, θείος κάτοικος της αγροτικής φύσης, κατέχει την ιατρική τέχνη και μαντική επιστήμη. Είναι θεός ποιμενικός. Ο Αρισταίος, ο άριστος, εκπροσωπεί την ευεργετική επίδραση του εαρινού και θερινού ήλιου πάνω στη γη και είναι προστάτης τήςποιμνιοτροφίας, της θήρας, της μελισσοκομίας, της τυροκομίας, της δενδροκομίας, της ελαιοκομίας και της αμπελουργίας. Με μία λέξη, είναι ο καλός δαίμονας των καλλιεργημένων αγρών. Δεν του αρέσουν οι ερημιές των δασών και των βουνών. Αγαπάει, προπαντός, τις γελαστές κοιλάδες και τους απέραντους αγρούς. Ο μύθος του γεννήθηκε στις πλούσιες πεδιάδες τής Θεσσαλίας. Εκεί, ο Απόλλων άρπαξε τη νύμφη Κυρήνη και, πάνω σε χρυσό άρμα, τη μετέφερε, από το όρος Πήλιο μέχρι τη Λιβύη, όπου χτίστηκε η παρθένος πόλη. Από την ένωση αυτή με τον θεό, η Κυρήνη απέκτησε γιο, τον οποίο ο Ερμής εμπιστεύτηκε στη φροντίδα των Νυμφών και της θεάς Γαίας. Το παιδί, θρεμμένο με αμβροσία από τις θεαινές, έγινε αθάνατο. Μεγάλωσε στη Θεσσαλία, στους πρόποδες της Όθρυος και στις όχθες τού Απιδανού, ανάμεσα σε ποίμνια, τα οποία φύλαγε. Από τη Θεσσαλία ήρθε στη Βοιωτία, όπου πήρε σύζυγό του τη θυγατέρα τού Κάδμου Αυτονόη. Όπου κι αν πήγε, δίδαξε στους ανθρώπους όλες τις αγροτικές εργασίες. Ο Αρισταίος ήταν αυτός, που επινόησε την κατασκευή τού ελαιοτριβείου και του ελαιοπιεστηρίου.

Στους αρχαίους οπωρώνες τής Αττικής, υπήρχαν πολλά καρποφόρα δέντρα, ανάμεσά τους και η ελιά, δέντρο χαϊδεμένο απ’ τον ήλιο κι ευλογημένο απ’ το Θεό, δέντρο ιερό, που φύτεψε στον ιερό βράχο τής Ακρόπολης η θεά Αθηνά. Η συκιά, όπως και η ελιά, θεωρούνταν στην Αττική ως δώρα τής θεάς στους κατοίκους της. Οι Αθηναίοι απέδιδαν στην Αθηνά τη φυτεία και την καλλιέργειά της, που αποτελούσε και τον κυριότερο πλούτο τής Αττικής – ένα δέντρο που οι κλάδοι του έγιναν σύμβολο του ειρηνικού χαρακτήρα τής θεάς. Αυτή η ελιά, κατά την παράδοση, ήταν η πρώτη ελιά στον κόσμο και απ’ αυτή προήλθαν πολλές, χιλιάδες άλλες ελιές, που κάλυψαν τη γη της Εύβοιας, της Σάμου, της Δήλου, της Λέσβου, της Χίου, των Νησιών τού , της Κρήτης και της Μαγνησίας. Γέμισε η Ελλάδα από ελαιώνες, έγινε χώρα ελαιοπαραγωγός. Ο Αισχύλος αποκαλεί τη Σάμο «ελαιόφυτη, και οι Έλληνες συνήθιζαν να επιβάλλουν ποινή θανάτου σε όποιον ξερίζωνε ή κατέστρεφε ήμερες ελιές, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο οποίος έκανε την ελαιοκομία επιστήμη. Κι αν οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν την αξία τού αγριέλαιου, θα καταδίκαζαν δις εις θάνατον όποιον θα ξερίζωνε έστω και μία αγριελιά!

Κατά τον Παυσανία, η δεύτερη ελιά φύτρωσε κοντά στην αρχαία Ακαδημία. Για την αθηναϊκή καταγωγή τής ελιάς, αποφαίνεται και ο Σοφοκλής, στον «Οδίποδα επί Κολωνώ». Μάλιστα, σ’ ένα χορικό, έχει συνθέσει έναν ύμνο για την ελιά: «… ευλογημένο δένδρο, αγνοημένο κι άγνωστο στην Ασία, αθάνατο κι αήττητο δένδρο, τροφή τής ζωής μας, ελιά, με το σμαραγδί χρώμα, που προστατεύει η Αθηνά, η θεά με τα σμαραγδιά μάτια». Ο Τούντας, διακεκριμένος αρχαιολόγος, βρήκε στις Μυκήνες κουκούτσια από ήμερη ελιά. Επίσης, ο Ηρόδοτος αναφέρει, όπως ήδη αναφέρθηκε, ότι η Εύβοια ήταν κατάφυτη από ελιές και πλούσια σε έλαιο.

Η ελιά ήταν σύμβολο της ειρήνης. Στη Θηβαΐδα (γνωστό έπος), η Ιοκάστη, κρατώντας κλαδί ελιάς, πορεύτηκε, μέσω του στρατού των Αργείων, προς τον Πολυνείκη για να τον ικετεύσει να συνδιαλλαγεί με τον αδερφό του, Ετεοκλή. Ο Διομήδης, φέρνοντας στον Αινεία το «Παλλάδιον», κρατάει κλάδο ελιάς για να προλάβει τον τρόμο, που θα μπορούσε να εμπνεύσει στους Τρώες η παρουσία του. Κλάδο ελιάς έπαιρναν και οι νικητές των αθλητικών και καλλιτεχνικών αγώνων, ενώ κλάδο αγριελιάς οι ολυμπιονίκες. Στην Αθήνα, έφτιαχναν από κλαδιά ελιάς στεφάνια, που κρεμούσαν στα σπίτια τους οι Αθηναίοι ως φυλακτά. Ο κλάδος ελαίας καθιερώθηκε ως έπαθλο αθλητικών αγώνων. Ήταν ο λεγόμενος «κότινος», που κοβόταν πάντα από το ίδιο γέρικο δέντρο, την «Καλλιστέφανο», δέντρο φυτρωμένο δεξιά τού οπισθόδρομου του Ναού τού Διός. Ένα παιδί, του οποίου και οι δύο γονείς βρίσκονται στη ζωή, έκοβε μ’ ένα χρυσό ψαλίδι, τόσα κλαδιά από το δέντρο, όσα ήταν και τα αγωνίσματα. Αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι, ενώ στους Ολυμπιακούς αγώνες, έπαθλο ήταν ο «κότινος», στεφάνι πλεγμένο από κλώνους αγριελιάς, στα «Παναθήναια», το έπαθλο ήταν αμφορείς γεμάτοι λάδι. Τα έπαθλα ήταν 1.300 αμφορείς και ο καθένας απ’ αυτούς περιείχε 38 με 39 λίτρα λάδι. Η καθιέρωση της ελιάς ως έπαθλο αθλητικών αγώνων σχετίζεται με το μύθο τής εισαγωγής της από τον Ιδαίο Ηρακλή, έναν από τους Κουρήτες, που, κατά την παράδοση, την έφερε από τις παραδουνάβιες χώρες στην Ολυμπία για το σκοπό αυτό. Το ρόπαλο του Ηρακλή είχε κοπεί από αγριελιά και ο Θεόκριτος αναφέρει ότι το λιοντάρι τής Νεμέας σκοτώθηκε από τον Ηρακλή επίσης με κορμό αγριελιάς, που τον είχε φέρει από τον Ελικώνα. Από την Ελλάδα διαδόθηκε η αγριελιά σ’ όλο τον κόσμο.

Στον Δημόκριτο άρεσε πολύ το μέλι. Και σε κάποιον, που τον ρώτησε, πώς μπορεί να είναι υγιής, απάντησε: «Αν, τα μεν εντός, βρέχεις με μέλι, τα δε εκτός, με λάδι».

Όσο για τις ελιές, αυτές καταναλώνονταν, αφού πρώτα τις έβαζαν στην αρμύρα, με μάραθο, ώστε να θυμούνται οι Αθηναίοι τον Μαραθώνα για κάθε καλό στο μέλλον! Τις περισσότερες, όμως, τις πήγαιναν στα ελαιοτριβεία για να βγάλουν καθαρό λάδι, το θαυμάσιο χρυσοκίτρινο ελαιόλαδο, δώρο, όπως είπαμε, της θεάς Αθηνάς στους κατοίκους τού κλεινού άστεως. Μάλιστα οι μαύρες ελιές έχουν περισσότερες θεραπευτικές ιδιότητες, είναι πλούσιες σε ακόρεστα λιπαρά οξέα, σίδηρο, φώσφορο, ασβέστιο, χαλκό, μαγνήσιο, μαγγάνιο, θείο, κάλιο και χλώριο και περιέχουν βιταμίνες A, B, C και D. Γι αυτό, πρέπει να τρώνε ελιές όλοι όσοι έχουν χοληστερίνη, προβλήματα στο συκώτι, αιμορροΐδες, πονοκέφαλους, και δεν πρέπει να λείπουν από το διαιτολόγιο των καρκινοπαθών. Επίσης, οι ελιές βοηθούν να διαλυθούν οι πέτρες στα νεφρά, όταν συνδυάζονται με λεμόνι, κρεμμύδι και τσάϊ τού βουνού.

Ο γιατρός τού μέλλοντος δεν θα συνταγογραφεί φάρμακα, αλλά θα διεγείρει το ενδιαφέρον τού ασθενή για το ίδιο του το σώμα και τη σωστή διατροφή. Έτσι, πιστεύεται ότι θα καταπολεμούνται (ή θα προλαμβάνονται) οι αιτίες, που προκαλούν διάφορες παθήσεις.

Οι αρχαίοι Έλληνες, λοιπόν, χρησιμοποιούσαν το λάδι στη διατροφή τους. Αλλά το είχαν και ως καλλυντικό, πιστεύοντας ότι είχε σημαντική θέση για τη φροντίδα τού σώματος. Στα βαλανεία, στα γυμναστήρια και στις παλαίστρες, οι αθλητές χρησιμοποιούσαν λάδι για την επάλειψη των σωμάτων, προσπαθώντας έτσι να τα προφυλάξουν από τις καιρικές μεταβολές και τα τσιμπήματα των εντόμων. «Με λάδι αλείφονταν οι αθλητές, πριν την είσοδό τους στις παλαίστρες, αλλά και μετά την έξοδό τους, προκειμένου ν’ αποκτήσει το δέρμα τους μεγαλύτερη πλαστικότητα και αντοχή στις ενδεχόμενες κακώσεις, που προέκυπταν από το άθλημα της πάλης». Αλλά και μετά το λουτρό, για ν’ απαλύνεται η επιδερμίδα, θεωρούσαν απαραίτητη, επίσης, την επάλειψη του σώματος με λάδι.

Υπάρχουν τόσα πολλά, που είναι άγνωστα στην επιστήμη τήςδιατροφολογίας, την οποία πρέπει πια να προσεγγίσουμε με ανοιχτό κι ερευνητικό μυαλό. Αναζητώντας κι εγώ τη θρεπτική ποιότητα του αγριέλαιου, επισκέπτομαι τον ελαιώνα τού Αλέξανδρου Καρακικέ, ενός ενθουσιασμένου και δραστήριου καλλιεργητή, όπου, κάτω απ’ τις αγριελιές του, ανακαλύπτω με χαρά σύγχρονες μεθόδους καλλιέργειας του ιερού αυτού δέντρου, που ευδοκιμεί (και θεριεύει) στη γη τού Λοζίνικου, εδώ στη Μαγνησία.

Το λάδι και το κρασί ήταν και εξακολουθούν να είναι η μονάδα συναλλαγής και το καύχημα τού ελληνικού κόσμου. Ο πολύτιμος καρπός τήςαργυροπράσινης ελιάς ανταποκρίνεται πλήρως στις βασικές διατροφικές ανάγκες τής καθημερινής ζωής. Οι Έλληνες, ιδίως οι νησιώτες, μαγειρεύουν με λάδι, τρέφονται με το λάδι. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν λιτοδίαιτοι. Άλλωστε, το απαιτεί το κλίμα. Ζούσαν με κριθαρένιο ή από σίκαλη ψωμί, ζυμωμένο, σε σχήμα καρβελιού. Οι πρόγονοί μας έτρωγαν χόρτα, ψάρια, φρούτα, τυρί και γάλα κατσικίσιο. Ήταν και μεγάλοι σκορδοφάγοι. Επίσης, έτρωγαν κρέας, κυνήγι, πουλερικά, αρνί ή χοιρινό, μονάχα στις γιορτές. Έπιναν και κρασί. Στην κατοχή, βέβαια, οι Έλληνες έζησαν με το τίποτα, ας είναι καλά ο ήλιος! Δεν φταίει, όμως, μονάχα ο άγονος τόπος, ούτε ο υποτυπώδης τρόπος καλλιέργειας, αλλά, πάνω απ’ όλα, η άνιση κατανομή τής γης ανάμεσα στους κατοίκους.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου