ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ήρωας… εξ ατυχήματος και με παράσημο ανδρείας!

ήρωας-εξ-ατυχήματος-και-με-παράσημο-231228

Του Βασίλη Κοντορίζου

Η ζωή επιφυλάσσει εκπλήξεις, άλλοτε οδυνηρές και άλλοτε ευχάριστες, άλλοτε περίεργες και άλλοτε εντελώς «κουφές», όπως λένε σήμερα οι νέοι. Το ιστορικό μιας τέτοιας ανατρεπτικής εκπλήξεως περιγράφεται στις παρακάτω γραμμές.

Τον Σάββα τον γνώρισα τη δεκαετία του 1950. Την εποχή εκείνη ο Σάββας, ήταν, ένας κοντός και ευτραφής σαραντάρης, παντρεμένος με την Βαρβάρα. Είχε τρία μικρά παιδιά – όλα κορίτσια – τρείς αδελφές παντρεμένες και η δουλειά του ήταν οικονομικώς αρκετά αποδοτική.

Κατοικούσε σ’ ένα διώροφο σπίτι, στο κέντρο της πόλης, κοντά στα σπίτια των τριών αδελφών του. Ήταν ένας λίγο – πολύ τρομαγμένος άνθρωπος, λόγω των ταλαιπωριών του κατά τον Πόλεμο και την Κατοχή, αλλά και εκ χαρακτήρος ήταν πολύ ευσυγκίνητος. Άκουγε ένα δυνατό κρότο και τρόμαζε, νόμιζε πως ήταν βολή πυροβόλου όπλου. Ήταν εγγράμματος, είχε, όμως κι έναν υπερβολικό φόβο προς τους χωροφύλακες. Όχι άδικα βέβαια, διότι, λόγω των αριστερών του φρονημάτων, υπέφερε τα πάνδεινα από την τότε Χωροφυλακή.

Πανέξυπνος άνθρωπος ο Σάββας. Αυτό διαφάνηκε ακόμη από τα μαθητικά του χρόνια. Όταν, λοιπόν, ήταν μαθητής του οκταταξίου τότε Γυμνασίου, σε ένα διαγώνισμα ιστορίας το θέμα ήταν «Η μάχη των Θερμοπυλών». Αφού περιέγραψε τη μάχη και τον δοξασμένον αγώνα των Τριακοσίων του Λεωνίδα, που έπεσαν μέχρις ενός, ο Σάββας έφτασε και στην προδοσία του Εφιάλτη. Έλα, όμως, που του ήταν αδύνατο να θυμηθεί το όνομα του προδότη, δεν του ερχόταν με τίποτα. Η ώρα περνούσε και έπρεπε να παραδώσει το γραπτό του. Τότε του ήρθε η φαεινή ιδέα και κάλυψε το κενό της μνήμης του, γράφοντας ευφυέστατα: « Και τότε βρέθηκε ένας Έλληνας του οποίου το όνομα αισχύνομαι να αναφέρω και πρόδωσε….».

Ο Σάββας υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό, πρίν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την περίοδο της Κατοχής, είχε οργανωθεί στο ΕΑΜ και από τότε τον «φακέλωσαν» στην Ασφάλεια ως αριστερό. Κατά την στρατιωτική του θητεία, μετά την βασική εκπαίδευση και την ορκωμοσία, πήρε ειδικότητα μοτοσικλετιστή, χωρίς… να έχει ιδέα από μοτοσικλέτα ! Μόλις έφτασε στο Κέντρο Εκπαίδευσης Μοτοσικλετιστών, προσβλήθηκε από γαστρεντερίτιδα και έμεινε δέκα μέρες στο Ιατρείο του στρατοπέδου, απουσιάζοντας έτσι από την εκπαίδευση οδήγησης της μηχανής.

Μόλις αποθεραπεύθηκε, επέστρεψε στο Λόχο του. Ο λοχίας –εκπαιδευτής μη γνωρίζοντας ότι ο Σάββας απουσίαζε επί δεκαήμερο και άρα δεν ήξερε να οδηγεί, τον διέταξε να ανέβει στην μηχανή, να βάλει μπρός και να κάνει τη διαδρομή που του υπέδειξε. Ο Σάββας, παντελώς άσχετος, καβάλησε τη μοτοσικλέτα. Ο λοχίας του «κάρφωσε» μια ταχύτητα και ο Σάββας ξεκίνησε, ανοίγοντας τέρμα το γκάζι. Απέναντι ήταν η μάντρα του στρατοπέδου και ο Σάββας ολοταχώς κοπάνισε στον τοίχο, πέφτοντας ξερός στο έδαφος. Διακομίσθηκε πάλι στο Νοσοκομείο, αυτή τη φορά όμως, με σοβαρή σωματική βλάβη, «παθών εν υπηρεσία».

Μετά από χρόνια, το μεσημέρι μιας ανοιξιάτικης μέρας, πέρασα από το σπίτι του και διαπίστωσα μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση. Οι τρείς αδελφές του Σάββα και η γυναίκα του Βαρβάρα, έκλαιγαν, χτυπιόταν και ζούσαν ένα δράμα. Ρώτησα, τι συμβαίνει και μου απάντησαν ότι το Σάββα τον είχαν καλέσει στην Ασφάλεια. Η αναστάτωση ήταν δικαιολογημένη. Εκείνη η περίοδος ήταν ακόμη περίεργη και δύσκολη. Ο καταστροφικός Εμφύλιος δεν είχε πολλά χρόνια που τελείωσε. Ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ των δύο Υπερδυνάμεων (Αμερικής-Ρωσίας) ήταν σε πλήρη έξαρση και επηρέαζε καθοριστικά την πολιτική κατάσταση στην πατρίδα μας. Επομένως, για έναν αριστερό, που εκλήθη «δι’ υπόθεσίν του» στην Ασφάλεια, το πρόβλημα ήταν άκρως σοβαρό. Από τις οκτώ το πρωί, μέχρις αργά το μεσημέρι, ο Σάββας ξεροστάλιαζε στο τμήμα Ασφαλείας, χωρίς να γνωρίζει κανείς από την οικογένειά του, αλλά ούτε και ο ίδιος, το λόγο για τον οποίο τον είχαν καλέσει στο Τμήμα.

Κάθε τόσο ρωτούσε όποιον χωροφύλακα περνούσε από δίπλα του:
– «Σας παρακαλώ, είμαι ο Σάββας Χ…Με καλέσατε, τι με θέλετε;».

Η απάντηση, σε αυστηρό ύφος ήταν:

«Περίμενε, θα σε καλέσει ο κύριος Διοικητής».

Η αγωνία του Σάββα, είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Η ανησυχία της οικογένειας στο «ζενίθ». Ο γαμπρός του, ο Χρήστος, σύζυγος της μικρότερης αδελφής του, περνούσε συνεχώς μπροστά από το Τμήμα και με νοήματα προσπαθούσε, να συνεννοηθεί με τον Σάββα, για να μάθει τι συμβαίνει. Ήταν όμως αδύνατο, αφού ούτε και ο ίδιος ο Σάββας γνώριζε. Περίπου στις τρεις το απόγευμα, εδέησε να τον καλέσει ο Διοικητής της Ασφάλειας.

«Ποιος είσαι και τι θέλεις;»,

τον ρώτησε ο Διοικητής, αρκετά εκνευρισμένος που τον απασχολούσε. Δεν τον γνώριζε βέβαια κατ’ όψιν, παρά μόνον ονομαστικά.

«Είμαι ο Σάββας Χ…και βρίσκομαι εδώ επειδή εσείς με καλέσατε».

Ο Διοικητής, μόλις άκουσε το όνομα, άλλαξε ύφος, έγινε αρκετά πιο ευγενής. Σηκώθηκε όρθιος, άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του, έβγαλε από μέσα ένα κουτί ντυμένο με μπλέ βελούδο και ένα πολυτελές χαρτί με την κορώνα του Βασιλιά (ήταν το Βασιλικό Διάταγμα) με το οποίο ο Βασιλεύς των Ελλήνων απένεμε στον Σάββα παράσημο ανδρείας και με μεγάλη επισημότητα, το έδωσε στον Σάββα λέγοντας:
«Η Πατρίς ευγνωμονούσα, Σας παραδίδει δι’ εμού, το παράσημον τούτο, εις ένδειξιν τιμής και ευγνωμοσύνης δια την προσφοράν σας προς το Έθνος. Συγχαρητήρια κύριε Σάββα Χ.». Αντάλλαξαν θερμή χειραψία, ο Διοικητής τον συνόδευσε μέχρι την πόρτα της εξόδου του τμήματος και ο Σάββας, αφού πήρε το παράσημο και χαιρετήθηκε πάλι με τον Διοικητή, έφυγε, ύστερα από επτά και πλέον ώρες αγωνιώδους αναμονής στο κτίριο της Ασφάλειας, βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που διέπραξε το ανδραγάθημα (!!!) να κοπανήσει, λόγω ασχετοσύνης, ο ίδιος με τη μοτοσικλέτα πάνω στον τοίχο της μάντρας του στρατοπέδου.

Ύστερα από την περιπέτεια αυτή, Σάββας και Χρήστος έφτασαν ασθμαίνοντας στο σπίτι. Ο Σάββας πέταξε στο τραπέζι το παράσημο και εξήγησε στις γυναίκες τι είχε συμβεί. Έτσι πήγε η ψυχή τους στον τόπο της. Δεν ξέρω αν από αυτό το γεγονός διδάχθηκαν ότι στην ζωή και τα πιο απίθανα μπορεί να σου συμβούν. Εκτός και αν λόγω της επικίνδυνης εποχής, που το ιστορηθέν γεγονός συνέβη θέλησαν να το ξεχάσουν. Και όχι άδικα είναι η αλήθεια…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου