ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ολα σχεδόν Υποφέρονται

ολα-σχεδόν-υποφέρονται-234444

Του Θωμά Στραβέλη, συγγραφέα – πανεπιστημιακού

Πόνεσες πολύ; Χάρηκες πολύ; Αρα, έζησες! Η ζωή, βασικά, είναι μία τραγωδία για τον άνθρωπο εκείνο, που έχει άφθονα μέσα για να ζήσει, αλλ’ όχι κι ένα σκοπό για τον οποίο αξίζει να ζήσει – ένα βαθύτερο κίνητρο, που να τον κεντρίζει, να τον κινητοποιεί, να τον πονάει βαθιά μέσα του και τον κάνει ν’ αγωνίζεται για ένα καλύτερο κόσμο.

Στον καθημερινό του αγώνα, ο άνθρωπος, συχνά, απελπίζεται βλέποντας στον δρόμο του «μηδενικά». Φαντάζεται πως είν’ ο ίδιος δημιουργός αυτών των «μηδενικών», παγιδευμένος στη φαντασμαγορία τους. Ομως, μπορεί, φτάνει να το θέλει, να βάλει μία μονάδα στην αρχή κι έτσι τα μηδενικά να πάρουν αξία. Κι αυτός να νιώθει ενθαρρυμένος.

Ο άνθρωπος είναι δύσκολο να γνωρίζει κάτι πολύ καλά, κι ακόμα δυσκολότερο να κάνει κάτι, εξίσου καλά. Τελικά, αν αξίζει να κάνει κάτι, θα πρέπει να’ ναι κείνο, που θεωρείται ακατόρθωτο. Ο στόχος δεν είναι τίποτα. Ο δρόμος προς το στόχο είναι το παν. Κι άλλες φορές, ούτε ο δρόμος χρειάζεται. Μην ακολουθείς τον δρόμο. Πήγαινε εκεί που δεν υπάρχει δρόμος και άφησε τα ίχνη σου… Τι ωραίο πράγμα, αλλά και πόσο οδυνηρό να αποτελείς εξαίρεση! Από την άλλη, μη ζητάς να γίνονται, όσα γίνονται, όπως εσύ θέλεις, αλλά να θέλεις, όπως ακριβώς γίνονται, όσα γίνονται. Κι αν μπορούσες να μάθεις αυτά, που πρέπει να πάθεις και, τελικά, να μην τα πάθεις, είναι καλύτερα να τα μάθεις. Αν, όμως, τα πάθεις, σε τι θα σε ωφελήσει να τα μάθεις; Αφού «πρέπει» να τα πάθεις…

Βέβαια, όλα σχεδόν υποφέρονται. Κι ο άνθρωπος, που φοβάται να υποφέρει, υποφέρει ήδη απ’ αυτό που φοβάται. Αν πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις κάτι, όσο και να υποφέρεις, είναι βέβαιο ότι θ’ αποκτήσεις την ικανότητα να το κάνεις, ακόμα κι αν δεν την έχεις, αρχικά. Έτσι μόνο θα νιώθεις ότι δεν είσαι δα και κατώτερος απ’ τους πελαργούς, που μεταφέρουν στα φτερά τους γέροντες γονείς τους, όταν πραγματοποιούν τα μεγάλα αποδημητικά τους ταξίδια.

Σε πολλές περιπτώσεις, νομίζω πως είναι καλό να θυμόμαστε τις ερωτήσεις, που έθετε στους μαθητές του ο Πυθαγόρας, πριν πάνε για ύπνο – ερωτήσεις βασανιστικά συνειδησιακές: «Τι έκανα, σήμερα, που δεν έπρεπε να κάνω;». «Τι έκανα, που έπρεπε;», και, τέλος, «Τι έπρεπε να κάνω και δεν το έκανα;». Δεν ξέρω, αλλά μετά, ίσως υποφέρεις λιγότερο, και σε πάρει ο ύπνος… Ακόμη, οι απαντήσεις σε τούτα τα ερωτήματα θα μας βοηθήσουν να βρούμε αυτό, για το οποίο πραγματικά επενδύσαμε στη ζωή.

Κι αν κάναμε εμείς στους άλλους καλό, να μη το θυμηθούμε ποτέ. Να «το ρίξουμε στο γιαλό», όπως λέει ο σοφός λαός. Αν, όμως, έκαναν κάτι καλό στη δική μας ζωή οι άλλοι, τότε να μη το ξεχάσουμε ποτέ! Όσο για τον συνετό άνθρωπο, αυτός δεν χρειάζεται καν να ρωτάει, γιατί μπορεί να συμπεράνει τα νέα πράγματα από τα παλιά… Ωστόσο, αν τύχει νά’ σαι οργισμένος, δεν είν’ ανάγκη ν’ απαντήσεις. Πάνω στην οργή σου, ούτε να λες κάτι, ούτε και να κάνεις. Έτσι έχουν τα πράγματα. Σιγά σιγά μαθαίνεις.

Έτσι έμαθα κι εγώ. Πρώτα, έχτισα πάνω στην άμμο. Μετά, πάνω στον βράχο. Οταν γκρεμίστηκε ο βράχος, σταμάτησα να χτίζω. Στη συνέχεια, έχτιζα ξανά και ξανά, όπως τύχαινε. Και πάνω στην άμμο και πάνω στο βράχο. Μα είχα μάθει. Δεν παραπονιόμουν πια. Τα σημάδια από τις πληγές, σαν κάνει κρύο, πονάνε. Ομως, άντεχα. Είχα μάθει πια. Και έλεγα διαρκώς στον εαυτό μου: «Δεν υπάρχει σωστός τρόπος για να πεις ή να κάνεις κάτι, που δεν είναι σωστό». Γι αυτό, άρχισα να χτίζω πια με τη ζωντανή πέτρα, που λέγεται άνθρωπος!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου